Ώρα «impeachment»: Ξεκινά στη Γερουσία η δίκη του Ντόναλντ Τραμπ
Στις 7 το απόγευμα της Τρίτης (ώρα Ελλάδος) ξεκινά στη Γερουσία η δίκη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για την υπόθεση της Ουκρανίας. Ο νυν ένοικος του Λευκού Οίκου έγινε ο τρίτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που δικάζεται με το ερώτημα της καθαίρεσης.
Ποτέ βέβαια δεν έχει καθαιρεθεί πρόεδρος και όλα δείχνουν ότι η «παράδοση» αυτή θα τηρηθεί, αφού για την καθαίρεση απαιτούνται τα 2/3 του Σώματος. Τα «κουκιά» δεν βγαίνουν, δεδομένου ότι στο Σώμα η πλειοψηφία είναι στους Ρεπουμπλικάνους: 53 έναντι 47. Σημειώνεται δε ότι με 51 ψήφους οι Ρεπουμπλικάνοι μπορούν απλά να αποφασίσουν να λήξουν την υπόθεση όποτε επιθυμούν.
Ο πρόεδρος Τραμπ αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι παράβαση καθήκοντος. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ζήτησε τη βοήθεια ξένου ηγέτη, του προέδρου της Ουκρανίας, σε «άπλυτα» για τον Τζο Μπάιντεν και τον υιό του. Ο Χάντερ Μπάιντεν δραστηριοποιείτο στο παρελθόν στην Ουκρανία ως σύμβουλος σε εταιρεία ενέργειας. Αυτή η εταιρεία είχε βρεθεί στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης και ο Τραμπ ζητούσε από τον Ουκρανό ομόλογό του να γίνει νέα έρευνα, ώστε το θέμα να έρθει και πάλι στην επικαιρότητα. Και μέχρι να εξασφαλίσει αυτό που ήθελε, έδωσε εντολή να μην εκταμιευθεί στο Κίεβο προγραμματισμένη στρατιωτική βοήθεια.
Γιατί όλη αυτή η μανία με τον Μπάιντεν; Διότι εκτιμούσε ότι ο Μπάιντεν θα είναι ο αντίπαλός του στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Και ο συγκεκριμένος πολιτικός -όπως προβλέπουν οι δημοσκόποι- μπορεί να τον κερδίσει.
Η δεύτερη κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Τραμπ είναι ότι παρεμπόδισε το Κογκρέσο -τη Νομοθετική Εξουσία- στην έρευνα της υπόθεσης.
Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος παραπέμφθηκε με τις ψήφους των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ουδείς από το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων πείστηκε από τη διαδικασία να ψηφίσει υπέρ. Αντίθετα, τρεις βουλευτές των Δημοκρατικών ψήφισαν κατά της παραπομπής ή «παρών».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση για την οποία ξεκίνησε το «impeachment» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την έρευνα για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016 και τις περίεργες σχέσεις του επιτελείου του Τραμπ με τη Ρωσία. Εκείνη η υπόθεση έκλεισε με τον Τραμπ να πανηγυρίζει ότι δικαιώθηκε.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επαναλαμβάνει σχεδόν μονότονα ότι πρόκειται για «κυνήγι μαγισσών» και ότι οι Δημοκρατικοί (αν όχι το ίδιο το Κογκρέσο) θα έπρεπε να ερευνά την υπόθεση με τις δουλειές που είχε στην Ουκρανία ο υιός Μπάιντεν.
Τα πρόσωπα-«κλειδιά» σε αυτή την υπόθεση είναι δύο. Ο 78χρονος Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Μιτς ΜακΚόνελ, επικεφαλής της πλεοψηφίας στο Σώμα, και ο Δημοκρατικός Τσακ Σούμερ, επικεφαλής της μειοψηφίας.
Ο ΜακΚόνελ είναι κάτι σαν τον «διάβολο» για τους Δημοκρατικούς. Ο βετεράνος της αμερικανικής πολιτικής ζωής είχε γίνει εφιάλτης για τον τέως πρόεδρο Ομπάμα, αφού -μεταξύ άλλων- εμπόδισε με λυσσαλέο τρόπο το διορισμό του δικαστή που είχε επιλέξει ο Ομπάμα για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Ήταν το 2016, όταν πέθανε o δικαστής Άντονιν Σκάλια και ο πρόεδρος -όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα- ανέλαβε να προτείνει τον αντικαταστάτη του.
Η ημερομηνία όμως του διορισμού δεν ήταν μακριά από τις προεδρικές εκλογές, οπότε οι Ρεπουμπλικάνοι σκέφτηκαν να σαμποτάρουν τη διαδικασία, ώστε σε περίπτωση που ο Τραμπ κερδίσει την Χίλαρι Κλίντον να διορίσει εκείνος τον δικαστή.
