Μακρόν VS Λεπέν: Οι μονομάχοι των εκλογών του 2022
Όλα δείχνουν πως ο δεύτερος γύρος των εκλογών στη Γαλλία θα είναι μεταξύ Μακρόν και Λεπέν – Ποια η στρατηγική των πολιτικών αρχηγών
Το 2017 ο Εμανουέλ Μακρόν έμοιαζε να είναι η μεγάλη έκπληξη. Διεκδικώντας τον χώρο του Κέντρου ακύρωσε την προσπάθεια της κεντροδεξιάς να διεκδικήσει ξανά την εξουσία μετά την ήττα από τους Σοσιαλιστές το 2012 και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Μαρίν Λεπέν στον δεύτερο γύρο, εξασφαλίζοντας την ψήφο όσων δεν ήθελαν να δουν την ακροδεξιά να κατακτά την προεδρία της Γαλλίας.
Στο διάστημα που πέρασε ο Μακρόν κατοχύρωσε τη θέση του αλλά δοκιμάστηκε πολιτικά. Αντιμετώπισε μεγάλα κινήματα, με πιο χαρακτηριστικό αυτό των «κίτρινων γιλέκων» το 2018-2019, προώθησε μεταρρυθμίσεις που προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, εμφανίστηκε κατά καιρούς ως αναμορφωτής της Ευρώπης, χωρίς όμως να αναιρέσει τη γερμανική ηγεμονία, προσπάθησε να στοχοποιήσει τον «σεπαρατισμό», κατά πολλούς μετατρέποντας την ισλαμοφοβία σε επίσημη κρατική πολιτική, και βέβαια αντιμετώπισε την πανδημία και τα αλλεπάλληλα κύματά της.
Τώρα ετοιμάζεται να διεκδικήσει ξανά την προεδρία, στηριζόμενος στον απολογισμό της δράσης, στον τρόπο που ανοίγει ξανά προσφιλή θέματα των γαλλικών προεκλογικών εκστρατειών, όπως είναι η αναμόρφωση/κατάργηση της ΕΝΑ, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (που στη Γαλλία ταυτίζεται με την εικόνα των αποκομμένων από την κοινωνία ελίτ) και φυσικά στην ελπίδα ότι με την υπόλοιπη αντιπολίτευση διασπασμένη θα έχει και πάλι αντίπαλο στον δεύτερο γύρο τη Μαρίν Λεπέν και άρα θα επωφεληθεί από την αντι-ακροδεξιά συσπείρωση.
Η Μαρίν Λεπέν στις εκλογές έχει να αντιμετωπίσει μια κρίσιμη αντίφαση. Από τη μια, ο Εθνικός Συναγερμός, όπως έχει πια μετονομαστεί το πάλαι ποτέ Εθνικό Μέτωπο που ίδρυσε ο πατέρας της το 1972 ως σκληρή ακροδεξιά οργάνωση, δείχνει να έχει μια συγκροτημένη εκλογική βάση που της επιτρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι όπως και το 2012 και το 2017 θα βρεθεί στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Μόνο που εκεί θα αντιμετωπίσει το μεγαλύτερό της πρόβλημα. Αυτοί που δεν την στηρίζουν, την αντιπαθούν. Το ποσοστό των εκλογέων που έχουν κακή γνώμη για αυτήν στις δημοσκοπήσεις παραμένει πολύ υψηλό. Το 63% των Γάλλων δεν θέλει να είναι η επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας. Μόνο στα ζητήματα ασφάλειας και στο μεταναστευτικό δείχνει να έχει ευρύτερη απήχηση, ενώ στα υπόλοιπα υστερεί σημαντικά.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν υποθέσει κανείς ότι μέρος των ψηφοφόρων της αριστεράς δεν θα πάνε να ψηφίσουν Μακρόν στον δεύτερο γύρο, πάλι έστω και με μικρή σχετικά διαφορά θα έχανε στον δεύτερο γύρο.
