Την δεκαετία του 1970 η Formula 1 ήταν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και σκληρό αγώνισμα. Τα αυτοκίνητα ήταν πολύ πιο επικίνδυνα και δύσκολα στην οδήγηση, ενώ πίσω από τα βαριά τιμόνια τους βρίσκονταν οδηγοί θρύλοι του σπορ, όπως ο Niki Lauda, ο James Hunt και ο Emerson Fittipaldi. Κανείς δεν περίμενε πως, σε μια χρονική περίοδο όπου οι γυναίκες «δεν μπορούσαν» να οδηγήσουν μονοθέσιο, η Lella Lombardi θα έκανε το ντεμπούτο της στην Formula 1.

Οι γονείς της αντιλήφθηκαν την αγάπη της Lombardi με την ταχύτητα και τον μηχανοκίνητο αθλητισμό όταν έμαθαν πως… έκανε κόντρες με μοτοσυκλέτες! Η μητέρα της προσπάθησε να την πείσει να παντρευτεί και να αφήσει το πάθος της για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Ωστόσο, η Lombardi δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Αποφάσισε να κυνηγήσει τον ανταγωνισμό στον ανδροκρατούμενο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού. «Αγαπώ το motorsport. Είναι το μόνο πράγμα που θα ήθελα να κάνω», είχε δηλώσει η ίδια σχετικά με το πάθος της.

Μετά από μια σύντομη εμπειρία στα καρτ σε μικρή σχετικά ηλικία, το 1965 κατάφερε να αγοράσει το πρώτο της αυτοκίνητο και αγωνίστηκε στην Formula Monza. Το 1968 προχώρησε στην ιταλική Formula 3, ενώ το 1974 συμμετείχε στην Formula 5000, όπου τερμάτισε στην 4η θέση. Είχε έρθει η ώρα για το ντεμπούτο της στην μεγαλύτερη σκηνή του μηχανοκίνητου αθλητισμού.

Προσπάθησε την ίδια χρονιά να προκριθεί στον αγώνα Formula 1 του Brands Hatch, χωρίς επιτυχία. Το ταλέντο της και η επιμονή της να πετύχει όμως δεν την πτόησαν και, έναν χρόνο μετά, το 1975, κατάφερε να υπογράψει στην March Engineering και να μπει επίσημα στην Formula 1.

Σύμφωνα με τον σχεδιαστή του μονοθεσίου, Robin Herd, η Lombardi βρέθηκε εκεί λόγω των αγωνιστικών της ικανοτήτων. Ωστόσο, η παρουσία της στο paddock ήταν αρκετή ώστε να συγκεντρώνει πάνω της (και πάνω στην ομάδα) τα φώτα της δημοσιότητας. Ο στόχος της Lombardi όμως ήταν ξεκάθαρος. Στον πρώτο αγώνα της σεζόν, στην Νότιο Αφρική, έγινε η πρώτη γυναίκα οδηγός μετά την Maria Tereza de Filippis, που κατάφερε να προκριθεί σε Grand Prix.

Το ραντεβού της με την ιστορία όμως θα ερχόταν στον αμέσως επόμενο αγώνα. Το ισπανικό Grand Prix διήρκησε μόλις 23 γύρους, όταν η πίσω αεροτομή του Rolf Stommelen έσπασε, σηκώνοντας το μονοθέσιό του στον αέρα και πετώντας το στις μπαριέρες, σκοτώνοντας πέντε θεατές. Παρότι ο αγώνας συνεχίστηκε για άλλους 4 γύρους, τελικά διακόπηκε, βραβεύοντας τους οδηγούς με τους μισούς πόντους.

Η Lombardi τερμάτισε στην 6η θέση, κερδίζοντας μισό βαθμό και, ως αποτέλεσμα, έγινε η πρώτη και μέχρι σήμερα η μοναδική γυναίκα στην ιστορία της Formula 1 που κατάφερε να σκοράρει πόντους. Ωστόσο, εξαιτίας των τραγικών συμβάντων εκείνης της ημέρας, το επίτευγμά της επισκιάστηκε. Η ίδια έχει δηλώσει σχετικά με την επιτυχία της: «Δεν νομίζω ότι συνειδητοποίησα πως ήμουν η πρώτη γυναίκα που κέρδισε βαθμούς πρωταθλήματος. Δεν με απασχολούν τέτοια πράγματα. Θεωρώ πως είμαι εξίσου ανταγωνιστική όπως κάθε άλλος άντρας».

Στους υπόλοιπους αγώνες της σεζόν σημείωσε κι άλλες επιτυχίες, με αποκορύφωμα το Γερμανικό Grand Prix, στην πίστα του Nurburgring, όπου τερμάτισε στην 7η θέση παρά ένα κλατάρισμα ελαστικού. Στο Grand Prix των Ηνωμένων Πολιτειών θα αγωνιζόταν με την Williams, ωστόσο δεν κατάφερε να εκκινήσει τον αγώνα λόγω βλάβης στο σύστημα ανάφλεξης.

Το 1976, η Lombardi παρέμεινε στην March Engineering, όμως μετά από δύο αγώνες, αντικαταστάθηκε από τον Ronnie Peterson. Συμμετείχε συνολικά σε 12 Grand Prix στη Formula 1, ενώ δεν σταμάτησε να αγωνίζεται σε διάφορες διοργανώσεις, όπως στο Le Mans και το NASCAR. Αποσύρθηκε το 1988, γνωρίζοντας πως είχε καρκίνο του μαστού. Αυτή ήταν και η αιτία που έφυγε από τη ζωή, το 1992, σε ηλικία μόλις 50 χρονών.

Η Lella Lombardi ήταν επαγγελματίας και σκληρός άνθρωπος. Δούλευε πολύ εντατικά. Είχε το πάθος για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Ακόμα και όταν ο κόσμος βρισκόταν απέναντί της, αμφιβάλλοντας αν θα τα καταφέρει σε έναν βαριά ανδροκρατούμενο χώρο, η ίδια πίστεψε στις δυνάμεις της και τους διέψευσε. Το ταλέντο της, η ταχύτητά της, αλλά κυρίως η αποφασιστικότητά της να διαπρέψει, την έκαναν σύμβολο για πολλές γυναίκες οδηγούς. Ένα σύμβολο, το οποίο καταρρίπτει τα στερεότυπα.