Aφγανιστάν: Κραυγή αγωνίας απ'όσους έμειναν πίσω - Ζητούν να ζήσουν σε ειρηνικό μέρος
«Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τους Ταλιμπάν, άβυσσος χωρίζει τα λόγια από τις πράξεις»
Καλλιτέχνες, διερμηνείς... μεταξύ των τόσων χιλιάδων που παραμένουν εγκλωβισμένοι στο Αφγανιστάν και απευθύνουν κραυγή για βοήθεια στους Δυτικούς, καθώς η αποχώρηση των τελευταίων Aμερικανών στρατιωτών φάνηκε να γκρεμίζει τις ελπίδες τους για απόδραση.
Σοκαρισμένοι όσοι έμειναν πίσω
Η Φρέστα, που για λόγους ασφαλείας το όνομά της άλλαξε στη συνέντευξη, είναι μεταξύ εκείνων που δεν κατόρθωσαν να φύγουν από τη χώρα στο πλαίσιο της τεράστιας επιχειρήσεις αερογέφυρας που στήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες. Δύο ημέρες πριν από τη φονική τρομοκρατική επίθεση που άφησε πίσω της πάνω από εκατό νεκρούς κοντά στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, η Φρέστα είχε δοκιμάσει την τύχη της, με την ελπίδα να μπει σε ένα αεροπλάνο με προορισμό τη Γαλλία. Μάταια.
Μετά από πολλές ώρες αναμονής, κρατώντας το πέντε μηνών μωρό της και την πεντάχρονη κόρη της, «στρεσαρισμένη» ακόμα από το χάος και τα πυρά των Ταλιμπάν, έπρεπε να γυρίσει πίσω. Εγκλωβισμένη στο σπίτι της στην Καμπούλ, τώρα αναλογίζεται το χάος.
«Κατά τη διάρκεια 20 ετών πολέμου, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να οικοδομήσουμε ένα έθνος, για να προοδεύσουμε (...) ήμασταν γεμάτοι ενέργεια», δήλωσε αυτή η 33χρονη ζωγράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο που επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της, και η οποία στηρίζεται μαζί με άλλους από μια ομάδα Γάλλων προσωπικοτήτων από τον χώρο του πολιτισμού. «Παρακαλώ σκεφτείτε τους αθώους ανθρώπους που δεν έχουν διέξοδο» από αυτήν την κόλαση, εκλιπαρεί. «Οι άλλες χώρες δεν πρέπει να παραμείνουν σιωπηρές: αν αναγνωρίσουν το καθεστώς των Ταλιμπάν, το μέλλον μας θα είναι ακόμη πιο σκοτεινό».
Το μόνο που της απομένει είναι να «περιμένει», λέει, περιορίζοντας τις εξόδους της από το σπίτι όσο το δυνατόν περισσότερο, πλήρως καλυμμένη – «μέχρι και στο πρόσωπο» -, ενώ ένας από τους συγγενείς της φροντίζει για τα ψώνια. «Είναι πολύ επικίνδυνο για μένα», ως γυναίκα και καλλιτέχνη, συνεχίζει η Φρέστα. «Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τους Ταλιμπάν, άβυσσος χωρίζει τα λόγια από τις πράξεις».
Όλα αυτά τα χρόνια του πολέμου, που αποτυπώνονται σε έργα της με ζωηρά χρώματα και απεικονίζουν απρόσωπες γυναίκες, δεν ήθελε ποτέ να εγκαταλείψει την πατρίδα της, να αφήσει τα πρότζεκτ της, διοργανώνοντας σεμινάρια και εκθέσεις. Μπροστά όμως στην προέλαση των ισλαμιστών μαχητών, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα, και επέλεξε να φύγει στην Ινδία με την οικογένειά της. Όμως η αστραπιαία πτώση της Καμπούλ δεν της έδωσε χρόνο να το κάνει.
«Να ζήσουμε σε ειρήνη»
Πίκρα είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί και για τον "John", έναν πρώην διερμηνέα στον οποίο οι στρατιώτες του ΝΑΤΟ έδωσαν αυτό το παρατσούκλι. Εργάστηκε κυρίως με τις ρουμανικές δυνάμεις, οι οποίες απομάκρυναν μόνο πέντε Αφγανούς παρά τη μακρά παρουσία τους στο πεδίο και τους 1.800 στρατιώτες στο απόγειο της ανάπτυξης τους στο Αφγανιστάν.
Ο "John" λέει ότι απειλείται από τους Ταλιμπάν οι οποίοι, παρά την «ανακοίνωσή τους για γενική αμνηστία, πηγαίνουν πόρτα πόρτα» για να καταδιώξουν τους εχθρούς τους.