Ωστόσο, η ίδια και το επιτελείο της δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να πάρει ως αφετηρία ένα τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών που αυτή τη στιγμή δείχνει να είναι 53-47 υπέρ του Μακρόν και να προσπαθήσει να κερδίσει πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς.
Αυτό αποτυπώνεται στην προσπάθειά της να διεκδικήσει ένα μέρος από την κληρονομιά γκωλισμού, παρότι η γαλλική ακροδεξιά παραδοσιακά ήταν αντι-γκωλική, όχι μόνο στη βάση των ριζών το καθεστώς του Βισύ, που συνεργάστηκε με τους Ναζί αλλά και στη βάση της πάγιας καταγγελίας του Ντε Γκωλ για «προδοσία» σε σχέση με την Αλγερία.
Αποτυπώνεται ακόμη στον τρόπο με τον οποίο οι αντι-ευρώ τοποθετήσεις, σήμα κατατεθέν της Μαρίν Λεπέν για σημαντικό διάστημα έχουν κάπως υποχωρήσει και μάλιστα η ίδια δήλωσε ότι είναι υπέρ μιας αυστηρής «γερμανικής» σχεδόν αντίληψης για την τήρηση του προϋπολογισμού και το χρέος, ενώ δεν παραλείπει να υπογραμμίζει την ανάγκη για μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας».
Αντίστοιχα, προσπαθεί να αποποιηθεί την κατηγορία του ρατσισμού, παρουσιάζοντας την εμμονή στην υπεράσπιση μιας ορισμένης γαλλικής «ταυτότητας» ως απλώς άρνηση των ισοπεδωτικών τάσεων της παγκοσμιοποίησης, χωρίς βέβαια αυτό να ανακόπτει στελέχη του κόμματός της να είναι οπαδοί της ακροδεξιάς θεωρίας συνωμοσίας περί της μεγάλης αντικατάστασης.
Μάλιστα έχει προσπαθήσει να δώσει και έναν οικολογικό τόνο στο πρόγραμμα και την απεύθυνσή της σε μια προσπάθεια να πείσει ότι μπορεί να εκπροσωπήσει ένα σύνολο ευαισθησιών και ουσιαστικά το σύνολο της κεντροδεξιάς που εξακολουθεί να μην έχει ξεπεράσει την κρίση και τις αποσχιστικές τάσεις που ακολούθησαν την εκλογική αποτυχία του 2017. Παράλληλα, επενδύει στην απεύθυνση στους νέους, που δεν έχουν άμεση ανάμνηση της διχαστικής ρητορικής του πατέρα της και ελπίζει να αποφύγει την κακή παρουσία που είχε στο debate του 2017.
Και φυσικά η Μαρίν Λεπέν μπορεί να εκμεταλλευτεί και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μακρόν τόσο με την αυταρχική αντιμετώπιση των «κίτρινων γιλέκων» όσο και με τον τρόπο που άνοιξε θέμα «πολέμου των πολιτισμών» εντός Γαλλίας, γύρω από την έννοιας του ισλαμικού «σεπαρατισμού» ουσιαστικά μετατοπίστηκε προς μια ατζέντα που είναι παραδοσιακά συνδεδεμένη με τον δικό της πολιτικό χώρο.
Ρόλο σε αυτή τη γεωμετρία του πολιτικού τοπίου στη Γαλλία παίζει και το γεγονός ότι η αριστερά είναι πολυδιασπασμένη, Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε σε επίπεδο οργάνων (και μένει να το εγκρίνει και η βάση) ότι ΘΑ υποστηρίξει τον γραμματέα του Φαμπιέν Ρουσέλ και δεν θα στηρίξει την υποψηφιότητα του Ζαν Λυκ Μελανσόν, παρότι ο τελευταίος πρότεινε συμφωνία αμοιβαίας στήριξης υποψηφιοτήτων στις βουλευτικές εκλογές . Την ίδια ώρα οι σοσιαλιστές απέχουν από το να έχουν ανακάμψει από τον τρόπο που ο Μακρόν αποσάθρωσε μέρος της επιρροή τους. Υπάρχει βέβαια και ο ευρωβουλευτής των Οικολόγων Γιανίκ Ζαντό που κάνει προτάσεις για μια κοινή παρουσία της Αριστεράς, χωρίς όμως αυτές ακόμη να έχουν δρομολογήσει μια αντίρροπη δυναμική στην πολυδιάσπαση.
