To «κορίτσι της Ναπάλμ» υποβλήθηκε στην τελική θεραπεία, μισό αιώνα μετά τη συγκλονιστική φωτογραφία του πολέμου του Βιετνάμ
Ο φωτορεπόρτερ του Associated Press, Νικ Ουτ, κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ για τη συκλονιστική αυτή φωτογραφία - Ήταν 8 Ιουνίου 1972 μετά την επίθεση με ναπάλμ στο χωριό, Τρανγκ Μπανγκ, στο Βιετνάμ
Η 59χρονη σήμερα Παν Τι Κιμ Πουκ παλεύει ακόμα με τον εφιάλτη του πολέμου του Βιετνάμ, προσπαθώντας να επουλώσει τα βαθιά τραύματα που άφησε στο κορμί της. «Τα τραύματα της ψυχής δεν θα γιατρευτούν ποτέ» λέει.
Ήταν μόλις εννέα ετών όταν ο φωτογράφος την απαθανάτισε να τρέχει ουρλιάζοντας από τους πόνους μετά την επίθεση με ναπάλμ στο χωριό, Τρανγκ Μπανγκ, στο Βιετνάμ, στις 8 Ιουνίου 1972.
Η συγκλονιστική αυτή φωτογραφία, βραβεύτηκε με Πούλιτζερ.
Τα τραύματά της ήταν τόσο σοβαρά που οι γιατροί πίστεψαν ότι δεν θα επιζούσε, αλλά ύστερα από ένα χρόνο εντατικής θεραπείας, η κατάστασή της σταθεροποιήθηκε.
Τελικά ανάρρωσε και έζησε στο Βιετνάμ μέχρι το 1992 προτού μετακομίσει στον Καναδά με τον σύζυγό της, όπου ζει ακόμα.
Η Πουκ, την Τριτη βρέθηκε στο Μαϊάμι, στο Ινστιτούτο Λέιζερ και Δερματολογίας, για να υποβληθεί στη 12η και τελευταία θεραπεία για τα εγκαύματά της.
«Τώρα, 50 χρόνια μετά, δεν είμαι πια θύμα πολέμου, δεν είμαι το κορίτσι της Ναπάλμ. Τώρα είμαι φίλη, βοηθός, είμαι γιαγιά και μια επιζήσασα που φωνάζει υπέρ της ειρήνης», είπε η ίδια πρόσφατα, σε συνέντευξή της στο αμερικανικό δίκτυο CBS.
«Κοίταξα ψηλά και είδα το αεροπλάνο και τέσσερις βόμβες ναπάλμ να προσγειώνονται. Άκουσα τον θόρυβο, και ξαφνικά ξέσπασαν φωτιές παντού γύρω μου και είδα το χέρι μου τυλιγμένο στις φλόγες», δήλωσε.
«Ακόμα θυμάμαι τι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή - Θεέ μου, κάηκα, τότε θα γίνω άσχημη και οι άνθρωποι θα με βλέπουν διαφορετικά», εξήγησε.
Μιλώντας για τον φωτορεπόρτερ που τράβηξε τη φωτογραφία και τελικά της έσωσε τη ζωή, είπε «Μου είπε ότι όταν τράβηξε τη φωτογραφία μου, με είδε με τόσο σοβαρά εγκαύματα, που άφησε κάτω τη φωτογραφική του μηχανή και έτρεξε να με μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο».
Ο φωτορεπόρτερ περιέγραψε πώς αρνήθηκαν στο νοσοκομείο να παραλάβουν το κορίτσι και του είπαν να τη μεταφέρει σε άλλη κλινική, δύο ώρες δρόμο πιο μακριά: «Εξοργίστηκα, τους έδειξα τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα και τους λέω “είμαι από τα ΜΜΕ, αν η μικρή πεθάνει στα χέρια μου, η φωτογραφία της θα είναι αύριο στα πρωτοσέλιδα κάθε εφημερίδας”. Τότε ανησύχησαν με αυτά που τους είπα και την πήραν αμέσως μέσα».
Η εικόνα που τράβηξε ο Ουτ μπήκε στο πρωτοσέλιδο των New York Times την επόμενη μέρα. Η ίδια εξακολουθεί να διατηρεί επαφή μαζί του. Ο 71χρονος φωτορεπόρτερ έχει συνταξιοδοτηθεί αλλά πήγε μαζί της στο Μαϊάμι αυτή την εβδομάδα για να τιμήσει την 50ή επέτειο και το τέλος της θεραπείας της.
