Κατά την πρόσφατη κλιµάκωση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ - Ιράν, ο Αµερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραµπ, ανήρτησε tweet πως ήταν έτοιµος να βοµβαρδίσει «52 ιρανικούς στόχους» (κατ’ αναλογία των 52 Αµερικανών οµήρων που είχε πιάσει το Ιράν πριν από πολλά χρόνια). Ορισµένοι από αυτούς τους στόχους, πρόσθεσε, θα ήταν «σηµαντικοί για... τον ιρανικό πολιτισµό», υπονοώντας πως ήταν διατεθειµένος να πλήξει τοποθεσίες εθνικής κληρονοµιάς. Το tweet του Τραµπ υποδηλώνει ότι ολόκληρη η πολιτική του ως προς το Ιράν είναι βαθιά ριζωµένη στο παρελθόν, λες και τυχόν ενέργειες του σήµερα αντιπροσωπεύουν µια καθυστερηµένη απόκριση σε πληγές που προκλήθηκαν πριν από πολύ καιρό. Αν είναι έτσι, η διοίκησή του έχει κάτι κοινό µε το ιρανικό καθεστώς, το οποίο παραµένει εδώ και καιρό προσκολληµένο σε πραγµατικές και «νοητές» πληγές περασµένων εποχών.

Άλλωστε, οι Ιρανοί (και πολλοί άλλοι) έχουν κατ’ επανάληψη επισηµάνει την ανάµειξη των ΗΠΑ στο πραξικόπηµα του 1953, που καθαίρεσε τον δηµοκρατικά εκλεγµένο πρωθυπουργό Μοχάµεντ Μοσαντέκ και εγκατέστησε το καθεστώς του Σάχη Μοχάµεντ Ρεζά Παχλαβί, το οποίο µε τη σειρά του ανατράπηκε κατά την Ισλαµική Επανάσταση του 1979. Οµοίως, οι Ιρανοί υπενθυµίζουν κατά κόρον ότι οι ΗΠΑ βοήθησαν τον Σαντάµ Χουσεΐν κατά τον ανηλεή πόλεµο του Ιράκ ενάντια στο Ιράν τη δεκαετία του 1980.

Ακούγοντας τα παράπονα και από τις δύο πλευρές, δύσκολα αποφεύγει κανείς το συµπέρασµα ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ιράν είναι όµηροι της Ιστορίας. Όντας προσκολληµένες εµµονικά στις πραγµατικές ή φανταστικές αδικίες του παρελθόντος, αµφότερες οι χώρες δυσκολεύονται να προχωρήσουν µπροστά. Στο Ιράν, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι ο «Μέγας Σατανάς», όπως ακριβώς και το Ιράν εξακολουθεί να αποτελεί εφιάλτη και βραχνά για πολλούς αξιωµατούχους της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Ασφαλώς υπάρχουν υπαρκτά σηµεία αντιπαράθεσης µεταξύ των δύο χωρών, όµως η σύγκρουση ΗΠΑ - Ιράν έχει εδώ και πολύ καιρό υπερβεί τα όρια της λογικής. ∆ιατηρείται επειδή εξυπηρετεί εσωτερικά πολιτικά συµφέροντα σε κάθε χώρα. Οι Ιρανοί σκληροπυρηνικοί επωφελούνται σε πολύ µεγάλο βαθµό από το να έχουν έναν τέτοιο ορατό εχθρό, εναντίον του οποίου µπορούν να κινητοποιούνται. Όσο n κλιµακώνονται οι εντάσεις τα τελευταία χρόνια, η θέση τους ενισχύεται. Το καθεστώς χρησιµοποιεί ολοένα και περισσότερο τη θεωρητική απειλή εκ µέρους των ΗΠΑ ως πρόσχηµα για να καταστείλει τον ίδιο του τον λαό και να υποδαυλίσει χάος στην περιοχή. Όσο στις ΗΠΑ υψώνονται φωνές που υποστηρίζουν την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν, τόσο υψώνονται φωνές στο Ιράν υπέρ της υπεράσπισης του καθεστώτος µε κάθε αναγκαίο µέσο.

Ομοίως, ακούγοντας κάποιους Αµερικανούς ειδικούς και πολιτικούς αξιωµατούχους, µερικές φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι η εχθρότητα προς το Ιράν αποτελεί θεµελιώδη αµερικανική αξία. Είτε ο στόχος τους είναι αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν είτε οτιδήποτε άλλο, οι περισσότεροι αξιωµατούχοι της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής ισχυρίζονται ότι θέλουν να γίνει το Ιράν µια «κανονική χώρα». Όµως τι σηµαίνει «κανονική χώρα»; Μπορούν να θεωρηθούν «κανονικές χώρες» η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και άλλοι περιφερειακοί σύµµαχοι των ΗΠΑ; Ή ακόµα και οι ίδιες οι ΗΠΑ; Ο ίδιος ο «αµερικανικός εξεψιοναλισµός» (το δόγµα ότι οι ΗΠΑ αποτελούν µια ιδιαίτερη περίπτωση χώρας, µια εξαίρεση) υπαγορεύει ότι οι ΗΠΑ είναι κάθε άλλο παρά µια «κανονική χώρα».