Μετά την πολύνεκρη επίθεση της περασμένης Πέμπτης, ο Τζον σταμάτησε να πηγαίνει στο αεροδρόμιο αλλά εξακολουθεί να θέλει να κρατήσει την ελπίδα. «Εκπληρώστε τις υποσχέσεις που δώσατε στους συμπολεμιστές σας στον πόλεμο, απομακρύνετε μας από το Αφγανιστάν. Οπουδήποτε», έγραψε σε μήνυμά του προς το Γαλλικό Πρακτορείο. «Το μόνο που θέλουμε είναι να ζήσουμε ειρηνικά».
Από τη Βιέννη, η Σίμα Μιρζάι, μια νεαρή γιατρός αφγανικής καταγωγής, καταγγέλλει και αυτή την αδιαφορία της Δύσης. Φτάνοντας στην Αυστρία σε ηλικία έξι ετών, ανήμπορη έβλεπε τα βάσανα που πέρναγε η πατρίδα της. Πάλεψε να φέρει στη χώρα τα δύο ξαδέλφιά της, «που βρίσκονται σε κίνδυνο επειδή είχαν συνεργαστεί με αμερικανικές μη κυβερνητικές οργανώσεις», εξηγεί μιλώντας σε ήρεμο τόνο, σε ένα καφέ στην αυστριακή πρωτεύουσα. Αλλά «οι αρχές έκαναν τα στραβά μάτια, η αδιαφορία τους είναι απάνθρωπη και επαίσχυντη», δήλωσε η 26χρονη νεαρή απόφοιτος, με ειδίκευση στην παιδοψυχιατρική. Οι γονείς της από τη μειονότητα των Χαζάρων, καταδιωκόμενοι για αιώνες, διέφυγαν από τους Ταλιμπάν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πριν βρεθούν στην Αυστρία, κάπως τυχαία, μετά από ένα μακρύ ταξίδι.
Σήμερα αυτή η χώρα της κεντρικής Ευρώπης φιλοξενεί περισσότερους από 40.000 Αφγανούς πρόσφυγες, το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ποσοστό σε κράτος μέλος της ΕΕ, αλλά είναι επίσης μια από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τηρεί μια από τις πιο σκληρές αντιμεταναστευτικές στάσεις, αρνούμενη κατηγορηματικά να υποδεχτεί νέους μετανάστες. «Πολλοί πολιτικοί λένε ότι δεν θέλουν (σ.σ. η μεταναστευτική κρίση του 2015) να επαναληφθεί», αλλά ξεχνούν «την τεράστια και θετική συμβολή της κοινότητάς μας στην κοινωνία», λέει με λύπη η Σίμα.
Σοκαρισμένοι όσοι έμειναν πίσω
Η Φρέστα, που για λόγους ασφαλείας το όνομά της άλλαξε στη συνέντευξη, είναι μεταξύ εκείνων που δεν κατόρθωσαν να φύγουν από τη χώρα στο πλαίσιο της τεράστιας επιχειρήσεις αερογέφυρας που στήθηκε τις τελευταίες εβδομάδες. Δύο ημέρες πριν από τη φονική τρομοκρατική επίθεση που άφησε πίσω της πάνω από εκατό νεκρούς κοντά στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, η Φρέστα είχε δοκιμάσει την τύχη της, με την ελπίδα να μπει σε ένα αεροπλάνο με προορισμό τη Γαλλία. Μάταια. Μετά από πολλές ώρες αναμονής, κρατώντας το πέντε μηνών μωρό της και την πεντάχρονη κόρη της, «στρεσαρισμένη» ακόμα από το χάος και τα πυρά των Ταλιμπάν, έπρεπε να γυρίσει πίσω. Εγκλωβισμένη στο σπίτι της στην Καμπούλ, τώρα αναλογίζεται το χάος.
«Κατά τη διάρκεια 20 ετών πολέμου, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να οικοδομήσουμε ένα έθνος, για να προοδεύσουμε (...) ήμασταν γεμάτοι ενέργεια», δήλωσε αυτή η 33χρονη ζωγράφος στο Γαλλικό Πρακτορείο που επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί της, και η οποία στηρίζεται μαζί με άλλους από μια ομάδα Γάλλων προσωπικοτήτων από τον χώρο του πολιτισμού. «Παρακαλώ σκεφτείτε τους αθώους ανθρώπους που δεν έχουν διέξοδο» από αυτήν την κόλαση, εκλιπαρεί. «Οι άλλες χώρες δεν πρέπει να παραμείνουν σιωπηρές: αν αναγνωρίσουν το καθεστώς των Ταλιμπάν, το μέλλον μας θα είναι ακόμη πιο σκοτεινό».