Στο διάστημα που πέρασε ο Μακρόν κατοχύρωσε τη θέση του αλλά δοκιμάστηκε πολιτικά. Αντιμετώπισε μεγάλα κινήματα, με πιο χαρακτηριστικό αυτό των «κίτρινων γιλέκων» το 2018-2019, προώθησε μεταρρυθμίσεις που προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, εμφανίστηκε κατά καιρούς ως αναμορφωτής της Ευρώπης, χωρίς όμως να αναιρέσει τη γερμανική ηγεμονία, προσπάθησε να στοχοποιήσει τον «σεπαρατισμό», κατά πολλούς μετατρέποντας την ισλαμοφοβία σε επίσημη κρατική πολιτική, και βέβαια αντιμετώπισε την πανδημία και τα αλλεπάλληλα κύματά της.
Τώρα ετοιμάζεται να διεκδικήσει ξανά την προεδρία, στηριζόμενος στον απολογισμό της δράσης, στον τρόπο που ανοίγει ξανά προσφιλή θέματα των γαλλικών προεκλογικών εκστρατειών, όπως είναι η αναμόρφωση/κατάργηση της ΕΝΑ, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (που στη Γαλλία ταυτίζεται με την εικόνα των αποκομμένων από την κοινωνία ελίτ) και φυσικά στην ελπίδα ότι με την υπόλοιπη αντιπολίτευση διασπασμένη θα έχει και πάλι αντίπαλο στον δεύτερο γύρο τη Μαρίν Λεπέν και άρα θα επωφεληθεί από την αντι-ακροδεξιά συσπείρωση.
Η Μαρίν Λεπέν στις εκλογές έχει να αντιμετωπίσει μια κρίσιμη αντίφαση. Από τη μια, ο Εθνικός Συναγερμός, όπως έχει πια μετονομαστεί το πάλαι ποτέ Εθνικό Μέτωπο που ίδρυσε ο πατέρας της το 1972 ως σκληρή ακροδεξιά οργάνωση, δείχνει να έχει μια συγκροτημένη εκλογική βάση που της επιτρέπει να θεωρεί δεδομένο ότι όπως και το 2012 και το 2017 θα βρεθεί στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Μόνο που εκεί θα αντιμετωπίσει το μεγαλύτερό της πρόβλημα. Αυτοί που δεν την στηρίζουν, την αντιπαθούν. Το ποσοστό των εκλογέων που έχουν κακή γνώμη για αυτήν στις δημοσκοπήσεις παραμένει πολύ υψηλό. Το 63% των Γάλλων δεν θέλει να είναι η επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας. Μόνο στα ζητήματα ασφάλειας και στο μεταναστευτικό δείχνει να έχει ευρύτερη απήχηση, ενώ στα υπόλοιπα υστερεί σημαντικά.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν υποθέσει κανείς ότι μέρος των ψηφοφόρων της αριστεράς δεν θα πάνε να ψηφίσουν Μακρόν στον δεύτερο γύρο, πάλι έστω και με μικρή σχετικά διαφορά θα έχανε στον δεύτερο γύρο.
Ωστόσο, η ίδια και το επιτελείο της δείχνει να πιστεύει ότι μπορεί να πάρει ως αφετηρία ένα τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών που αυτή τη στιγμή δείχνει να είναι 53-47 υπέρ του Μακρόν και να προσπαθήσει να κερδίσει πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς.