Ο διορισμός ενός δικαστή έχει τεράστια σημασία. Τα πρόσωπα στο Ανώτατο Δικαστήριο παραμένουν έως ότου λήξει ο βιολογικός κύκλος της ζωής τους... Ένας διορισμός μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς για δεκαετίες, αφού η ζυγαριά -ανάλογα με τον πρόεδρο- γέρνει σε πιο συντηρητικές ή προοδευτικές θέσεις. Και να σκεφτεί κανείς ότι πολλές αποφάσεις του δικαστηρίου κρίνονται για μία ψήφο.
Χάρη στον ΜακΚόνελ και τη μαεστρία του, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν το στόχο τους. Ο νέος δικαστής διορίστηκε από τον Τραμπ. Με επεισοδιακό τρόπο, αλλά διορίστηκε.
Ο ΜακΚόνελ θα έχει και τον πρώτο λόγο στην όλη διαδικασία και ο στόχος είναι να τελειώσει η δίκη όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κατά προτίμηση, μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου, όταν ο Τραμπ θα απευθυνθεί στο Κογκρέσο για την «Κατάσταση του Έθνους».
Τη διαδικασία θα φέρει εις πέρας ο επικεφαλής δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Τζον Ρόμπερτς. Συντηρητικός και διορισμένος από τον πρώην πρόεδρο Μπους το 2005, ο Ρόμπερτς θα δώσει εξετάσεις για την αντικειμενικότητά του.
Απέναντι του θα βρεθούν οι Δημοκρατικοί των Επιτροπών που παρέπεμψαν τον Τραμπ, Άνταμ Σιφ και Τζέρι Νάντλερ, οι οποίοι θα επιχειρηματολογήσουν υπέρ της καθαίρεσης. Αμφότεροι έχουν «ακούσει» τα μύρια όσα από τον Τραμπ, κυρίως μέσω Twitter.
Στο νομικό επιτελείο του προέδρου που θα αναπτύξουν τη δική τους επιχειρηματολογία υπάρχουν δικηγόροι-αστέρες των ΗΠΑ με πολύκροτες υποθέσεις στην πλάτη τους. Όπως ο 81χρονος Άλαν Ντέρσοβιτς που κάποτε είχε πελάτη τον O. J. Simpson και τον Τζέφρι Έπσταιν. Ο τελευταίος αυτοκτόνησε στη φυλακή το 2019, εν αναμονή δίκης για σεξουλική κακοποίηση ανήλικων κοριτσιών.
Επίσης στο πλευρό του Τραμπ είναι ο νομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Πατ Τσιπολόνε, ο προσωπικός δικηγόρος του, Τζέι Σέκουλοου, αλλά και ο Κένεθ Σταρ. Ο Σταρ έγινε παγκοσμίως γνωστός τη δεκαετία του 1990, καθώς ήταν επικεφαλής των ερευνών που οδήγησαν στο «impeachment» του Μπιλ Κλίντον για την υπόθεση Λεβίνσκι.
Ποτέ βέβαια δεν έχει καθαιρεθεί πρόεδρος και όλα δείχνουν ότι η «παράδοση» αυτή θα τηρηθεί, αφού για την καθαίρεση απαιτούνται τα 2/3 του Σώματος. Τα «κουκιά» δεν βγαίνουν, δεδομένου ότι στο Σώμα η πλειοψηφία είναι στους Ρεπουμπλικάνους: 53 έναντι 47. Σημειώνεται δε ότι με 51 ψήφους οι Ρεπουμπλικάνοι μπορούν απλά να αποφασίσουν να λήξουν την υπόθεση όποτε επιθυμούν.
Ο πρόεδρος Τραμπ αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι παράβαση καθήκοντος. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ζήτησε τη βοήθεια ξένου ηγέτη, του προέδρου της Ουκρανίας, σε «άπλυτα» για τον Τζο Μπάιντεν και τον υιό του. Ο Χάντερ Μπάιντεν δραστηριοποιείτο στο παρελθόν στην Ουκρανία ως σύμβουλος σε εταιρεία ενέργειας. Αυτή η εταιρεία είχε βρεθεί στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης και ο Τραμπ ζητούσε από τον Ουκρανό ομόλογό του να γίνει νέα έρευνα, ώστε το θέμα να έρθει και πάλι στην επικαιρότητα. Και μέχρι να εξασφαλίσει αυτό που ήθελε, έδωσε εντολή να μην εκταμιευθεί στο Κίεβο προγραμματισμένη στρατιωτική βοήθεια.
Γιατί όλη αυτή η μανία με τον Μπάιντεν; Διότι εκτιμούσε ότι ο Μπάιντεν θα είναι ο αντίπαλός του στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Και ο συγκεκριμένος πολιτικός -όπως προβλέπουν οι δημοσκόποι- μπορεί να τον κερδίσει.
Η δεύτερη κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Τραμπ είναι ότι παρεμπόδισε το Κογκρέσο -τη Νομοθετική Εξουσία- στην έρευνα της υπόθεσης.
Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος παραπέμφθηκε με τις ψήφους των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ουδείς από το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων πείστηκε από τη διαδικασία να ψηφίσει υπέρ. Αντίθετα, τρεις βουλευτές των Δημοκρατικών ψήφισαν κατά της παραπομπής ή «παρών».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη υπόθεση για την οποία ξεκίνησε το «impeachment» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την έρευνα για τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016 και τις περίεργες σχέσεις του επιτελείου του Τραμπ με τη Ρωσία. Εκείνη η υπόθεση έκλεισε με τον Τραμπ να πανηγυρίζει ότι δικαιώθηκε.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επαναλαμβάνει σχεδόν μονότονα ότι πρόκειται για «κυνήγι μαγισσών» και ότι οι Δημοκρατικοί (αν όχι το ίδιο το Κογκρέσο) θα έπρεπε να ερευνά την υπόθεση με τις δουλειές που είχε στην Ουκρανία ο υιός Μπάιντεν.
Τα πρόσωπα-«κλειδιά» σε αυτή την υπόθεση είναι δύο. Ο 78χρονος Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Μιτς ΜακΚόνελ, επικεφαλής της πλεοψηφίας στο Σώμα, και ο Δημοκρατικός Τσακ Σούμερ, επικεφαλής της μειοψηφίας.
Ο ΜακΚόνελ είναι κάτι σαν τον «διάβολο» για τους Δημοκρατικούς. Ο βετεράνος της αμερικανικής πολιτικής ζωής είχε γίνει εφιάλτης για τον τέως πρόεδρο Ομπάμα, αφού -μεταξύ άλλων- εμπόδισε με λυσσαλέο τρόπο το διορισμό του δικαστή που είχε επιλέξει ο Ομπάμα για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Ήταν το 2016, όταν πέθανε o δικαστής Άντονιν Σκάλια και ο πρόεδρος -όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα- ανέλαβε να προτείνει τον αντικαταστάτη του.
Η ημερομηνία όμως του διορισμού δεν ήταν μακριά από τις προεδρικές εκλογές, οπότε οι Ρεπουμπλικάνοι σκέφτηκαν να σαμποτάρουν τη διαδικασία, ώστε σε περίπτωση που ο Τραμπ κερδίσει την Χίλαρι Κλίντον να διορίσει εκείνος τον δικαστή.
Ο διορισμός ενός δικαστή έχει τεράστια σημασία. Τα πρόσωπα στο Ανώτατο Δικαστήριο παραμένουν έως ότου λήξει ο βιολογικός κύκλος της ζωής τους... Ένας διορισμός μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς για δεκαετίες, αφού η ζυγαριά -ανάλογα με τον πρόεδρο- γέρνει σε πιο συντηρητικές ή προοδευτικές θέσεις. Και να σκεφτεί κανείς ότι πολλές αποφάσεις του δικαστηρίου κρίνονται για μία ψήφο.
Χάρη στον ΜακΚόνελ και τη μαεστρία του, οι Ρεπουμπλικάνοι πέτυχαν το στόχο τους. Ο νέος δικαστής διορίστηκε από τον Τραμπ. Με επεισοδιακό τρόπο, αλλά διορίστηκε.
Ο ΜακΚόνελ θα έχει και τον πρώτο λόγο στην όλη διαδικασία και ο στόχος είναι να τελειώσει η δίκη όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κατά προτίμηση, μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου, όταν ο Τραμπ θα απευθυνθεί στο Κογκρέσο για την «Κατάσταση του Έθνους».
Τη διαδικασία θα φέρει εις πέρας ο επικεφαλής δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Τζον Ρόμπερτς. Συντηρητικός και διορισμένος από τον πρώην πρόεδρο Μπους το 2005, ο Ρόμπερτς θα δώσει εξετάσεις για την αντικειμενικότητά του.
Απέναντι του θα βρεθούν οι Δημοκρατικοί των Επιτροπών που παρέπεμψαν τον Τραμπ, Άνταμ Σιφ και Τζέρι Νάντλερ, οι οποίοι θα επιχειρηματολογήσουν υπέρ της καθαίρεσης. Αμφότεροι έχουν «ακούσει» τα μύρια όσα από τον Τραμπ, κυρίως μέσω Twitter.
Στο νομικό επιτελείο του προέδρου που θα αναπτύξουν τη δική τους επιχειρηματολογία υπάρχουν δικηγόροι-αστέρες των ΗΠΑ με πολύκροτες υποθέσεις στην πλάτη τους. Όπως ο 81χρονος Άλαν Ντέρσοβιτς που κάποτε είχε πελάτη τον O. J. Simpson και τον Τζέφρι Έπσταιν. Ο τελευταίος αυτοκτόνησε στη φυλακή το 2019, εν αναμονή δίκης για σεξουλική κακοποίηση ανήλικων κοριτσιών.
Επίσης στο πλευρό του Τραμπ είναι ο νομικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Πατ Τσιπολόνε, ο προσωπικός δικηγόρος του, Τζέι Σέκουλοου, αλλά και ο Κένεθ Σταρ. Ο Σταρ έγινε παγκοσμίως γνωστός τη δεκαετία του 1990, καθώς ήταν επικεφαλής των ερευνών που οδήγησαν στο «impeachment» του Μπιλ Κλίντον για την υπόθεση Λεβίνσκι.