Η απίστευτη ιστορία της οικογένειας του Έλληνα CEO της Pfizer Άλμπερτ Μπουρλά
Μια συγκλονιστική εξιστόρηση για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε η οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του Ολοκαυτώματος, η οποία σώθηκε χάρη στη μεγαλοψυχία και τη γενναιότητα δύο συγγενών, αφηγήθηκε ο ομογενής διευθύνων σύμβουλος της Pfizer, δρ Αλβέρτος Μπουρλάς, μιλώντας στην ετήσια εκδήλωση μνήμης του Κογκρέσου για το Ολοκαύτωμα, η οποία φέτος διοργανώθηκε διαδικτυακά.
Ειδικότερα, ο δρ Μπουρλάς ήταν εκ των προσκεκλημένων από τον οργανισμό Sephardic Heritage International και φέτος η παρουσία του είχε ξεχωριστή σημασία, λόγω της οργανωτικής και συντονιστικής συμβολής του στην έγκαιρη παραγωγή του εμβολίου εναντίον της Covid-19 από το φαρμακευτικό κολοσσό, σε συνεργασία με τη γερμανική BioNTech. Όπως όμως επεσήμανε ο ίδιος, ο οποίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διατηρεί τους ίδιους στενούς δεσμούς με την ιδιαίτερη πατρίδα του και την Ελλάδα, θα μπορούσε να μην είχε γεννηθεί ποτέ εάν η ελληνοεβραϊκή οικογένειά του έπεφτε στα χέρια των ναζιστών κατακτητών.
«Πολλοί που επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά τους για τις τρομακτικές στιγμές που πέρασαν, επειδή ήταν πολύ επίπονο. Εμείς όμως συζητούσαμε πολύ για αυτό με την οικογένειά μου. Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, βρισκόμασταν τα Σαββατοκύριακα με τους γονείς, τους θείους, τις θείες και τα ξαδέρφια μου και πολύ συχνά μας έλεγαν τις ιστορίες τους. Αυτό το έκαναν διότι ήθελαν να θυμόμαστε. Να θυμόμαστε όλες αυτές τις ζωές που χάθηκαν. Να θυμόμαστε τι μπορεί να συμβεί όταν ο ιός του κακού διαδίδεται ανεξέλεγκτος. Αλλά, το πιο σημαντικό, να θυμόμαστε την αξία της ανθρώπινης ζωής», τόνισε ο δρ Μπουρλάς.
Σύμφωνα με το δρα Μπουρλά, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης καταμετρούσε, πριν την Κατοχή, 50.000 άτομα. Εξ αυτών, στο τέλος του πολέμου, έμειναν ζωντανοί μόνο οι 2.000. Μάλιστα, τόνισε ότι μέσα σε μια εβδομάδα από τη γερμανική εισβολή η ηγεσία της ελληνοεβραϊκής κοινότητας είχε συλληφθεί, όπως και πολλοί άλλοι. Η οικογένεια του πατέρα του οδηγήθηκε, μαζί με άλλους Εβραίους, σε ένα σπίτι-γκέτο, προκειμένου να ελέγχεται. Οι διαμένοντες είχαν ως σύμβολο αναγνώρισης, για να μπαινοβγαίνουν, το κίτρινο αστέρι. Όταν οι ναζιστικές δυνάμεις περικύκλωσαν το κτίριο και μπλόκαραν την έξοδο, ο πατέρας, ο θείος και ο παππούς του κατάφεραν να ξεφύγουν.
«Μια μέρα, τον Μάρτιο του 1943, το γκέτο περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις Κατοχής, ενώ η έξοδος μπλοκαρίστηκε. Ο πατέρας μου και ο αδερφός του ήταν έξω. Όταν πλησίασαν, βρήκαν τον πατέρα τους, που επίσης είχε βγει. Τους είπε τι συνέβαινε και τους ζήτησε να κρυφτούν. Αλλά ο ίδιος έπρεπε να πάει σπίτι να βρει τα άλλα δύο παιδιά του. Την ίδια μέρα, ο παππούς μου, Αβραάμ, η γυναίκα του, Ραχήλ, η κόρη του, Γκρασιέλα και ο νεότερος γιος τους, Ντέιβιντ, οδηγήθηκαν σε ένα στρατόπεδο έξω από το σταθμό του τρένου. Από εκεί τους πήγαν στο Άουσβιτς. Ο πατέρας μου και ο θείος μου δεν τους ξαναείδαν ποτέ», τόνισε ο δρ Μπουρλάς, αναφέροντας στη συνέχεια πως αμφότεροι κατάφεραν να δραπετεύσουν στην Αθήνα, χάρη στη βοήθεια του τότε αρχηγού της Αστυνομίας, που τους παρείχε ψεύτικες ταυτότητες, στις οποίες εμφανίζονταν ως χριστιανοί. Το ίδιο, άλλωστε, έπραξε και με άλλους Εβραίους.
Σύμφωνα με το δρα Μπουρλά, όταν ο πόλεμος πλέον είχε τελειώσει και οι ναζί αποχώρησαν ηττημένοι, ο πατέρας και ο θείος του επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη, μόνο και μόνο για να βρουν το σπίτι τους λεηλατημένο και να διαπιστώσουν ότι η εβραϊκή κοινότητα δεν υπήρχε πια όπως την ήξεραν.
