Κοροναϊός: Περισσότερα αντισώματα δημιουργεί το εμβόλιο στους άνω των 50 ετών - Τι ανακάλυψαν επιστήμονες
Εντυπωσιακή αντίδραση στη μετάλλαξη Δέλτα
Το ερώτημα αν η λοίμωξη ή ο εμβολιασμός οδηγούν τον οργανισμό να παραγάγει περισσότερα αντισώματα έναντι της Covid-19 συνεχίζει να απασχολεί την επιστημονική κοινότητα, δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της πανδημίας του κοροναϊού.
όπως αναφέρει το ygeiamou.gr, ερευνητές του πανεπιστημίου του Μόντεραλ, στον Καναδά, δημοσίευσαν επιστημονική μελέτη στο Scientific Reports, στην οποία αναφέρουν ότι παρατήρησαν πως όσοι είχαν κάνει το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech ή της AstraZeneca είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων σε σχέση με όσους είχαν μολυνθεί από τον ιό.
Επιπλέον, τα αντισώματα αυτά ήταν αποτελεσματικά και έναντι της μετάλλαξης Δέλτα, η οποία δεν είχε εμφανιστεί στο Κεμπέκ το 2020 όταν και συλλέχθηκαν τα δείγματα.
Οι ειδικοί ενδιαφέρθηκαν για μια συνθήκη που δεν έχει μελετηθεί εκτενώς, τους ανθρώπους που έχουν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 αλλά δε νοσηλεύθηκαν λόγω της λοίμωξης.
Έτσι, λοιπόν, 32 ενήλικες που είχαν διαγνωσθεί θετικοί στον κοροναϊό αλλά δεν είχαν νοσηλευθεί προσήλθαν στο Κέντρο Νοσηλείας του Πανεπιστημίου Laval 14 έως 21 ημέρες μετά τη διάγνωσή τους μέσω PCR τεστ. Αυτό συνέβη το 2020, δηλαδή πριν την εμφάνιση των μεταλλάξεων Βήτα, Δέλτα και Γάμμα.
«Όλοι όσοι είχαν μολυνθεί παρήγαγαν αντισώματα, αλλά οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι παρήγαγαν περισσότερα από τους ενηλίκους κάτω των 50 ετών. Επιπλέον, τα αντισώματα συνέχιζαν να υπάρχουν στην κυκλοφορία του αίματος 16 εβδομάδες μετά τη διάγνωσή τους», αναφέρει ο Δρ. Masson.
Επίσης, τα αντισώματα που παρήχθησαν μετά από λοίμωξη από το αρχικό στέλεχος του ιού αντέδρασαν στις μεταλλάξεις του SARS-CoV-2 που εμφανίστηκαν στα επόμενα κύματα της πανδημίας Βήτα (νοτιοαφρικάνικη), Δέλτα (ινδική) και Γάμμα (βραζιλιάνικη), αλλά σε μικρότερο βαθμό, παρουσιάζοντας μια μείωση 30-50%.
«Το αποτέλεσμα που μάς εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι τα αντισώματα που παρήχθησαν από φυσική λοίμωξη στα άτομα άνω των 50 ετών παρείχαν μεγαλύτερο βαθμό προστασίας συγκριτικά με τους κάτω των 50 ετών», σημείωσε ο Δρ. Pelletier, εξηγώντας πως αυτό το διαπίστωσαν μετρώντας την ικανότητα των αντισωμάτων να αναστείλουν την αλληλεπίδραση της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού με τον υποδοχέα ACE-2 στα ανθρώπινα κύτταρα, δηλαδή τον τρόπο που έχει ο ιός για να εισβάλει στον οργανισμό. «Δεν παρατηρήσαμε το ίδιο φαινόμενο και με άλλες μεταλλάξεις» πρόσθεσε ο ειδικός.
Όταν κάποιος με ήπια λοίμωξη από COVID-19 εμβολιάζεται, το επίπεδο αντισωμάτων στο αίμα του διπλασιάζεται συγκριτικά με ένα ανεμβολίαστο άτομο που έχει μολυνθεί από τον ιό. Επίσης, τα αντισώματά του είναι πιο αποτελεσματικά στην αποτροπή της αλληλεπίδρασης πρωτεΐνης-ακίδας με υποδοχέα ACE-2.
«Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε δείγματα από άτομο νεότερο των 49 ετών, του οποίου η λοίμωξη δεν παρήγαγε αντισώματα που αναστέλλουν την αλληλεπίδραση ακίδας-ACE-2. Αντίθετα με τον εμβολιασμό. Αυτό υποδεικνύει ότι ο εμβολιασμός αυξάνει την προστασία έναντι της μετάλλαξης Δέλτα σε ανθρώπους που έχουν ήδη προσβληθεί από το αρχικό στέλεχος», καταλήγει ο Δρ. Masson.