Πάντως, εξακολουθεί να είναι εφικτή µια πιο ορθολογική και αντικειµενική προσέγγιση. Αυτό µπορεί να φαντάζει απίθανο αυτή τη στιγµή, όµως υπάρχει µεγάλο περιθώριο διµερούς συνεργασίας. Οι Ιρανοί ηγέτες επιµένουν εδώ και πολύ καιρό ότι οι σκοποί του πυρηνικού προγράµµατος της χώρας τους είναι ειρηνικοί. Ωστόσο, δεδοµένης της συµπεριφοράς του Ιράν κατά το παρελθόν, πρέπει ασφαλώς να θεσµοθετηθεί ένα αυστηρό σύστηµα διεθνών επιθεωρήσεων, προκειµένου να πειστεί ο κόσµος ότι ισχύει αυτή η παραδοχή. Η συνέχιση της προσπάθειας που ξεκίνησε µε τη συµφωνία για το πυρηνικό πρόγραµµα του Ιράν το 2015 και η διαπραγµάτευση ενός τέτοιου συστήµατος επιθεωρήσεων δεν θα πρέπει να θεωρούνται ανέφικτες.

Επιπλέον, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ιράν επιθυµούν τη διατήρηση της σταθερότητας στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Οι µεν ΗΠΑ δεν θέλουν να γίνουν αυτές οι χώρες δορυφόροι του Ιράν, οι δε Ιρανοί δεν θέλουν να χρησιµεύσουν ως βάσεις για εκδήλωση επιθέσεων εναντίον τους. Οι στόχοι αυτοί δεν είναι ασυµβίβαστοι µεταξύ τους. Στην πραγµατικότητα, η κατάλληλη διπλωµατία θα µπορούσε να επιτύχει τους πρωταρχικούς στόχους και των δύο πλευρών.

Οι ΗΠΑ και το Ιράν ενδιαφέρονται επίσης να αναπτύξουν µια πιο ισχυρή δοµή ασφάλειας για την ευρύτερη περιοχή του Κόλπου. Τους τελευταίους µήνες, οι χώρες του Κόλπου ζητούν στρατηγική αποκλιµάκωση έναντι του Ιράν, ενώ η Σαουδική Αραβία εκφράζει επιθυµία για διάλογο. Ηδη έχουν µπει στο τραπέζι ορισµένες διπλωµατικές πρωτοβουλίες και η διαπραγµάτευση µιας νέας περιφερειακής συµφωνίας για τους βαλλιστικούς πυραύλους θα µπορούσε να χρησιµεύσει ως καλό σηµείο εκκίνησης για έναν διάλογο διαρκείας.

Σε γενικές γραµµές, η σταδιακή αποκλιµάκωση της σύγκρουσης µεταξύ ΗΠΑ, Ιράν και των εκατέρωθεν συµµάχων και «αντιπροσώπων» τους θα επέτρεπε σε όλα τα µέρη να επικεντρωθούν περισσότερο στις δικές τους προτεραιότητες για το µέλλον. Είναι σαφές πως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και πολλές άλλες χώρες της περιοχής χρειάζεται να φιλελευθεροποιήσουν τα αντίστοιχα οικονοµικά και πολιτικά τους συστήµατα, κυρίως µε την εισαγωγή περισσότερων µέτρων προστασίας των ανθρώπινων δικαιωµάτων. Όµως κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συµβεί µέσα σε κλίµα αντιπαράθεσης. Όσο περισσότερο συνεχίζεται η σύγκρουση τόσο µικρότερες πιθανότητες θα έχουν αυτές οι χώρες να επιδιώξουν εποικοδοµητικές µακροπρόθεσµες µεταρρυθµίσεις.

Όσο οι ΗΠΑ και το Ιράν παραµένουν αιχµάλωτες της εκατέρωθεν ιστορίας τους, η περιφερειακή σταθερότητα θα εξακολουθεί να κινδυνεύει. Όσο πιο γρήγορα στρέψουν το βλέµµα τους προς το µέλλον αντί για το παρελθόν τόσο το καλύτερο για όλους. Υπάρχει άφθονο έδαφος για εποικοδοµητική συνεργασία. Κάποιος πρέπει να αποφασίσει να πατήσει σε αυτό, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι ναρκοθετηµένο.