Πόλεμος στην Ουκρανία: Πώς δύο μητέρες κατάφεραν να φύγουν από τη Μαριούπολη πεζή, μαζί με τα παιδιά τους
«Αποφασίσαμε ότι εάν πεθάνουμε, τουλάχιστον θα το έχουμε αντιμετωπίσει κατάματα αντί να κρυβόμαστε», δήλωσε η μία μητέρα
Σε ένα υπόγειο καταφύγιο παρέμεναν για δύο εβδομάδες στην πολύπαθη Μαριούπολη η Αλίσα Αρτιούκ και η Γιούλια Μπόικο, πριν βρουν το κουράγιο να αψηφήσουν τις συγκρούσεις και να εγκαταλείψουν την περιοχή με τα πόδια, καθώς είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και μαζί με αυτά οι ελπίδες για το μέλλον των μικρών τους παιδιών.
Μεταφέροντας μόνο νερό, μπισκότα, ρούχα και ένα γιουκαλίλι, οι δύο αυτές γυναίκες, που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους, διέσχισαν με τα αγόρια τους την πόλη, περνώντας δίπλα από ναρκοπέδια και νεκρούς, για να ξεκινήσουν ένα ταξίδι οκτώ ημερών που τους οδήγησε στην ασφάλεια ενός μικρού τσέχικου χωριού.
«Αποφασίσαμε ότι εάν πεθάνουμε, τουλάχιστον θα το έχουμε αντιμετωπίσει κατάματα αντί να κρυβόμαστε», δήλωσε η Αρτιούκ, 31 ετών, κοινωνική λειτουργός και καθηγήτρια μουσικής περιγράφοντας πώς περνούσαν από τα σημεία ελέγχου στρατού, τα καμένα τεθωρακισμένα και αυτοκίνητα που ήταν διασκορπισμένα στην πόλη.
«Θέλουμε να φύγουμε από τη Μαριούπολη λόγω των βομβαρδισμών», δήλωσε η Αρτιούκ.
«Είχε παντού εκρήξεις», πρόσθεσε. Η ίδια δήλωσε ότι το περπάτημα ήταν ασφαλέστερο από την οδήγηση «διότι μπορούσες να δεις τις νάρκες».
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεκάδες χιλιάδες άμαχοι είχαν εγκλωβιστεί για εβδομάδες στην πόλη-λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως σε υπόγεια με λιγοστές προμήθειες σε τρόφιμα, νερό και φάρμακα. Η Μαριούπολη, που κάποτε είχε 400.000 κατοίκους, περικυκλώθηκε και καταστράφηκε από βομβαρδισμούς κατά τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής πριν από ένα και πλέον μήνα.
Το διαμέρισμα της Αρτιούκ, την αποπληρωμή του οποίου είχε ολοκληρώσει μόλις τον Δεκέμβριο, καταστράφηκε από τις βόμβες, όπως εξηγεί η ίδια.
Η Μπόικο, από την πλευρά της, είπε ότι το σπίτι της επλήγη σε στρατιωτικό χτύπημα και ότι όλα τα προσωπικά έγγραφα καταστράφηκαν στη φωτιά που ξέσπασε στη συνέχεια.
Μετά τη ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου, πάνω από 4,2 εκατ. πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει την Ουκρανία, με τους περισσότερους εξ αυτών να εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω συνοριακών σημείων στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.
Η Μπόικο και η Αρτιούκ έφυγαν στις 17 Μαρτίου, διασχίζοντας σχεδόν 100 χιλιόμετρα με τα πόδια πριν ταξιδέψουν με λεωφορείο και τρένο στην πόλη Λβιβ, στη δυτική Ουκρανία. Από εκεί διέφυγαν στην Πολωνία.
«Χάσαμε τα πάντα όταν φύγαμε», λέει η 34χρονη Μπόικο σε ένα εξοχικό σπίτι στην άκρη ενός δάσους σε απόσταση περίπου 122 χιλιομέτρων από την Πράγα. «Το μυαλό και η καρδιά μου παραμένουν στη Μαριούπολη λόγω της οικογένειάς μου. Δεν γνωρίζω τι τους συνέβη», είπε.