Ήταν μόλις εννέα ετών όταν ο φωτογράφος την απαθανάτισε να τρέχει ουρλιάζοντας από τους πόνους μετά την επίθεση με ναπάλμ στο χωριό, Τρανγκ Μπανγκ, στο Βιετνάμ, στις 8 Ιουνίου 1972.
Η συγκλονιστική αυτή φωτογραφία, βραβεύτηκε με Πούλιτζερ.
Τα τραύματά της ήταν τόσο σοβαρά που οι γιατροί πίστεψαν ότι δεν θα επιζούσε, αλλά ύστερα από ένα χρόνο εντατικής θεραπείας, η κατάστασή της σταθεροποιήθηκε.
Τελικά ανάρρωσε και έζησε στο Βιετνάμ μέχρι το 1992 προτού μετακομίσει στον Καναδά με τον σύζυγό της, όπου ζει ακόμα.
Η Πουκ, την Τριτη βρέθηκε στο Μαϊάμι, στο Ινστιτούτο Λέιζερ και Δερματολογίας, για να υποβληθεί στη 12η και τελευταία θεραπεία για τα εγκαύματά της.
«Τώρα είμαι επιζήσασα που φωνάζει υπέρ της ειρήνης»
Η Παν Τι, στην πορεία της ζωής της, προχώρησε σε εξειδικευμένες θεραπείες στο Μαϊάμι, τις οποίες χειρουργός συμφώνησε να πραγματοποιήσει δωρεάν.«Τώρα, 50 χρόνια μετά, δεν είμαι πια θύμα πολέμου, δεν είμαι το κορίτσι της Ναπάλμ. Τώρα είμαι φίλη, βοηθός, είμαι γιαγιά και μια επιζήσασα που φωνάζει υπέρ της ειρήνης», είπε η ίδια πρόσφατα, σε συνέντευξή της στο αμερικανικό δίκτυο CBS.
«Κοιτάω ψηλά, βλέπω το αεροπλάνο και τέσσερις βόμβες»
Η Πουκ έπαιζε με άλλα παιδιά όταν Βιετναμέζοι στρατιώτες τούς είπαν να τρέξουν να απομακρυνθούν.«Κοίταξα ψηλά και είδα το αεροπλάνο και τέσσερις βόμβες ναπάλμ να προσγειώνονται. Άκουσα τον θόρυβο, και ξαφνικά ξέσπασαν φωτιές παντού γύρω μου και είδα το χέρι μου τυλιγμένο στις φλόγες», δήλωσε.
«Ακόμα θυμάμαι τι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή - Θεέ μου, κάηκα, τότε θα γίνω άσχημη και οι άνθρωποι θα με βλέπουν διαφορετικά», εξήγησε.
Μιλώντας για τον φωτορεπόρτερ που τράβηξε τη φωτογραφία και τελικά της έσωσε τη ζωή, είπε «Μου είπε ότι όταν τράβηξε τη φωτογραφία μου, με είδε με τόσο σοβαρά εγκαύματα, που άφησε κάτω τη φωτογραφική του μηχανή και έτρεξε να με μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο».
Ο φωτορεπόρτερ περιέγραψε πώς αρνήθηκαν στο νοσοκομείο να παραλάβουν το κορίτσι και του είπαν να τη μεταφέρει σε άλλη κλινική, δύο ώρες δρόμο πιο μακριά: «Εξοργίστηκα, τους έδειξα τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα και τους λέω “είμαι από τα ΜΜΕ, αν η μικρή πεθάνει στα χέρια μου, η φωτογραφία της θα είναι αύριο στα πρωτοσέλιδα κάθε εφημερίδας”. Τότε ανησύχησαν με αυτά που τους είπα και την πήραν αμέσως μέσα».
Η εικόνα που τράβηξε ο Ουτ μπήκε στο πρωτοσέλιδο των New York Times την επόμενη μέρα. Η ίδια εξακολουθεί να διατηρεί επαφή μαζί του. Ο 71χρονος φωτορεπόρτερ έχει συνταξιοδοτηθεί αλλά πήγε μαζί της στο Μαϊάμι αυτή την εβδομάδα για να τιμήσει την 50ή επέτειο και το τέλος της θεραπείας της.