Μία από τις βασικές πολιτικές νότες στην κατά γενική οµολογία υποτονική προεκλογική κίνηση για τις ευρωεκλογές είναι και το σύνθηµα για σταθερότητα. Είναι η κυβέρνηση που προτάσσει το δίληµµα αυτό, εκτιµώντας ότι η ψήφιση της Ν.∆. -σε ποσοστό 33% και άνω, όπως δήλωσε πρόσφατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός διασφαλίζει την κυβερνητική σταθερότητα και την προώθηση του µεταρρυθµιστικού της προγράµµατος. Εµµέσως πλην σαφώς η κυβέρνηση υπογραµµίζει τους κινδύνους µετεκλογικής αποσταθεροποίησης, που θα είναι ευθέως ανάλογη µε την πολιτική αποδυνάµωσή της.

Τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, µε τον δικό του τρόπο το καθένα, απορρίπτουν ως άκρως κινδυνολογική τη θεωρία «σταθερότητα ή περιπέτειες», εκτιµώντας ότι η κυβέρνηση, οχυρωµένη στο περσινό 41% στις βουλευτικές εκλογές, επιχειρεί να συγκαλύψει τις αστοχίες στην οικονοµική πολιτική, στη µη συγκράτηση της ακρίβειας, να αποκρύψει τις ευθύνες της για τα Τέµπη και τις παραβιάσεις στο κράτος δικαίου.

Για να υπάρξει, όµως, µια τεκµηριωµένη απάντηση πως η κοινή γνώµη πριν από την ευρωκάλπη στις 9 Ιουνίου εισπράττει και εκφράζεται για την ανάγκη της σταθερότητας, σώφρον είναι να ερωτηθούν οι ίδιοι οι πολίτες. Με έναν έµµεσο αλλά αποκαλυπτικό τρόπο, η σφυγµοµέτρηση των διαθέσεων των συµπολιτών µας καταγράφτηκε στην έρευνα της Κάπα Research για τον βαθµό εµπιστοσύνης στους θεσµούς. ∆εν είναι η πρώτη φορά που γίνεται ανάλογη καταγραφή, αλλά έχει µεγάλο ενδιαφέρον να ψηλαφήσουµε το πώς νοείται η σταθερότητα στη χώρα και ποιοι είναι οι εκφραστές και εγγυητές της. Σύµφωνα µε την έρευνα για την Εκκλησία και την πίστη, που διεξήγαγε η Κάπα Research, µε αφορµή τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, οι απαντήσεις αξιολογούνται σε τρεις βασικές οµάδες. (Η µέτρηση γίνεται µε θετική κλίµακα «πολύ», «αρκετά» και αρνητική κλίµακα «λίγο», «καθόλου»)

Στην πρώτη εξάδα, την «ψήφο εµπιστοσύνης» µακράν από τους άλλους παίρνει ο Στρατός, µε την Αστυνοµία -παρά τα πρόσφατα προβλήµατανα ακολουθεί την έκπληξη για την προτίµηση στην Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Ακολουθεί η κυβέρνηση µε ποσοστό-έκπληξη και την εξάδα κλείνουν οι επιχειρήσεις και το ΕΣΥ. Σε µια ενδιάµεση οµάδα ανιχνεύουµε -µε χαµηλότερα όµως ποσοστά θετικών γνωµών- την Εκκλησία, τη ∆ικαιοσύνη, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το εκπαιδευτικό σύστηµα.

Εκεί όµως που οι αρνητικές γνώµες κυριαρχούν κατά κράτος είναι στην τρίτη οµάδα, θα λέγαµε σε αυτήν που περιέχει τα πολιτικά δοµικά στοιχεία του στερεώµατος. Το Κοινοβούλιο και οι ∆ηµόσιες Υπηρεσίες µετά βίας διατηρούν ψήγµατα θετικών γνωµών, ενώ στην τελευταία τριάδα βρίσκονται τα πολιτικά κόµµατα -µε µόλις δύο θετικές γνώµες στην κλίµακα του δέκα-, τα συνδικάτα και τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης -πρακτικά µόλις µε µία θετική «ψήφο εµπιστοσύνης» στην κλίµακα του δέκα...

