Η Τουρκία στην παρούσα φάση της Ιστορίας δεν έχει περιθώρια να συγκρουστεί µε την Ελλάδα, ούτε καν να δηµιουργήσει ψυχροπολεµικού χαρακτήρα στρατιωτική ένταση, όπως τα προηγούµενα χρόνια. Η Ελλάδα είναι χώρα του ΝΑΤΟ, όπως και η Τουρκία η µόνη ασιατική χώρα-µέλος της Ατλαντικής Συµµαχίας. Η επιρροή των Αµερικανών, όσο και να θεωρείται «ευέλικτη» ή και ανεπαρκής σε κάποιες περιπτώσεις, είναι πολύ ισχυρή στην περίπτωση της µη έντασης Τουρκίας και Ελλάδας. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά τόσο ο πρόεδρος Ερντογάν και ακόµη καλύτερα το δίδυµο του Φιντάν, στο υπουργείο Εξωτερικών, και του Καλίν, στις µυστικές υπηρεσίες ή τη «διακριτική» διπλωµατία.

Η Αθήνα άλλωστε, υπό την ηγεσία Μητσοτάκη και µε το δίδυµο των Γεραπετρίτη - Παπαδοπούλου στο υπουργείο Εξωτερικών, δεν αφήνει περιθώρια για «παρεξηγήσεις» στην Αγκυρα. Αυτό έγινε φανερό και µε την περίπτωση των «θαλάσσιων πάρκων»-καταφυγίων για θηλαστικά και πουλιά που εξήγγειλε η Ελλάδα και βρήκε την ευκαιρία η Τουρκία να επαναδιατυπώσει τις έωλες αξιώσεις της για συγκυριαρχία και συνδιαχείριση στο Αιγαίο.

Ελλάδα και Τουρκία θα συνεχίσουν εύλογα να συζητούν για την οικονοµική-εµπορική ατζέντα, προσέχοντας οι εκπρόσωποί τους, πολιτικοί και διπλωµάτες, να µην µπουν ούτε καν σε «πορτοκαλί ζώνη» έντασης. Τουλάχιστον όσο µένουν σε ενέργεια τα «θερµά µέτωπα» στον Βορρά (Ουκρανία) και στην Ανατολή (Γάζα).

Η Τουρκία έχει αφήσει την Ελλάδα για το τέλος. Αλλωστε προηγείται η Κύπρος αν είναι να ανεβάσει την ένταση. Η Κύπρος όµως και αυτή έχει ανεβασµένη σηµασία και δεν επιδέχεται αµφισβήτησης η εδαφική της σταθερότητα όσο διαρκεί ο πόλεµος στην Ανατολή. Η Τουρκία, σε αντίθεση µε τα ελληνοτουρκικά, διάλεξε αντίπαλο: είναι το Ισραήλ. Μια χώρα και ένα σύστηµα πολύ πιο «σκληρό» και αποφασισµένο σε θέµατα εθνικής ασφαλείας από την Ελλάδα και πολύ πιο σπουδαίο από πλευράς στρατιωτικών εξοπλισµών από την Κύπρο. Μια χώρα που για δεκαετίες µεταπολεµικά υπήρξε το «κρυφό όπλο» της Τουρκίας στο προσκήνιο και πολύ περισσότερο στο παρασκήνιο για την ισχύ, την επιρροή και τη διείσδυση της Τουρκίας ειδικά στο δυτικό στρατόπεδο.

Η ισλαµική Τουρκία αποφάσισε να στραφεί εναντίον του «πάτρωνά» της, υπολογίζοντας προφανώς ότι ο Νετανιάχου θα ηττηθεί και σε κάθε περίπτωση το κράτος του Ισραήλ θα ξεµείνει από «καύσιµα» στη µάχη της Ιερουσαλήµ. Η Τουρκία συµµαχεί όλο και περισσότερο µε το Ιράν, την Κίνα - γενικά τους BRICS. Παίρνει τη θέση του Κατάρ στον συσχετισµό δυνάµεων, χωρίς όµως να είναι Κατάρ.

Η Ελλάδα έχει κάνει ακριβώς το αντίθετο. Εχει ευθυγραµµιστεί µε τη ∆ύση ως ευρωπαϊκή δύναµη, τις ΗΠΑ ως µέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και διµερώς φυσικά µε το Ισραήλ αλλά και τους Αραβες, ως µεσογειακή ένοπλη δύναµη. Ελλάδα και Τουρκία τελικά µπορεί και να µην πολεµήσουν ποτέ, απευθείας. Ολα µπορεί να κριθούν µεταξύ τους γεωπολιτικά ως προς τις ζώνες εθνικής κυριαρχίας τους από την ένταξή τους σε διαφορετική πλευρά της Ιστορίας. Ο κερδισµένος παίρνει πολλά. Ο χαµένος χάνει πολλά.