Το μόνο που της απομένει είναι να «περιμένει», λέει, περιορίζοντας τις εξόδους της από το σπίτι όσο το δυνατόν περισσότερο, πλήρως καλυμμένη – «μέχρι και στο πρόσωπο» -, ενώ ένας από τους συγγενείς της φροντίζει για τα ψώνια. «Είναι πολύ επικίνδυνο για μένα», ως γυναίκα και καλλιτέχνη, συνεχίζει η Φρέστα. «Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τους Ταλιμπάν, άβυσσος χωρίζει τα λόγια από τις πράξεις».
Όλα αυτά τα χρόνια του πολέμου, που αποτυπώνονται σε έργα της με ζωηρά χρώματα και απεικονίζουν απρόσωπες γυναίκες, δεν ήθελε ποτέ να εγκαταλείψει την πατρίδα της, να αφήσει τα πρότζεκτ της, διοργανώνοντας σεμινάρια και εκθέσεις. Μπροστά όμως στην προέλαση των ισλαμιστών μαχητών, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα, και επέλεξε να φύγει στην Ινδία με την οικογένειά της. Όμως η αστραπιαία πτώση της Καμπούλ δεν της έδωσε χρόνο να το κάνει.
«Να ζήσουμε σε ειρήνη»
Πίκρα είναι το συναίσθημα που κυριαρχεί και για τον "John", έναν πρώην διερμηνέα στον οποίο οι στρατιώτες του ΝΑΤΟ έδωσαν αυτό το παρατσούκλι. Εργάστηκε κυρίως με τις ρουμανικές δυνάμεις, οι οποίες απομάκρυναν μόνο πέντε Αφγανούς παρά τη μακρά παρουσία τους στο πεδίο και τους 1.800 στρατιώτες στο απόγειο της ανάπτυξης τους στο Αφγανιστάν. Ο "John" λέει ότι απειλείται από τους Ταλιμπάν οι οποίοι, παρά την «ανακοίνωσή τους για γενική αμνηστία, πηγαίνουν πόρτα πόρτα» για να καταδιώξουν τους εχθρούς τους.
Μετά την πολύνεκρη επίθεση της περασμένης Πέμπτης, ο Τζον σταμάτησε να πηγαίνει στο αεροδρόμιο αλλά εξακολουθεί να θέλει να κρατήσει την ελπίδα. «Εκπληρώστε τις υποσχέσεις που δώσατε στους συμπολεμιστές σας στον πόλεμο, απομακρύνετε μας από το Αφγανιστάν. Οπουδήποτε», έγραψε σε μήνυμά του προς το Γαλλικό Πρακτορείο. «Το μόνο που θέλουμε είναι να ζήσουμε ειρηνικά».
Από τη Βιέννη, η Σίμα Μιρζάι, μια νεαρή γιατρός αφγανικής καταγωγής, καταγγέλλει και αυτή την αδιαφορία της Δύσης. Φτάνοντας στην Αυστρία σε ηλικία έξι ετών, ανήμπορη έβλεπε τα βάσανα που πέρναγε η πατρίδα της. Πάλεψε να φέρει στη χώρα τα δύο ξαδέλφιά της, «που βρίσκονται σε κίνδυνο επειδή είχαν συνεργαστεί με αμερικανικές μη κυβερνητικές οργανώσεις», εξηγεί μιλώντας σε ήρεμο τόνο, σε ένα καφέ στην αυστριακή πρωτεύουσα. Αλλά «οι αρχές έκαναν τα στραβά μάτια, η αδιαφορία τους είναι απάνθρωπη και επαίσχυντη», δήλωσε η 26χρονη νεαρή απόφοιτος, με ειδίκευση στην παιδοψυχιατρική. Οι γονείς της από τη μειονότητα των Χαζάρων, καταδιωκόμενοι για αιώνες, διέφυγαν από τους Ταλιμπάν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πριν βρεθούν στην Αυστρία, κάπως τυχαία, μετά από ένα μακρύ ταξίδι.
Σήμερα αυτή η χώρα της κεντρικής Ευρώπης φιλοξενεί περισσότερους από 40.000 Αφγανούς πρόσφυγες, το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ποσοστό σε κράτος μέλος της ΕΕ, αλλά είναι επίσης μια από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τηρεί μια από τις πιο σκληρές αντιμεταναστευτικές στάσεις, αρνούμενη κατηγορηματικά να υποδεχτεί νέους μετανάστες. «Πολλοί πολιτικοί λένε ότι δεν θέλουν (σ.σ. η μεταναστευτική κρίση του 2015) να επαναληφθεί», αλλά ξεχνούν «την τεράστια και θετική συμβολή της κοινότητάς μας στην κοινωνία», λέει με λύπη η Σίμα.