Αμφιβολίες για το κατά πόσον πραγματικά αξίζει η συμφωνία της Τουρκίας με τη Λιβύη για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων εγείρει η Sueddeutsche Zeitung.

«Η πρωτεύουσα της Λιβύης και η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φαγιέζ Αλ Σαράτζ τελούν υπό πολιορκία από τα στρατεύματα του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ, που έχει την υποστήριξη της Μόσχας. Η Τουρκία προσφέρθηκε να στείλει και στρατιωτική βοήθεια στην κυβέρνηση της Τρίπολης, αλλά “μια ήττα της κυβέρνησης από τον Χαφτάρ θα ήταν ήττα και για την Τουρκία”, γράφει η Hürriyet. Σε τελική ανάλυση η Λιβύη είναι αυτή τη στιγμή ο μοναδικός σύμμαχος της Άγκυρας στη Μεσόγειο».

Σε άλλο της άρθρο αναφορικά με τη μεταφορά drone στο βόρειο τμήμα της Κύπρου η εφημερίδα του Μονάχου αναφέρει: «Μοιάζουν με αεροπλάνα, αλλά δεν χρειάζονται πιλότο. Η Τουρκία αφήνει τώρα drone να πετάξουν πάνω από τη Μεσόγειο, κοντά στην Κύπρο. Λέγεται ότι θα υποβοηθούν τα τουρκικά πλοία στην αναζήτηση φυσικού αερίου (…)

Έτσι θα πρέπει να αναμένεται αύξηση της έντασης στη Μεσόγειο, ειδικά μετά την άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων την περασμένη εβδομάδα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, το οποίο ίσχυσε για την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή το ελληνικό τμήμα του νησιού, από το 1987. Το εμπάργκο επιβλήθηκε πριν από 32 χρόνια για να εμποδιστεί ένας ανταγωνισμός των εξοπλισμών στο διαιρεμένο από το 1974 νησί και για να διευκολυνθεί η επανένωσή του. Ωστόσο όλα τα ειρηνευτικά σχέδια για την Κύπρο απέτυχαν». Όπως παρατηρεί όμως η εφημερίδα, η άρση του εμπάργκο δεν συνδέεται με τα παραπάνω αλλά «τα μέτρα αυτά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και τελικά πρόκειται για μια τιμωρία της Τουρκίας».

Ο λόγος είναι, όπως σημειώνει η SZ, η αγορά από την Τουρκία ρωσικών S-400, «οι οποίοι δεν είναι συμβατοί με τα οπλικά συστήματα του ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ φοβούνται ότι η Ρωσία θα μπορούσε να κατασκοπεύει αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη μέσω του ευαίσθητου ραντάρ των πυραύλων. Ως εκ τούτου, η Βουλή των Αντιπροσώπων απειλεί την Άγκυρα με οικονομικές κυρώσεις, τις οποίες και ο Τραμπ θα έπρεπε να επικυρώσει». Στην ανάλυσή της η SZ συμπληρώνει ότι «η Τουρκία βρίσκεται σήμερα σε οικονομική κρίση και οι αμερικανικές κυρώσεις θα μπορούσαν να επιδεινώσουν σημαντικά την κατάσταση. Ως αντίποινα ο πρόεδρος Ερντογάν απειλεί τώρα με κλείσιμο της τουρκικής αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ που χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ και τον σταθμό ραντάρ στο Κιούρετσικ».

Στις απειλές Ερντογάν για το κλείσιμο της βάσης του Ιντσιρλίκ αναφέρεται στο πρωτοσέλιδό της και η Frankfurter Allgemeine Zeitung σημειώνοντας ότι «ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν ανεβάζει τον τόνο έναντι της Ουάσιγκτον απειλώντας ότι θα εμποδίσει τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ».

Η FAZ βλέπει τις απειλές Ερντογάν ως «απάντηση στη διπλή ψήφο της Γερουσίας των ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα. Η Γερουσία αναγνώρισε με ψήφισμα τη Γενοκτονία των Αρμενίων και μια επιτροπή της ζήτησε κυρώσεις για την εισβολή στη βόρεια Συρία». Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, που επικαλείται η FAΖ, «δείχνουν ότι οι ΗΠΑ αποσύρουν στρατιωτικό εξοπλισμό από τη βάση του Ιντσιρλίκ ως προληπτικό μέτρο». Όπως υπενθυμίζει η FAZ «η Τουρκία είχε εμποδίσει τις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν τη βάση αυτή και από το 1975 ως το 1978» και σημειώνει ότι από εκεί «αμερικανικά αεροσκάφη πετούν για αποστολές εναντίον της τρομοκρατικής οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και το Ιράκ. Από το 2001 το Πεντάγωνο χρησιμοποιούσε τη βάση και για επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν» ενώ και «στρατηγικής σημασίας πυρηνικά όπλα φυλάσσονται επίσης στο Ιντσιρλίκ». Η FAZ επίσης συνδέει τις εξελίξεις αυτές με τη μεταφορά drone στο τουρκοκυπριακό τμήμα της Κύπρου σημειώνοντας ότι «η Τουρκία εγείρει τελευταία αξιώσεις για τμήματα της ανατολικής Μεσογείου σε βάρος της Ελλάδας και την Κύπρου».

Τέλος η ίδια εφημερίδα σε σχόλιό της για τις απειλές Ερντογάν παρατηρεί, όπως αναφέρει η Deutsche Welle: «Εάν ο Ερντογάν πραγματοποιήσει τις απειλές του και αποκλείσει τη βάση του Ιντσιρλίκ στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, τότε οι διμερείς σχέσεις Τουρκίας-HΠΑ θα μπορούσαν να φτάσουν σε νέο ναδίρ. Εξάλλου τίθεται ολοένα περισσότερο και το ζήτημα της αυτοκατανόησης της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ. Nαι, στην Τουρκία δεν αρέσει κοινοβούλια συμμάχων της να αναγνωρίζουν τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Ναι, η Τουρκία θέλει να διαδραματίσει έναν αυτόνομο και προσανατολισμένο στα δικά της συμφέροντα  ρόλο στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο –κι έτσι φέρεται (…) Αλλά με τον τρόπο αυτό μπαίνει σε νέες διενέξεις με το ΝΑΤΟ, μια συμμαχία που τελικά βασίζεται στην αμοιβαία συνδρομή. Η αγορά των ρωσικών συστημάτων S-400 ήταν μια πρόκληση, η απαγόρευση του Ιντσιρλίκ θα ήταν μια προσβολή χωρίς προηγούμενο».