Φίλοι των USA με... δόσεις αντιαμερικανισμού
Είναι ασφαλώς περίεργο πώς σε µια χώρα, η οποία ασφαλώς οφείλει πολλά στην ηγέτιδα δύναµη της ∆ύσης όσον αφορά την παρουσία της στις χώρες του ελεύθερου κόσµου, διαπιστώνεται ότι σε τακτά χρονικά διαστήµατα κυοφορείται ένα αίσθηµα αντιαµερικανισµού.
Ακόµη και ο λεγόµενος δεξιός Τύπος έχει κρατήσει, κατά καιρούς, µια κριτική -ενίοτε δε και επικριτική- στάση, κάτι που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν. Η τελευταία φορά που τα αισθήµατα αυτά είχαν εκφραστεί ήταν τον Νοέµβριο του 1999, κατά την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον στη χώρα µας - αισθήµατα µάλλον αδιαφορίας, διότι βεβαίως δεν αναφερόµαστε στις τότε αντιδράσεις κάποιων αντιεξουσιαστών και της Αριστεράς.
Ωστόσο, και µερικά χρόνια αργότερα, τα όσα συνέβησαν στα Βαλκάνια «υποδαύλισαν» τότε την κριτική στάση του Ελληνα πολίτη απέναντι στις Ηνωµένες Πολιτείες, δεδοµένου ότι απέδιδαν στην πολιτική τους την ανάφλεξη της εποχής εκείνης στη γειτονιά µας.
Οι ελληνοαµερικανικές σχέσεις θα µπορούσε να πει κανείς ότι ξεκινούν το 1837, όταν οι Ηνωµένες Πολιτείες αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Συσφίγγονται όµως µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, όταν η χώρα µας περνάει από τη βρετανική επιρροή -λόγω οικονοµικής αδυναµίας της Μ. Βρετανίας- στην επιρροή των Ηνωµένων Πολιτειών.
Η Ελλάδα σπαράσσεται από τον Εµφύλιο (1946-1949) και τότε, προκειµένου να αποτραπεί το πέρασµά της στο κοµµουνιστικό µπλοκ, ανακοινώνεται το ∆όγµα Τρούµαν. Είναι η πολιτική του τότε Αµερικανού προέδρου, σύµφωνα µε την οποία θα χορηγείτο οικονοµική και στρατιωτική βοήθεια στις χώρες που θα αντιστέκονταν στον κοµµουνισµό και η οποία υλοποιήθηκε, όσον αφορά στη χώρα µας, µε το Σχέδιο Μάρσαλ.
Η συνέχεια της αµερικανικής επιρροής γράφτηκε µε την ένταξη τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας στη στρατιωτική συµµαχία του ΝΑΤΟ, που εγγυάται µεν την προστασία τους απέναντι στο σοβιετικό µπλοκ, αλλά, όπως έχουµε βιώσει ως χώρα, όχι και όταν απειλούµαστε από άλλο κράτος-µέλος!
Οι ιδιαίτερες σχέσεις της Ελλάδας µε τις ΗΠΑ σφραγίστηκαν το 1953, µε την υπογραφή του πρώτου Συµφώνου Αµυντικής Συνεργασίας µεταξύ των δύο χωρών. Η σχετική συµφωνία προέβλεπε την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στη χώρα µας, µε κύρια αυτήν της Σούδας, στην Κρήτη, ένα πλωτό «αεροπλανοφόρο» για τους Αµερικανούς, από το οποίο µπορούν να ελέγχουν την Ανατολική Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο, την Ερυθρά Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή.
Οι Ελληνες πολιτικοί πολύ ορθά διείδαν ότι το συµφέρον της χώρας ήταν σε αυτό που επιγραµµατικά είχε πει αρκετά αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, δηλαδή «Ανήκοµεν εις την ∆ύσιν» - και προφανώς υπό την αµερικανική οµπρέλα. Εντούτοις, οι διαπροσωπικές σχέσεις των Ελλήνων ηγετών µε την Ουάσινγκτον, ειδικώς τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, µε την έντονη τουρκική επιθετικότητα, είχαν πολλές διακυµάνσεις.