Η προτεραιότητα των δύο γυναικών είναι τώρα να βρουν σχολεία για τους γιους τους, 8 και 11 ετών, και να μάθουν τσέχικα, ώστε να μπορέσουν να δουλέψουν.
Σχεδιάζουν να μετακινηθούν πιο κοντά στην Πράγα και έχουν πολύ λίγες ελπίδες ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν στο σπίτι τους.
«Δεν έχει μείνει τίποτα για να επιστρέψουμε πίσω», επισήμανε η Αρτιούκ.
Μεταφέροντας μόνο νερό, μπισκότα, ρούχα και ένα γιουκαλίλι, οι δύο αυτές γυναίκες, που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους, διέσχισαν με τα αγόρια τους την πόλη, περνώντας δίπλα από ναρκοπέδια και νεκρούς, για να ξεκινήσουν ένα ταξίδι οκτώ ημερών που τους οδήγησε στην ασφάλεια ενός μικρού τσέχικου χωριού.
«Αποφασίσαμε ότι εάν πεθάνουμε, τουλάχιστον θα το έχουμε αντιμετωπίσει κατάματα αντί να κρυβόμαστε», δήλωσε η Αρτιούκ, 31 ετών, κοινωνική λειτουργός και καθηγήτρια μουσικής περιγράφοντας πώς περνούσαν από τα σημεία ελέγχου στρατού, τα καμένα τεθωρακισμένα και αυτοκίνητα που ήταν διασκορπισμένα στην πόλη.
«Θέλουμε να φύγουμε από τη Μαριούπολη λόγω των βομβαρδισμών», δήλωσε η Αρτιούκ.
«Είχε παντού εκρήξεις», πρόσθεσε. Η ίδια δήλωσε ότι το περπάτημα ήταν ασφαλέστερο από την οδήγηση «διότι μπορούσες να δεις τις νάρκες».
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεκάδες χιλιάδες άμαχοι είχαν εγκλωβιστεί για εβδομάδες στην πόλη-λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως σε υπόγεια με λιγοστές προμήθειες σε τρόφιμα, νερό και φάρμακα. Η Μαριούπολη, που κάποτε είχε 400.000 κατοίκους, περικυκλώθηκε και καταστράφηκε από βομβαρδισμούς κατά τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής πριν από ένα και πλέον μήνα.
Το διαμέρισμα της Αρτιούκ, την αποπληρωμή του οποίου είχε ολοκληρώσει μόλις τον Δεκέμβριο, καταστράφηκε από τις βόμβες, όπως εξηγεί η ίδια.
Η Μπόικο, από την πλευρά της, είπε ότι το σπίτι της επλήγη σε στρατιωτικό χτύπημα και ότι όλα τα προσωπικά έγγραφα καταστράφηκαν στη φωτιά που ξέσπασε στη συνέχεια.
Μετά τη ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου, πάνω από 4,2 εκατ. πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει την Ουκρανία, με τους περισσότερους εξ αυτών να εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω συνοριακών σημείων στην Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία.
«Χάσαμε τα πάντα»
Η Μπόικο και η Αρτιούκ έφυγαν στις 17 Μαρτίου, διασχίζοντας σχεδόν 100 χιλιόμετρα με τα πόδια πριν ταξιδέψουν με λεωφορείο και τρένο στην πόλη Λβιβ, στη δυτική Ουκρανία. Από εκεί διέφυγαν στην Πολωνία. «Χάσαμε τα πάντα όταν φύγαμε», λέει η 34χρονη Μπόικο σε ένα εξοχικό σπίτι στην άκρη ενός δάσους σε απόσταση περίπου 122 χιλιομέτρων από την Πράγα. «Το μυαλό και η καρδιά μου παραμένουν στη Μαριούπολη λόγω της οικογένειάς μου. Δεν γνωρίζω τι τους συνέβη», είπε.
Η προτεραιότητα των δύο γυναικών είναι τώρα να βρουν σχολεία για τους γιους τους, 8 και 11 ετών, και να μάθουν τσέχικα, ώστε να μπορέσουν να δουλέψουν.
Σχεδιάζουν να μετακινηθούν πιο κοντά στην Πράγα και έχουν πολύ λίγες ελπίδες ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψουν στο σπίτι τους.
«Δεν έχει μείνει τίποτα για να επιστρέψουμε πίσω», επισήμανε η Αρτιούκ.