Aυξήθηκαν κατά 4% οι στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως
Τη μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων δέκα ετών κατέγραψαν πέρυσι οι στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο, σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης αντιπαλότητας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και της κούρσας στις νέες τεχνολογίες, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ινστιτούτου IISS που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Η αύξηση έφθασε συνολικά το 4%, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσιάστηκε κατά την έναρξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια του Μονάχου.
«Οι δαπάνες αυτές αυξήθηκαν με την έξοδο των οικονομιών από τη χρηματοπιστωτική κρίση (του 2008) και υπό την επίδραση μιας αυξημένης αντίληψης απειλών», δήλωσε ο γενικός διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS).
Ο τερματισμός της συνθήκης INF για τις πυρηνικές δυνάμεις μέσου βεληνεκούς (από 500 έως 5.500 χλμ.) το 2019 και η πιθανή εξάλειψη της νέας START της συνθήκης για τα διηπειρωτικά πυρηνικά όπλα το 2021 ανατρέπει την παγκόσμια τάξη που είχε εγκαθιδρυθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως και η άνοδος της ισχύος της Κίνας καθώς και μια σειρά περιφερειακών κρίσεων, από την Ουκρανία μέχρι τη Λιβύη.
ΗΠΑ και Κίνα στην κορυφή
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι δύο μεγαλύτεροι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί παγκοσμίως, εκείνοι των Ηνωμένων Πολιτειών (685 δισεκ. δολάρια) και της Κίνας (181 δισεκ.) συνεχίζουν την εκθετική αύξησή τους, με μια αύξηση 6,6% στις δύο χώρες το 2019 σε σχέση με το 2018. Οι αμερικανικές δαπάνες αυξήθηκαν από μόνες τους κατά 53,4 δισεκ. δολάρια πέρυσι. Στην τρίτη θέση βρίσκεται η Σαουδική Αραβία, ακολουθούν η Ρωσία (τέταρτη), η Ινδία (πέμπτη), η Βρετανία (έκτη).
«Στην Ευρώπη, οι ανησυχίες που συνδέονται με τη Ρωσία συνεχίζουν να τροφοδοτούν την αύξηση των δαπανών με μια άνοδο 4,2% σε σχέση με το 2018», υποδεικνύει επίσης ο Τζον Τσίπμαν. Οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί επανέρχονται έτσι στα επίπεδα του 2008 σε πραγματικούς όρους.
Η μαζική και επιταχυνόμενη αύξηση των κινεζικών στρατιωτικών ικανοτήτων –του βαλλιστικού διηπειρωτικού πυραύλου DF-41 που μπορεί να φθάσει οποιοδήποτε σημείο των Ηνωμένων Πολιτειών, του αεροσκάφους μάχης J-20A, πυραύλων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) κ.λπ–είναι μια μεγάλη πηγή ανησυχίας στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως και για τους εταίρους τους στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.
Η Κίνα έχει επίσης ξεκινήσει, όπως και η Ρωσία, την ανάπτυξη υπερηχητικών όπλων που μπορούν να εμποδίσουν τις αντιπυραυλικές άμυνες των αντιπάλων, προειδοποιεί το λονδρέζικο ινστιτούτο.
Στη διάρκεια μιας παρέλασης για την 70ή επέτειο του κομμουνιστικού καθεστώτος το 2019, το Πεκίνο παρουσίασε πομπωδώς έναν εκτοξευτή, τον DF-17, που μπορεί μελλοντικά να μεταφέρει ένα υπερηχητικό ανεμοπλάνο.
Ο ρωσικός στρατός ανακοίνωσε από την πλευρά του τον Δεκέμβριο ότι έθεσε σε επιχειρησιακή ετοιμότητα τους πρώτους του υπερηχητικούς πυραύλους Avangard, ένα από τα νέα όπλα τα οποία παρουσίασε ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ως «ανίκητα» και «μη ανιχνεύσιμα».
Ο Avangard έχει, σύμφωνα με τη Μόσχα, ταχύτητα που μπορεί να φθάσει τα 27 Mach, δηλ. 27 φορές την ταχύτητα του ήχου και να ξεπεράσει τα 33.000 χλμ. την ώρα. Μπορεί επίσης να αλλάζει πορεία και ύψος, περιπλέκοντας έτσι κάθε αντίπαλη καταδίωξη σύμφωνα με τη Μόσχα.
Στην Ευρώπη, οι ερωτήσεις αυξάνονται ενώπιον του κινδύνου αποδέσμευσης των Ηνωμένων Πολιτειών, που επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, αν και οι τελευταίες ενίσχυσαν για την ώρα τη στρατιωτική παρουσία τους στο ανατολικό τμήμα της ηπείρου απέναντι στη Ρωσία, όπως και στον Κόλπο απέναντι στις ιρανικές απειλές.
Οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, με επικεφαλής τη Γερμανία, βρίσκονται επίσης υπό την πίεση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που ζητά από αυτές μια πιο μαζική προσπάθεια προκειμένου να φθάσουν τον στόχο δαπανών που θα ισοδυναμούν με το 2% του ΑΕΠ τους.
Μετά τον Ντόναλντ Τραμπ το 2018, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έμοιαζε εξάλλου «να δημιουργεί αμφιβολίες» από την πλευρά του για τη δέσμευση συλλογικής αλληλεγγύης στο πλαίσιο της Συμμαχίας σε περίπτωση επίθεσης ενός από τα μέλη της, υπενθυμίζει το IISS.
Ο κ. Μακρόν προκάλεσε επίσης αναστάτωση στους εταίρους του εκτιμώντας πως το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό». «Δύο από τις τρεις πυρηνικές δυνάμεις της Συμμαχίας (η τρίτη είναι η Βρετανία) σκόρπισαν ως εκ τούτου την «αβεβαιότητα για αυτά τα ερωτήματα-κλειδιά της συλλογικής ασφάλειας», υπογραμμίζει ο Τζον Τσίπμαν.