Από την άλλη πλευρά, δεν παραγνωρίζονται συγκεκριµένες αποτρεπτικές αµερικανικές παρεµβάσεις, ενίοτε και µε ανταλλάγµατα, όπως λ.χ.: (α) Το 1964, που είχαµε την επιστολή Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ισµέτ Ινονού. Η επιστολή αυτή απέτρεψε την τελευταία στιγµή µια τουρκική εισβολή στην Κύπρο. (β) Το 1967, όταν ο Αµερικανός προεδρικός εκπρόσωπος Σάιρους Βανς αποµάκρυνε το ενδεχόµενο πολέµου, απαιτώντας όµως την αποµάκρυνση της ελληνικής µεραρχίας από την Κύπρο. (γ) Το καλοκαίρι του 1976, όταν οι αµερικανικές παρεµβάσεις απέτρεψαν πολεµικές ενέργειες εις βάρος του «Σισµίκ» στο Αιγαίο.
Αποχαρακτηρισθέντα αρχεία των Ηνωµένων Πολιτειών για την περίοδο 1977-1980 αποκάλυπταν τη δυσθυµία του Κωνσταντίνου Καραµανλή για τη στάση που είχε κρατήσει η κυβέρνηση του Τζίµι Κάρτερ όσον αφορά τα Ελληνοτουρκικά και τις ελληνικές θέσεις απέναντι στις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Από τα έγγραφα των αρχείων προέκυπτε επίσης η ένταση στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις µετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ως αντίδραση στην εισβολή εκείνη, που δεν την απέτρεψαν οι Αµερικανοί, ο Κωνσταντίνος Καραµανλής έβγαλε προσωρινά τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Από τη διαρροή των εγγράφων του Wikileaks (που είχαν δηµοσιευθεί στα «Νέα») προέκυπταν συγκεκριµένες απόψεις των ΗΠΑ για τους Α. Παπανδρέου, Κ. Καραµανλή και Κ. Μητσοτάκη. Μία εβδοµάδα µετά την επιστροφή του Κ. Καραµανλή στην Ελλάδα, οι Αµερικανοί σε τηλεγράφηµά τους, σχολιάζοντας τη δηµοτικότητα του Ελληνα πρωθυπουργού, τον συνέκριναν µε τον Τζον Κένεντι. Σε άλλο τηλεγράφηµα γίνεται λόγος για την επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον τον Μάρτιο του 1973, όταν προσπαθούσε να πείσει τους Αµερικανούς ότι ο Κ. Καραµανλής αποτελούσε τη µόνη αξιόπιστη λύση.
Ο Κιούµπις χαρακτηρίζει τον Κ. Μητσοτάκη δηµοφιλή πολιτικό, µε µεγάλη αυτοπεποίθηση, «ασυνήθιστα αξιόλογο, παρότι είναι αµφιλεγόµενος». Οσο καλή άποψη είχε ο Αµερικανός πρεσβευτής για τους Μητσοτάκη-Καραµανλή, τόσο κακή φαίνεται πως είχε για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Τον περιέγραφε ως «πολιτικό που θυµίζει περισσότερο υποψήφιο για εκπρόσωπο φοιτητών στο Μπέρκλεϊ και που ξιφουλκεί κατά των ΗΠΑ και της οικονοµικής ολιγαρχίας».
Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ
Μετά την κρίση του Κυπριακού και την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η αµέσως µεγαλύτερη ελληνοτουρκική κρίση ήταν εκείνη των Ιµίων. Ο τότε Αµερικανός πρόεδρος, Μπιλ Κλίντον, επιφόρτισε τον Ρίτσαρντ Χόλµπρουκ να επικοινωνήσει µε τον Κ. Σηµίτη και την τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ, και να τους δεσµεύσει µε την απόσυρση των δυνάµεών τους και την υποστολή από τα Ιµια των σηµαιών των δύο χωρών. Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να θέσει η Τουρκία θέµα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, αµφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε αρκετά νησιά. Τον 21ο αιώνα είχαµε δύο σηµαντικές αντιθέσεις µεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ.