Αυτό αποτυπώνεται στην προσπάθειά της να διεκδικήσει ένα μέρος από την κληρονομιά γκωλισμού, παρότι η γαλλική ακροδεξιά παραδοσιακά ήταν αντι-γκωλική, όχι μόνο στη βάση των ριζών το καθεστώς του Βισύ, που συνεργάστηκε με τους Ναζί αλλά και στη βάση της πάγιας καταγγελίας του Ντε Γκωλ για «προδοσία» σε σχέση με την Αλγερία.
Αποτυπώνεται ακόμη στον τρόπο με τον οποίο οι αντι-ευρώ τοποθετήσεις, σήμα κατατεθέν της Μαρίν Λεπέν για σημαντικό διάστημα έχουν κάπως υποχωρήσει και μάλιστα η ίδια δήλωσε ότι είναι υπέρ μιας αυστηρής «γερμανικής» σχεδόν αντίληψης για την τήρηση του προϋπολογισμού και το χρέος, ενώ δεν παραλείπει να υπογραμμίζει την ανάγκη για μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας».
Αντίστοιχα, προσπαθεί να αποποιηθεί την κατηγορία του ρατσισμού, παρουσιάζοντας την εμμονή στην υπεράσπιση μιας ορισμένης γαλλικής «ταυτότητας» ως απλώς άρνηση των ισοπεδωτικών τάσεων της παγκοσμιοποίησης, χωρίς βέβαια αυτό να ανακόπτει στελέχη του κόμματός της να είναι οπαδοί της ακροδεξιάς θεωρίας συνωμοσίας περί της μεγάλης αντικατάστασης.
Μάλιστα έχει προσπαθήσει να δώσει και έναν οικολογικό τόνο στο πρόγραμμα και την απεύθυνσή της σε μια προσπάθεια να πείσει ότι μπορεί να εκπροσωπήσει ένα σύνολο ευαισθησιών και ουσιαστικά το σύνολο της κεντροδεξιάς που εξακολουθεί να μην έχει ξεπεράσει την κρίση και τις αποσχιστικές τάσεις που ακολούθησαν την εκλογική αποτυχία του 2017. Παράλληλα, επενδύει στην απεύθυνση στους νέους, που δεν έχουν άμεση ανάμνηση της διχαστικής ρητορικής του πατέρα της και ελπίζει να αποφύγει την κακή παρουσία που είχε στο debate του 2017.
Και φυσικά η Μαρίν Λεπέν μπορεί να εκμεταλλευτεί και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μακρόν τόσο με την αυταρχική αντιμετώπιση των «κίτρινων γιλέκων» όσο και με τον τρόπο που άνοιξε θέμα «πολέμου των πολιτισμών» εντός Γαλλίας, γύρω από την έννοιας του ισλαμικού «σεπαρατισμού» ουσιαστικά μετατοπίστηκε προς μια ατζέντα που είναι παραδοσιακά συνδεδεμένη με τον δικό της πολιτικό χώρο.
Ρόλο σε αυτή τη γεωμετρία του πολιτικού τοπίου στη Γαλλία παίζει και το γεγονός ότι η αριστερά είναι πολυδιασπασμένη, Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε σε επίπεδο οργάνων (και μένει να το εγκρίνει και η βάση) ότι ΘΑ υποστηρίξει τον γραμματέα του Φαμπιέν Ρουσέλ και δεν θα στηρίξει την υποψηφιότητα του Ζαν Λυκ Μελανσόν, παρότι ο τελευταίος πρότεινε συμφωνία αμοιβαίας στήριξης υποψηφιοτήτων στις βουλευτικές εκλογές . Την ίδια ώρα οι σοσιαλιστές απέχουν από το να έχουν ανακάμψει από τον τρόπο που ο Μακρόν αποσάθρωσε μέρος της επιρροή τους. Υπάρχει βέβαια και ο ευρωβουλευτής των Οικολόγων Γιανίκ Ζαντό που κάνει προτάσεις για μια κοινή παρουσία της Αριστεράς, χωρίς όμως αυτές ακόμη να έχουν δρομολογήσει μια αντίρροπη δυναμική στην πολυδιάσπαση.