Η αμφιλεγόμενη παρουσία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε εκδήλωση της ρωσικής πρεσβείας για την εθνική εορτή της Ρωσίας
Η πρωτοβουλία της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η δεξίωση αφιερωμένη στην Ημέρα της Ρωσίας και η παρουσία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλου
Έντονο προβληματισμό και ευρύτερες συζητήσεις σε εκκλησιαστικούς κύκλους έχει προκαλέσει η παρουσία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κκ Θεόφιλου σε δεξίωση που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της Πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας και ήταν αφιερωμένη στην Ημέρα της Ρωσίας.
Πρόκειται για την εθνική εορτή της Ρωσίας η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο από τις 12 Ιουνίου του 1992. Οι φετινοί εορτασμοί τράβηξαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης καθώς έγιναν εν μέσω πολέμου, με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να σημειώνει μεταξύ άλλων. «Σήμερα γνωρίζουμε ιδιαίτερα καλά πόσο σημαντικό είναι για την πατρίδα, για την κοινωνία μας, για τον λαό μας να είμαστε ενωμένοι. Είμαστε περήφανοι για την ιστορία της χώρας μας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτή την ενότητα, την αφοσίωση στη μητέρα πατρίδα και την ευθύνη για αυτήν, μας την κληροδότησαν οι πρόγονοί μας».
Η δεξίωση στην Ιερουσαλήμ πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου στο συγκρότημα Sergievsky στο κέντρο της ισραηλινής πρωτεύουσας με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να ανταποκρίνεται στην πρόσκληση των Ρώσων συνοδευόμενος από τον Γέροντα Αρχιγραμματέα, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχο και κληρικούς της Αδελφότητας του Παναγίου Τάφου ενώ το παρών έδωσαν ο επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησιαστικής Αποστολής στην Ιερουσαλήμ, Αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος Ελίσοφ, συνοδευόμενος από τους κληρικούς της Ιεραποστολής.
Ο προβληματισμός που εκφράζεται από τους εκκλησιαστικούς κύκλους έγκειται στο γεγονός ότι διανύουμε μία περίοδο κατά την οποία το Πατριαρχείο Μόσχας και ο Ρώσος Πατριάρχης Κύριλλος δέχονται έντονη κριτική για τη στάση που έχουν τηρήσει από την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος καθώς και το γεγονός ότι η ανταπόκριση ήταν στην εθνική εορτή του ρωσικού κράτους σε μία περίοδο που η Ρωσική Εκκλησία λειτουργεί ως ένας βραχίονας του ρωσικού κράτους και η στάση τους στον πόλεμο είναι ταυτόσημη. Ο προβληματισμός αυτός έρχεται σε συνέχεια της συζήτησης που είχε προκληθεί μετά το ξέσπασμα του πολέμου και τις αντιδράσεις των Πατριαρχείων.
Ενώ από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας προβλήθηκαν τα δεινά του πολέμου και η ανάγκη ειρήνευσης, από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προωθήθηκε το μήνυμα της προσευχής για την επίτευξη της ειρήνης, ένα μήνυμα το οποίο απηχούταν και από το Πατριαρχείο Αντιοχείας. Το τελευταίο ωστόσο ταυτιζόταν πλήρως με τη Ρωσική Εκκλησία, όχι μόνο στην Εκκλησία που αναγνωρίζει στην Ουκρανία αλλά στο ρωσικό αφήγημα για πόλεμο με βάση το κοινό ιστορικό παρελθόν των δύο λαών. Επιπροσθέτως, στο μήνυμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων δεν υπήρχε καμία αναφορά για πόλεμο.
Πρόκειται για την εθνική εορτή της Ρωσίας η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο από τις 12 Ιουνίου του 1992. Οι φετινοί εορτασμοί τράβηξαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης καθώς έγιναν εν μέσω πολέμου, με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να σημειώνει μεταξύ άλλων. «Σήμερα γνωρίζουμε ιδιαίτερα καλά πόσο σημαντικό είναι για την πατρίδα, για την κοινωνία μας, για τον λαό μας να είμαστε ενωμένοι. Είμαστε περήφανοι για την ιστορία της χώρας μας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτή την ενότητα, την αφοσίωση στη μητέρα πατρίδα και την ευθύνη για αυτήν, μας την κληροδότησαν οι πρόγονοί μας».
Η δεξίωση στην Ιερουσαλήμ πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου στο συγκρότημα Sergievsky στο κέντρο της ισραηλινής πρωτεύουσας με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να ανταποκρίνεται στην πρόσκληση των Ρώσων συνοδευόμενος από τον Γέροντα Αρχιγραμματέα, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίνης κ. Αρίσταρχο και κληρικούς της Αδελφότητας του Παναγίου Τάφου ενώ το παρών έδωσαν ο επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησιαστικής Αποστολής στην Ιερουσαλήμ, Αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος Ελίσοφ, συνοδευόμενος από τους κληρικούς της Ιεραποστολής.
Ο προβληματισμός που εκφράζεται από τους εκκλησιαστικούς κύκλους έγκειται στο γεγονός ότι διανύουμε μία περίοδο κατά την οποία το Πατριαρχείο Μόσχας και ο Ρώσος Πατριάρχης Κύριλλος δέχονται έντονη κριτική για τη στάση που έχουν τηρήσει από την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος καθώς και το γεγονός ότι η ανταπόκριση ήταν στην εθνική εορτή του ρωσικού κράτους σε μία περίοδο που η Ρωσική Εκκλησία λειτουργεί ως ένας βραχίονας του ρωσικού κράτους και η στάση τους στον πόλεμο είναι ταυτόσημη. Ο προβληματισμός αυτός έρχεται σε συνέχεια της συζήτησης που είχε προκληθεί μετά το ξέσπασμα του πολέμου και τις αντιδράσεις των Πατριαρχείων.
Ενώ από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας προβλήθηκαν τα δεινά του πολέμου και η ανάγκη ειρήνευσης, από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προωθήθηκε το μήνυμα της προσευχής για την επίτευξη της ειρήνης, ένα μήνυμα το οποίο απηχούταν και από το Πατριαρχείο Αντιοχείας. Το τελευταίο ωστόσο ταυτιζόταν πλήρως με τη Ρωσική Εκκλησία, όχι μόνο στην Εκκλησία που αναγνωρίζει στην Ουκρανία αλλά στο ρωσικό αφήγημα για πόλεμο με βάση το κοινό ιστορικό παρελθόν των δύο λαών. Επιπροσθέτως, στο μήνυμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων δεν υπήρχε καμία αναφορά για πόλεμο.