Κάλπες στην Ισπανία: Το φιάσκο της κεντροαριστεράς και η επέλαση της ακροδεξιάς
Σε τροχιά ακυβερνησίας παρέμεινε η Ισπανία μετά τις πρόωρες κάλπες που στήθηκαν την Κυριακή, τις δεύτερες κάλπες εντός του 2019. Οι Σοσιαλιστές (PSOE) του Πέδρο Σάντσεθ παρέμειναν πρώτο κόμμα, αλλά έχασαν έδρες. Ακόμα χειρότερο ήταν το αποτέλεσμα για τους Podemos (UP) του Πάμπλο Ιγκλέσιας, που επίσης έχασαν έδαφος και έμειναν στην τέταρτη θέση.
Στον αντίποδα το Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) σημείωσε μεγάλη άνοδο, ενώ καταποντίστηκε το φιλελεύθερο κόμμα Ciudadanos.
Χωρίς αμφιβολία, οι μεγάλοι νικητές των εκλογών ήταν το ακροδεξιό κόμμα VOX, το οποίο έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας με διπλάσιο αριθμό εδρών σε σχέση με τις κάλπες του Απριλίου.
Το αποτέλεσμα κάνει ακόμα πιο δύσκολο το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, αφού κανένα από τα δύο μεγάλα μπλοκ -κεντροαριστερά ή κεντροδεξιά- δεν συγκεντρώνει τον απαραίτητο αριθμό εδρών.
Με την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή να είναι οι 176 έδρες, η κεντροαριστερά (PSOE, Podemos και Mas Pais) συγκεντρώνει 158 έδρες, ενώ η κεντροδεξιά με την άκρα δεξιά (PP, Ciudadanos, VOX) 152 έδρες. Ιδιαίτερα ενισχυμένα στη νέα Βουλή και τα αποσχιστικά κόμματα της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων.
Σε αριθμούς ψήφων αποτυπώνεται το φιάσκο της κεντροαριστεράς: Το PSOE έχασε 728.000 ψήφους, οι Podemos έχασαν 636.000. To Λαϊκό Κόμμα κέρδισε 662.000 και το VOX εκτινάχθηκε με 962.000 νέους ψηφοφόρους. Οι Ciudadanos καταποντίστηκαν: Έχασαν 2,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους.
Στην εικόνα οι έδρες των κομμάτων (μετά την κάλπη της Κυριακής) και στο κάτω μέρος οι έδρες στην κάλπη του Απριλίου:
Ουσιαστικά για να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση απαιτείται η στήριξη των περιφερειακών κομμάτων -Βάσκων και Καταλανών- με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική ζωή της χώρας.
Η κεντροαριστερά με τους Πέδρο Σάντσεθ και Πάμπλο Ιγκλέσιας έχασαν τη μεγάλη ευκαιρία να σχηματίσουν κυβέρνηση τον Ιούλιο και τώρα η δυνατότητα να το πετύχουν μοιάζει σχεδόν αδύνατη, Τον Ιούλιο οι δύο εταίροι τα έσπασαν, διότι δεν τα βρήκαν στις «καρέκλες».
Οι Podemos απέρριψαν τη μία θέση αντιπροέδρου και τρία υπουργεία, ενώ στο PSOE επικράτησε η άποψη ότι δεν χρειάζεται να κάνουν καλύτερη προσφορά. Στο επιτελείο του πρωθυπουργού υπολόγισαν ότι αν πήγαιναν σε νέες κάλπες, θα λειτουργούσε ο φόβος της ακυβερνησίας και οι σοσιαλιστές θα ενισχύονταν, ώστε να μην χρειαστεί ούτε καν κυβερνητικός εταίρος.
Στην ουσία στο κόμμα του Πέδρο Σάντσεθ πίστεψαν ότι μπορεί να επαναληφθεί το σενάριο του 2016, όταν στις δεύτερες (τότε) εκλογές ενισχύθηκε το Λαϊκό Κόμμα υπό τον Μαριάνο Ραχόι και σχημάτισε κυβέρνηση.
Αλλά οι ψηφοφόροι είχαν άλλη άποψη.
Ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα της Ισπανίας απέτυχε να δει τη μεγάλη εικόνα: Να εκτιμήσει την άνοδο της ακροδεξιάς για τους ίδιους λόγους που έχει εμφανιστεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης (μεταναστευτικό, ισλάμ, αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος), αλλά και για έναν παραπάνω: το καταλανικό πρόβλημα που τόνωσε το αίσθημα της «ισπανικότητας» σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας.