Η πρώτη µε το Σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό, που ευνοούσαν οι Ηνωµένες Πολιτείες, και η δεύτερη µε την άρνηση της Ελλάδας να δεχθεί την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ αν δεν επιλυόταν προηγουµένως το θέµα της ονοµασίας του γειτονικού κράτους. Το Σχέδιο βεβαίως απορρίφθηκε µε το δηµοψήφισµα των Κυπρίων, αλλά και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Καραµανλή, που συνέπλεε µε τις θέσεις του τότε Κύπριου Προέδρου, Τάσσου Παπαδόπουλου, ήταν µάλλον αρνητική.
Στο ∆ιάγγελµα Καραµανλή για το Σχέδιο Ανάν επισηµαινόταν µε ιδιαίτερο νόηµα ότι «δεν θα εξυπηρετούσε ούτε την ελεύθερη έκφραση της γνώµης του κυπριακού λαού ούτε την εθνική οµοψυχία η άσκηση πιέσεων µε στόχο τον επηρεασµό της κρίσης του». Τον Απρίλιο του 2008, κατά τη διάρκεια της Συνόδου των Υπουργών του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι και παρά τις πιέσεις της αµερικανικής κυβέρνησης, ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Καραµανλής, είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα αρνούνταν την ένταξη των Σκοπίων στην Ατλαντική Συµµαχία, καθώς δεν είχε εξευρεθεί αµοιβαίως αποδεκτή λύση στο θέµα της ονοµασίας.
Είχε προσθέσει µάλιστα ότι οποιαδήποτε λύση θα έπρεπε να έχει τύχει της έγκρισης του Συµβουλίου Ασφαλείας. Σηµειωτέον ότι την ελληνική αυτή θέση, που είχε δυσαρεστήσει την Ουάσινγκτον, είχαν στηρίξει η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γερµανία. Το «επεισόδιο» αυτό, αλλά και η υπογραφή την ίδια χρονιά συµφωνίας µε τη Ρωσία του Βλαντιµίρ Πούτιν για τη συµµετοχή της Ελλάδας στον υπό κατασκευή αγωγό φυσικού αερίου South Stream, ήσαν δύο γεγονότα που έφεραν απέναντι από την τότε ελληνική κυβέρνηση την Ουάσινγκτον.
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Πάντως, η υπογραφή τον περασµένο Οκτώβριο της νέας, αναβαθµισµένης αµυντικής συµφωνίας µε τις ΗΠΑ αποτελεί µια πρόσθετη εγγύηση για την Ελλάδα. Η συµφωνία περιλαµβάνει:
1. Την αναβάθµιση και επέκταση της βάσης της Σούδας για την εξυπηρέτηση ικανού αριθµού αµερικανικών αεροσκαφών.
2. Το λιµάνι της Αλεξανδρούπολης για ελλιµενισµούς, αλλά και για βάση ελικοπτέρων και ηλεκτρονικού πολέµου. Στην Αλεξανδρούπολη έχει εγκατασταθεί
πλατφόρµα, όπου θα διοχετεύεται µε σκάφη LNG αµερικανικό σχιστολιθικό αέριο και από την πλατφόρµα στον αγωγό TAP. ∆ιά του αγωγού αυτού θα µεταφέρεται το αµερικανικό αέριο στην Ευρώπη.
3. Την αναβάθµιση της θέσης Στεφανοβίκειο στον Βόλο, ώστε να εξυπηρετεί η εκεί βάση αµερικανικά ελικόπτερα.
4. Τη µετεξέλιξη της βάσης στη Λάρισα, έτσι ώστε να εγκαθίστανται εκεί υπερσύγχρονα drones.
