Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης που τραγουδήθηκε από όλους τους Έλληνες και τα ποιήματά του ενέπνευσαν γενιές ολόκληρες γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 115 χρόνια στη Μονεμβασιά της Λακωνίας. Το πλούσιο έργο του εμπνευσμένο από δύσκολες καταστάσεις στα «πέτρινα» χρόνια, αργότερα με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μετουσιώνεται τα χρόνια της Δικτατορίας σε σύμβολο αντίστασης.

Ο «Επιτάφιος», εμπνευσμένος από την τραγική φιγούρα της μάνας του Τάσου Τούση, η οποία την Πρωτομαγιά του 1936 μοιρολογεί καταμεσής του δρόμου το σκοτωμένο παιδί της, θύμα της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Γράφτηκε σχεδόν σε τρεις ημέρες και λογοκρίθηκε έντονα με αποτέλεσμα, τον επόμενο μήνα να κυκλοφορήσει σε 10. 000 αντίτυπα και ενώ είχαν δικαιωθεί οι καπνεργάτες. Η μελοποίηση του έγινε το 1958 από τον Μίκη Θεοδωράκη και το 1966, ακολούθησε η «Ρωμιοσύνη» και την εποχή της δικτατορίας, από την εξορία όπου βρίσκονταν ποιητής και συνθέτης, πήραν ζωή «Τα δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».

Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες ενώ έχει πολλές μεταφράσεις Ν. Χικμετ, Βλ. Μαγιακοφσκι κ. α.

Τα παιδικά χρόνια του Γιάννη Ρίτσου

Η παιδική ηλικία του ποιητή, στη Μονεμβασία, ήταν ανέμελη και η καλλιεργημένη μητέρα του υποστήριζε θερμά την κλίση του στην ποίηση θεωρώντας ότι θα διαδεχτεί τον Κωστή Παλαμά.

Στα σχολικά του χρόνια στο Γύθειο ενθουσιάστηκε από την βιβλιοθήκη της μητέρας του όπου γνώρισε την Αριστερά προς λύπη του πατέρα του Ελευθέριου του οποίου η μεγάλη περιουσία απαλλοτριώθηκε με την αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου.

Σε ηλικία 12 ετών έχασε από φυματίωση τον αδελφό και την μητέρα του . Το 1925 με την αδελφή του Λούλα εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και από το νοσοκομείο Σωτηρία όπου νοσηλεύτηκε με φυματίωση (1927- 1930) ο Γιάννης Ρίτσος ήρθε σε επαφή με αριστερούς και συνδικαλιστές ενώ γνωρίστηκε στενά και με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη.

Τι είναι η ποίηση; Γιάννης Ρίτσος (1988)


Στη συνέχεια από το Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, όπου συνθέτει τις πρώτες του ποιητές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες μέσω της εφημερίδας Εφεδρικός Αγών πρωτοστατεί στην βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών. Το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του και στον «Ριζοσπάστη» κρατά τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο».

Ακολουθεί μια ταραχώδης και δύσκολη πορεία με εξορίες, βασανιστήρια, προβλήματα υγείας, ενώ συγγράφει ατελείωτα για να αναγνωριστεί στην μεταπολίτευση και συνεχώς να του αποδίδονται διακρίσεις.

Με το ποίημα του, το Τελευταίο Καλοκαίρι (από την Σάμο, τρόπον τινά, προφητικό, ) στις 11 Νοεμβρίου του 1990, στην Αθήνα αποβιώνει και μεταφέρεται στην Μονεμβασιά, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων.

 
Όταν ο Γιάννης Ρίτσος προτάθηκε για Νόμπελ Λογοτεχνίας

Στο φως της δημοσιότητας βγήκε πριν δύο χρόνια ο κατάλογος της Σουηδικής Ακαδημίας με τα ονόματα των ενενήντα υποψηφίων για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1971. Το όνομα του ποιητή της «Ρωμιοσύνης», του σπουδαίου Έλληνα ποιητή Γιάννη Ρίτσου φιγουράρει στην λίστα (στη θέση 68).

Το 1970 ο θάνατος της αδελφής του Νίνας είναι η αφορμή για να συνθέσει ο Γιάννης Ρίτσος τον ποιητικό μονόλογο «Η Ελένη»:

«Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω

να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους

έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,

να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει

ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του

και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου

με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα που φοράω στο δείχτη…».

Το 1971 το βραβείο απονεμήθηκε στο χιλιανό Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος παραλίγο να μην το λάβει λόγω των εγκωμίων του στο πρόσωπο του Στάλιν. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Άντερς Έστερλινγκ, πρόεδρος της επιτροπής Νόμπελ, αναρωτήθηκε αν η «ολοένα και πιο κυρίαρχη κομμουνιστική τάση στην ποίησή του είναι συμβατή με τον σκοπό του βραβείου Νόμπελ».

Στον κατάλογο της κριτικής επιτροπής συναντά κανείς τα ονόματα γνωστών προσώπων της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Άρθουρ Μίλερ, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον κατάλογο υπάρχει το όνομα μόνο μιας γυναίκας. Πρόκειται για την Εσθονή ποιήτρια και μεταφράστρια, επηρεασμένη από το κίνημα του εξπρεσιονισμού, Μαρίε Ούντερ, η οποία ήταν οκτώ φορές υποψήφια για το Νόμπελ και ήταν ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Εσθονών Συγγραφέων.