Και οι δύο επιστήμονες, πάντως, υποστηρίζουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να προσδιοριστεί ο καλύτερος συνδυασμός για τη διατήρηση του πιο αποτελεσματικού επιπέδου αντισωμάτων που αντιδρούν σε όλες τις μεταλλάξεις του ιού.
όπως αναφέρει το ygeiamou.gr, ερευνητές του πανεπιστημίου του Μόντεραλ, στον Καναδά, δημοσίευσαν επιστημονική μελέτη στο Scientific Reports, στην οποία αναφέρουν ότι παρατήρησαν πως όσοι είχαν κάνει το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech ή της AstraZeneca είχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων σε σχέση με όσους είχαν μολυνθεί από τον ιό.
Επιπλέον, τα αντισώματα αυτά ήταν αποτελεσματικά και έναντι της μετάλλαξης Δέλτα, η οποία δεν είχε εμφανιστεί στο Κεμπέκ το 2020 όταν και συλλέχθηκαν τα δείγματα.
Οι ειδικοί ενδιαφέρθηκαν για μια συνθήκη που δεν έχει μελετηθεί εκτενώς, τους ανθρώπους που έχουν προσβληθεί από τον SARS-CoV-2 αλλά δε νοσηλεύθηκαν λόγω της λοίμωξης.
Έτσι, λοιπόν, 32 ενήλικες που είχαν διαγνωσθεί θετικοί στον κοροναϊό αλλά δεν είχαν νοσηλευθεί προσήλθαν στο Κέντρο Νοσηλείας του Πανεπιστημίου Laval 14 έως 21 ημέρες μετά τη διάγνωσή τους μέσω PCR τεστ. Αυτό συνέβη το 2020, δηλαδή πριν την εμφάνιση των μεταλλάξεων Βήτα, Δέλτα και Γάμμα.
«Όλοι όσοι είχαν μολυνθεί παρήγαγαν αντισώματα, αλλά οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι παρήγαγαν περισσότερα από τους ενηλίκους κάτω των 50 ετών. Επιπλέον, τα αντισώματα συνέχιζαν να υπάρχουν στην κυκλοφορία του αίματος 16 εβδομάδες μετά τη διάγνωσή τους», αναφέρει ο Δρ. Masson.
Επίσης, τα αντισώματα που παρήχθησαν μετά από λοίμωξη από το αρχικό στέλεχος του ιού αντέδρασαν στις μεταλλάξεις του SARS-CoV-2 που εμφανίστηκαν στα επόμενα κύματα της πανδημίας Βήτα (νοτιοαφρικάνικη), Δέλτα (ινδική) και Γάμμα (βραζιλιάνικη), αλλά σε μικρότερο βαθμό, παρουσιάζοντας μια μείωση 30-50%.
«Το αποτέλεσμα που μάς εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ότι τα αντισώματα που παρήχθησαν από φυσική λοίμωξη στα άτομα άνω των 50 ετών παρείχαν μεγαλύτερο βαθμό προστασίας συγκριτικά με τους κάτω των 50 ετών», σημείωσε ο Δρ. Pelletier, εξηγώντας πως αυτό το διαπίστωσαν μετρώντας την ικανότητα των αντισωμάτων να αναστείλουν την αλληλεπίδραση της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού με τον υποδοχέα ACE-2 στα ανθρώπινα κύτταρα, δηλαδή τον τρόπο που έχει ο ιός για να εισβάλει στον οργανισμό. «Δεν παρατηρήσαμε το ίδιο φαινόμενο και με άλλες μεταλλάξεις» πρόσθεσε ο ειδικός.
Όταν κάποιος με ήπια λοίμωξη από COVID-19 εμβολιάζεται, το επίπεδο αντισωμάτων στο αίμα του διπλασιάζεται συγκριτικά με ένα ανεμβολίαστο άτομο που έχει μολυνθεί από τον ιό. Επίσης, τα αντισώματά του είναι πιο αποτελεσματικά στην αποτροπή της αλληλεπίδρασης πρωτεΐνης-ακίδας με υποδοχέα ACE-2.
«Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι έχουμε δείγματα από άτομο νεότερο των 49 ετών, του οποίου η λοίμωξη δεν παρήγαγε αντισώματα που αναστέλλουν την αλληλεπίδραση ακίδας-ACE-2. Αντίθετα με τον εμβολιασμό. Αυτό υποδεικνύει ότι ο εμβολιασμός αυξάνει την προστασία έναντι της μετάλλαξης Δέλτα σε ανθρώπους που έχουν ήδη προσβληθεί από το αρχικό στέλεχος», καταλήγει ο Δρ. Masson.
Και οι δύο επιστήμονες, πάντως, υποστηρίζουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να προσδιοριστεί ο καλύτερος συνδυασμός για τη διατήρηση του πιο αποτελεσματικού επιπέδου αντισωμάτων που αντιδρούν σε όλες τις μεταλλάξεις του ιού.