Ακόµη και ο λεγόµενος δεξιός Τύπος έχει κρατήσει, κατά καιρούς, µια κριτική -ενίοτε δε και επικριτική- στάση, κάτι που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν. Η τελευταία φορά που τα αισθήµατα αυτά είχαν εκφραστεί ήταν τον Νοέµβριο του 1999, κατά την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον στη χώρα µας - αισθήµατα µάλλον αδιαφορίας, διότι βεβαίως δεν αναφερόµαστε στις τότε αντιδράσεις κάποιων αντιεξουσιαστών και της Αριστεράς.
Ωστόσο, και µερικά χρόνια αργότερα, τα όσα συνέβησαν στα Βαλκάνια «υποδαύλισαν» τότε την κριτική στάση του Ελληνα πολίτη απέναντι στις Ηνωµένες Πολιτείες, δεδοµένου ότι απέδιδαν στην πολιτική τους την ανάφλεξη της εποχής εκείνης στη γειτονιά µας.
Οι ελληνοαµερικανικές σχέσεις θα µπορούσε να πει κανείς ότι ξεκινούν το 1837, όταν οι Ηνωµένες Πολιτείες αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Συσφίγγονται όµως µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, όταν η χώρα µας περνάει από τη βρετανική επιρροή -λόγω οικονοµικής αδυναµίας της Μ. Βρετανίας- στην επιρροή των Ηνωµένων Πολιτειών.
Η Ελλάδα σπαράσσεται από τον Εµφύλιο (1946-1949) και τότε, προκειµένου να αποτραπεί το πέρασµά της στο κοµµουνιστικό µπλοκ, ανακοινώνεται το ∆όγµα Τρούµαν. Είναι η πολιτική του τότε Αµερικανού προέδρου, σύµφωνα µε την οποία θα χορηγείτο οικονοµική και στρατιωτική βοήθεια στις χώρες που θα αντιστέκονταν στον κοµµουνισµό και η οποία υλοποιήθηκε, όσον αφορά στη χώρα µας, µε το Σχέδιο Μάρσαλ.
Η συνέχεια της αµερικανικής επιρροής γράφτηκε µε την ένταξη τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας στη στρατιωτική συµµαχία του ΝΑΤΟ, που εγγυάται µεν την προστασία τους απέναντι στο σοβιετικό µπλοκ, αλλά, όπως έχουµε βιώσει ως χώρα, όχι και όταν απειλούµαστε από άλλο κράτος-µέλος!
Μετά το Σχέδιο Μάρσαλ, η συνέχεια της επιρροής γράφτηκε με την ένταξη τόσο της χώρας μας όσο και της Τουρκίας στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
Οι ιδιαίτερες σχέσεις της Ελλάδας µε τις ΗΠΑ σφραγίστηκαν το 1953, µε την υπογραφή του πρώτου Συµφώνου Αµυντικής Συνεργασίας µεταξύ των δύο χωρών. Η σχετική συµφωνία προέβλεπε την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στη χώρα µας, µε κύρια αυτήν της Σούδας, στην Κρήτη, ένα πλωτό «αεροπλανοφόρο» για τους Αµερικανούς, από το οποίο µπορούν να ελέγχουν την Ανατολική Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο, την Ερυθρά Θάλασσα και τη Μέση Ανατολή.
Οι Ελληνες πολιτικοί πολύ ορθά διείδαν ότι το συµφέρον της χώρας ήταν σε αυτό που επιγραµµατικά είχε πει αρκετά αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, δηλαδή «Ανήκοµεν εις την ∆ύσιν» - και προφανώς υπό την αµερικανική οµπρέλα. Εντούτοις, οι διαπροσωπικές σχέσεις των Ελλήνων ηγετών µε την Ουάσινγκτον, ειδικώς τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, µε την έντονη τουρκική επιθετικότητα, είχαν πολλές διακυµάνσεις.