Το μόνο «θετικό» της όλης υπόθεσης είναι ότι δύσκολα θα μπορούσε η χώρα να πάει και σε νέες πρόωρες κάλπες. Αν και τίποτα πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί σε αυτό το νέο πολιτικό τοπίο της Ισπανίας...
Στον αντίποδα το Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) σημείωσε μεγάλη άνοδο, ενώ καταποντίστηκε το φιλελεύθερο κόμμα Ciudadanos.
Χωρίς αμφιβολία, οι μεγάλοι νικητές των εκλογών ήταν το ακροδεξιό κόμμα VOX, το οποίο έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας με διπλάσιο αριθμό εδρών σε σχέση με τις κάλπες του Απριλίου.
Το αποτέλεσμα κάνει ακόμα πιο δύσκολο το σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης, αφού κανένα από τα δύο μεγάλα μπλοκ -κεντροαριστερά ή κεντροδεξιά- δεν συγκεντρώνει τον απαραίτητο αριθμό εδρών.
Με την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή να είναι οι 176 έδρες, η κεντροαριστερά (PSOE, Podemos και Mas Pais) συγκεντρώνει 158 έδρες, ενώ η κεντροδεξιά με την άκρα δεξιά (PP, Ciudadanos, VOX) 152 έδρες. Ιδιαίτερα ενισχυμένα στη νέα Βουλή και τα αποσχιστικά κόμματα της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων.
Σε αριθμούς ψήφων αποτυπώνεται το φιάσκο της κεντροαριστεράς: Το PSOE έχασε 728.000 ψήφους, οι Podemos έχασαν 636.000. To Λαϊκό Κόμμα κέρδισε 662.000 και το VOX εκτινάχθηκε με 962.000 νέους ψηφοφόρους. Οι Ciudadanos καταποντίστηκαν: Έχασαν 2,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους.
Στην εικόνα οι έδρες των κομμάτων (μετά την κάλπη της Κυριακής) και στο κάτω μέρος οι έδρες στην κάλπη του Απριλίου:
Ουσιαστικά για να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση απαιτείται η στήριξη των περιφερειακών κομμάτων -Βάσκων και Καταλανών- με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική ζωή της χώρας.
Η κεντροαριστερά με τους Πέδρο Σάντσεθ και Πάμπλο Ιγκλέσιας έχασαν τη μεγάλη ευκαιρία να σχηματίσουν κυβέρνηση τον Ιούλιο και τώρα η δυνατότητα να το πετύχουν μοιάζει σχεδόν αδύνατη, Τον Ιούλιο οι δύο εταίροι τα έσπασαν, διότι δεν τα βρήκαν στις «καρέκλες».
Οι Podemos απέρριψαν τη μία θέση αντιπροέδρου και τρία υπουργεία, ενώ στο PSOE επικράτησε η άποψη ότι δεν χρειάζεται να κάνουν καλύτερη προσφορά. Στο επιτελείο του πρωθυπουργού υπολόγισαν ότι αν πήγαιναν σε νέες κάλπες, θα λειτουργούσε ο φόβος της ακυβερνησίας και οι σοσιαλιστές θα ενισχύονταν, ώστε να μην χρειαστεί ούτε καν κυβερνητικός εταίρος.
Στην ουσία στο κόμμα του Πέδρο Σάντσεθ πίστεψαν ότι μπορεί να επαναληφθεί το σενάριο του 2016, όταν στις δεύτερες (τότε) εκλογές ενισχύθηκε το Λαϊκό Κόμμα υπό τον Μαριάνο Ραχόι και σχημάτισε κυβέρνηση.
Αλλά οι ψηφοφόροι είχαν άλλη άποψη.
Ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα της Ισπανίας απέτυχε να δει τη μεγάλη εικόνα: Να εκτιμήσει την άνοδο της ακροδεξιάς για τους ίδιους λόγους που έχει εμφανιστεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης (μεταναστευτικό, ισλάμ, αναξιοπιστία του πολιτικού συστήματος), αλλά και για έναν παραπάνω: το καταλανικό πρόβλημα που τόνωσε το αίσθημα της «ισπανικότητας» σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας.
Το μόνο «θετικό» της όλης υπόθεσης είναι ότι δύσκολα θα μπορούσε η χώρα να πάει και σε νέες πρόωρες κάλπες. Αν και τίποτα πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί σε αυτό το νέο πολιτικό τοπίο της Ισπανίας...