«Όταν τελείωσε η γερμανική κατοχή, επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και διαπίστωσαν ότι όλη η περιουσία και τα υπάρχοντά τους είχαν κλαπεί και πωληθεί. Με τίποτα στο όνομά τους, ξεκίνησαν από την αρχή, έγιναν συνέταιροι σε μια επιτυχημένη κάβα, την οποία και δούλεψαν οι ίδιοι, μέχρι να πάρουν σύνταξη», κατέληξε ο δρ Μπουρλάς.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time
Ειδικότερα, ο δρ Μπουρλάς ήταν εκ των προσκεκλημένων από τον οργανισμό Sephardic Heritage International και φέτος η παρουσία του είχε ξεχωριστή σημασία, λόγω της οργανωτικής και συντονιστικής συμβολής του στην έγκαιρη παραγωγή του εμβολίου εναντίον της Covid-19 από το φαρμακευτικό κολοσσό, σε συνεργασία με τη γερμανική BioNTech. Όπως όμως επεσήμανε ο ίδιος, ο οποίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διατηρεί τους ίδιους στενούς δεσμούς με την ιδιαίτερη πατρίδα του και την Ελλάδα, θα μπορούσε να μην είχε γεννηθεί ποτέ εάν η ελληνοεβραϊκή οικογένειά του έπεφτε στα χέρια των ναζιστών κατακτητών.
«Πολλοί που επιβίωσαν από το Ολοκαύτωμα δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά τους για τις τρομακτικές στιγμές που πέρασαν, επειδή ήταν πολύ επίπονο. Εμείς όμως συζητούσαμε πολύ για αυτό με την οικογένειά μου. Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, βρισκόμασταν τα Σαββατοκύριακα με τους γονείς, τους θείους, τις θείες και τα ξαδέρφια μου και πολύ συχνά μας έλεγαν τις ιστορίες τους. Αυτό το έκαναν διότι ήθελαν να θυμόμαστε. Να θυμόμαστε όλες αυτές τις ζωές που χάθηκαν. Να θυμόμαστε τι μπορεί να συμβεί όταν ο ιός του κακού διαδίδεται ανεξέλεγκτος. Αλλά, το πιο σημαντικό, να θυμόμαστε την αξία της ανθρώπινης ζωής», τόνισε ο δρ Μπουρλάς.
Σύμφωνα με το δρα Μπουρλά, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης καταμετρούσε, πριν την Κατοχή, 50.000 άτομα. Εξ αυτών, στο τέλος του πολέμου, έμειναν ζωντανοί μόνο οι 2.000. Μάλιστα, τόνισε ότι μέσα σε μια εβδομάδα από τη γερμανική εισβολή η ηγεσία της ελληνοεβραϊκής κοινότητας είχε συλληφθεί, όπως και πολλοί άλλοι. Η οικογένεια του πατέρα του οδηγήθηκε, μαζί με άλλους Εβραίους, σε ένα σπίτι-γκέτο, προκειμένου να ελέγχεται. Οι διαμένοντες είχαν ως σύμβολο αναγνώρισης, για να μπαινοβγαίνουν, το κίτρινο αστέρι. Όταν οι ναζιστικές δυνάμεις περικύκλωσαν το κτίριο και μπλόκαραν την έξοδο, ο πατέρας, ο θείος και ο παππούς του κατάφεραν να ξεφύγουν.
«Μια μέρα, τον Μάρτιο του 1943, το γκέτο περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις Κατοχής, ενώ η έξοδος μπλοκαρίστηκε. Ο πατέρας μου και ο αδερφός του ήταν έξω. Όταν πλησίασαν, βρήκαν τον πατέρα τους, που επίσης είχε βγει. Τους είπε τι συνέβαινε και τους ζήτησε να κρυφτούν. Αλλά ο ίδιος έπρεπε να πάει σπίτι να βρει τα άλλα δύο παιδιά του. Την ίδια μέρα, ο παππούς μου, Αβραάμ, η γυναίκα του, Ραχήλ, η κόρη του, Γκρασιέλα και ο νεότερος γιος τους, Ντέιβιντ, οδηγήθηκαν σε ένα στρατόπεδο έξω από το σταθμό του τρένου. Από εκεί τους πήγαν στο Άουσβιτς. Ο πατέρας μου και ο θείος μου δεν τους ξαναείδαν ποτέ», τόνισε ο δρ Μπουρλάς, αναφέροντας στη συνέχεια πως αμφότεροι κατάφεραν να δραπετεύσουν στην Αθήνα, χάρη στη βοήθεια του τότε αρχηγού της Αστυνομίας, που τους παρείχε ψεύτικες ταυτότητες, στις οποίες εμφανίζονταν ως χριστιανοί. Το ίδιο, άλλωστε, έπραξε και με άλλους Εβραίους.
Σύμφωνα με το δρα Μπουρλά, όταν ο πόλεμος πλέον είχε τελειώσει και οι ναζί αποχώρησαν ηττημένοι, ο πατέρας και ο θείος του επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη, μόνο και μόνο για να βρουν το σπίτι τους λεηλατημένο και να διαπιστώσουν ότι η εβραϊκή κοινότητα δεν υπήρχε πια όπως την ήξεραν.
«Όταν τελείωσε η γερμανική κατοχή, επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και διαπίστωσαν ότι όλη η περιουσία και τα υπάρχοντά τους είχαν κλαπεί και πωληθεί. Με τίποτα στο όνομά τους, ξεκίνησαν από την αρχή, έγιναν συνέταιροι σε μια επιτυχημένη κάβα, την οποία και δούλεψαν οι ίδιοι, μέχρι να πάρουν σύνταξη», κατέληξε ο δρ Μπουρλάς.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time