Από την άλλη πλευρά, δεν παραγνωρίζονται συγκεκριµένες αποτρεπτικές αµερικανικές παρεµβάσεις, ενίοτε και µε ανταλλάγµατα, όπως λ.χ.: (α) Το 1964, που είχαµε την επιστολή Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό, Ισµέτ Ινονού. Η επιστολή αυτή απέτρεψε την τελευταία στιγµή µια τουρκική εισβολή στην Κύπρο. (β) Το 1967, όταν ο Αµερικανός προεδρικός εκπρόσωπος Σάιρους Βανς αποµάκρυνε το ενδεχόµενο πολέµου, απαιτώντας όµως την αποµάκρυνση της ελληνικής µεραρχίας από την Κύπρο. (γ) Το καλοκαίρι του 1976, όταν οι αµερικανικές παρεµβάσεις απέτρεψαν πολεµικές ενέργειες εις βάρος του «Σισµίκ» στο Αιγαίο.
Αποχαρακτηρισθέντα αρχεία των Ηνωµένων Πολιτειών για την περίοδο 1977-1980 αποκάλυπταν τη δυσθυµία του Κωνσταντίνου Καραµανλή για τη στάση που είχε κρατήσει η κυβέρνηση του Τζίµι Κάρτερ όσον αφορά τα Ελληνοτουρκικά και τις ελληνικές θέσεις απέναντι στις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Από τα έγγραφα των αρχείων προέκυπτε επίσης η ένταση στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις µετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ως αντίδραση στην εισβολή εκείνη, που δεν την απέτρεψαν οι Αµερικανοί, ο Κωνσταντίνος Καραµανλής έβγαλε προσωρινά τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Το Κυπριακό και το Σκοπιανό αποτέλεσαν πεδία διαφωνίας και σημαντικών αντιθέσεων μεταξύ των δύο πλευρώνΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΙ
Από τη διαρροή των εγγράφων του Wikileaks (που είχαν δηµοσιευθεί στα «Νέα») προέκυπταν συγκεκριµένες απόψεις των ΗΠΑ για τους Α. Παπανδρέου, Κ. Καραµανλή και Κ. Μητσοτάκη. Μία εβδοµάδα µετά την επιστροφή του Κ. Καραµανλή στην Ελλάδα, οι Αµερικανοί σε τηλεγράφηµά τους, σχολιάζοντας τη δηµοτικότητα του Ελληνα πρωθυπουργού, τον συνέκριναν µε τον Τζον Κένεντι. Σε άλλο τηλεγράφηµα γίνεται λόγος για την επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον τον Μάρτιο του 1973, όταν προσπαθούσε να πείσει τους Αµερικανούς ότι ο Κ. Καραµανλής αποτελούσε τη µόνη αξιόπιστη λύση.
Ο Κιούµπις χαρακτηρίζει τον Κ. Μητσοτάκη δηµοφιλή πολιτικό, µε µεγάλη αυτοπεποίθηση, «ασυνήθιστα αξιόλογο, παρότι είναι αµφιλεγόµενος». Οσο καλή άποψη είχε ο Αµερικανός πρεσβευτής για τους Μητσοτάκη-Καραµανλή, τόσο κακή φαίνεται πως είχε για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Τον περιέγραφε ως «πολιτικό που θυµίζει περισσότερο υποψήφιο για εκπρόσωπο φοιτητών στο Μπέρκλεϊ και που ξιφουλκεί κατά των ΗΠΑ και της οικονοµικής ολιγαρχίας».
Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ
Μετά την κρίση του Κυπριακού και την επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η αµέσως µεγαλύτερη ελληνοτουρκική κρίση ήταν εκείνη των Ιµίων. Ο τότε Αµερικανός πρόεδρος, Μπιλ Κλίντον, επιφόρτισε τον Ρίτσαρντ Χόλµπρουκ να επικοινωνήσει µε τον Κ. Σηµίτη και την τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας, Τανσού Τσιλέρ, και να τους δεσµεύσει µε την απόσυρση των δυνάµεών τους και την υποστολή από τα Ιµια των σηµαιών των δύο χωρών. Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να θέσει η Τουρκία θέµα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, αµφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε αρκετά νησιά. Τον 21ο αιώνα είχαµε δύο σηµαντικές αντιθέσεις µεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ.