Πού οφείλεται η απήχηση του Στρατού και της Αστυνοµίας, µπορούµε να το µαντέψουµε. Σε αβέβαιους καιρούς το αίσθηµα ασφάλειας, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και σε ό,τι αφορά τον εθνικό µας χώρο, είναι υψηλό. Επιπροσθέτως, ο υψηλός βαθµός εµπιστοσύνης στην κυβέρνηση ως θεσµό έχει να κάνει µε την πρόσδεση των προσδοκιών αλλά και συµφερόντων της µεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών µε την κρατική µηχανή και την απορρόφηση πολιτικών κυττάρων από τον ιστό τού -κάθε φορά- κυβερνώντος κόµµατος. Η πρόσδεση µε το κράτος είναι ισχυρότερη από ποτέ - ίσως σε αυτό ποντάρει η κυβέρνηση, προβάλλοντας ως ατού τη σταθερότητα. Είναι όµως λύση η ολοένα και µεγαλύτερη εξάρτηση των πολιτών στην κρατική µηχανή; Η τάση για απασχόληση και σταθερή εργασία έπειτα από µια δεκαετία κρίσης και αβεβαιότηταςείναι που προσδίδει επίσης πόντους στις Επιχειρήσεις. ∆εν υπάρχει βεβαίως δεύτερη γνώµη για την εµπιστοσύνη στο ΕΣΥ, παρά τα προβλήµατα και τις ελλείψεις του.

Η «υπερτροφία» στις επιλογές κυρίως για Στρατό, Αστυνοµία, κυβέρνηση είναι αντιστρόφως ανάλογη µε τη δραµατική εικόνα που παρουσιάζουν στην έρευνα τα πολιτικά κόµµατα, τα συνδικάτα, αλλά και τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης. Το παράδοξο είναι πως εδώ και δύο χρόνια η χώρα βρίσκεται σε τροχιά αλλεπάλληλων εκλογών, µε έντονη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά και µεγάλες ανακατατάξεις, αυτό όµως δεν αλλάζει την εικόνα απαξίωσης που εµφανίζουν οι θεσµοί αυτοί. Ειδικά για τα πολιτικά κόµµατα, το έλλειµµα εµπιστοσύνης παράγει ένα διπλό αποτέλεσµα: από τη µια πολλοί είναι οι συµπολίτες µας που βλέπουν στο κράτος ή στον Στρατό το αποκούµπι που δεν προσφέρουν πλέον οι πολιτικοί σχηµατισµοί.

Από την άλλη, το κενό αυτό δίνει περιθώριο να επωάζονται και να αναπτύσσονται αντισυστηµικά σύνδροµα, θεωρίες συνωµοσίας και εν τέλει πολιτικά σχήµατα που επενδύουν στην απαξίωση των θεσµών γενικά. Το κενό που αφήνει η αναιµική δράση των πολιτικών κοµµάτων φανερώνει µια τάση «αποϊδεολογικοποίησης» στις επιλογές ακόµα και οπαδών τους, που είτε ωθεί ορισµένους σε γκρίζες πολιτικές περιθωριακές ζώνες είτε τους εθίζει να αρκούνται στην κρατική «θαλπωρή». Η κυβέρνηση εκµεταλλεύεται το κλίµα αυτό, προτάσσοντας το αφήγηµα της σταθερότητας, ταυτόχρονα όµως παραµένει ζητούµενο η δυναµική προώθηση ενός µεταρρυθµιστικού προγράµµατος, που εκτός των άλλων θα µετατόπιζε τις προτεραιότητες από την άχαρη γραφειοκρατική διαχείριση στην επαναφορά της πολιτικής. Την ίδια ευθύνη επωµίζονται, σε αναλογικό βαθµό, και τα αντιπολιτευτικά κόµµατα του δηµοκρατικού τόξου...