Η πρώτη µε το Σχέδιο Ανάν για το Κυπριακό, που ευνοούσαν οι Ηνωµένες Πολιτείες, και η δεύτερη µε την άρνηση της Ελλάδας να δεχθεί την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ αν δεν επιλυόταν προηγουµένως το θέµα της ονοµασίας του γειτονικού κράτους. Το Σχέδιο βεβαίως απορρίφθηκε µε το δηµοψήφισµα των Κυπρίων, αλλά και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης του Κώστα Καραµανλή, που συνέπλεε µε τις θέσεις του τότε Κύπριου Προέδρου, Τάσσου Παπαδόπουλου, ήταν µάλλον αρνητική.
Στο ∆ιάγγελµα Καραµανλή για το Σχέδιο Ανάν επισηµαινόταν µε ιδιαίτερο νόηµα ότι «δεν θα εξυπηρετούσε ούτε την ελεύθερη έκφραση της γνώµης του κυπριακού λαού ούτε την εθνική οµοψυχία η άσκηση πιέσεων µε στόχο τον επηρεασµό της κρίσης του». Τον Απρίλιο του 2008, κατά τη διάρκεια της Συνόδου των Υπουργών του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι και παρά τις πιέσεις της αµερικανικής κυβέρνησης, ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Καραµανλής, είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα αρνούνταν την ένταξη των Σκοπίων στην Ατλαντική Συµµαχία, καθώς δεν είχε εξευρεθεί αµοιβαίως αποδεκτή λύση στο θέµα της ονοµασίας.
Είχε προσθέσει µάλιστα ότι οποιαδήποτε λύση θα έπρεπε να έχει τύχει της έγκρισης του Συµβουλίου Ασφαλείας. Σηµειωτέον ότι την ελληνική αυτή θέση, που είχε δυσαρεστήσει την Ουάσινγκτον, είχαν στηρίξει η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Γερµανία. Το «επεισόδιο» αυτό, αλλά και η υπογραφή την ίδια χρονιά συµφωνίας µε τη Ρωσία του Βλαντιµίρ Πούτιν για τη συµµετοχή της Ελλάδας στον υπό κατασκευή αγωγό φυσικού αερίου South Stream, ήσαν δύο γεγονότα που έφεραν απέναντι από την τότε ελληνική κυβέρνηση την Ουάσινγκτον.
ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Πάντως, η υπογραφή τον περασµένο Οκτώβριο της νέας, αναβαθµισµένης αµυντικής συµφωνίας µε τις ΗΠΑ αποτελεί µια πρόσθετη εγγύηση για την Ελλάδα. Η συµφωνία περιλαµβάνει:
1. Την αναβάθµιση και επέκταση της βάσης της Σούδας για την εξυπηρέτηση ικανού αριθµού αµερικανικών αεροσκαφών.
2. Το λιµάνι της Αλεξανδρούπολης για ελλιµενισµούς, αλλά και για βάση ελικοπτέρων και ηλεκτρονικού πολέµου. Στην Αλεξανδρούπολη έχει εγκατασταθεί
πλατφόρµα, όπου θα διοχετεύεται µε σκάφη LNG αµερικανικό σχιστολιθικό αέριο και από την πλατφόρµα στον αγωγό TAP. ∆ιά του αγωγού αυτού θα µεταφέρεται το αµερικανικό αέριο στην Ευρώπη.
3. Την αναβάθµιση της θέσης Στεφανοβίκειο στον Βόλο, ώστε να εξυπηρετεί η εκεί βάση αµερικανικά ελικόπτερα.
4. Τη µετεξέλιξη της βάσης στη Λάρισα, έτσι ώστε να εγκαθίστανται εκεί υπερσύγχρονα drones.