Μπάιντεν: Υπέρ της διαγραφής χρεών από φοιτητικά δάνεια - Αψηφά τις αντιδράσεις επικριτών
Το μέτρο αφορά «τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε χθες Τετάρτη πως η αμερικανική κυβέρνηση θα διαγράψει χρέη ύψους 10.000 δολαρίων ανά φοιτητικό δάνειο, υλοποιώντας έτσι μια προεκλογική δέσμευσή του.
Η απόφαση αναμένεται να ενισχύσει την υποστήριξη προς τους Δημοκρατικούς υποψηφίους στις εκλογές του Νοεμβρίου, ωστόσο ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να ρίξει λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού, ενώ Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο αμφισβητούν ότι ο πρόεδρος έχει την εξουσία να διαγράψει χρέη.
Αυτή η διαγραφή ύψους 10.000 δολαρίων ανά δάνειο, αφορά πρώην φοιτητές το ετήσιο εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνά τα 125.000 δολάρια ή 250.000 δολάρια για παντρεμένα ζευγάρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν περικόπτονταν όλα τα φοιτητικά δάνεια κατά 10.000 δολάρια, το συνολικό κόστος θα ανερχόταν σε 321 δισεκατομμύρια, ενώ θα εξαλειφόταν το χρέος για 11,8 εκατομμύρια δανειολήπτες, δηλαδή το 31% των φοιτητών.
Το μέτρο αφορά «τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη», είπε ο πρόεδρος Μπάιντεν και σημείωσε ότι «οι εργαζόμενοι και η μεσαία τάξη έχουν πληγεί σκληρά κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Τόνισε ότι από το μέτρο δεν θα ωφεληθεί κανένα νοικοκυριό με υψηλά εισοδήματα και δήλωσε: «Δεν θα ζητήσω ποτέ συγγνώμη επειδή βοήθησα εργαζόμενους Αμερικανούς και τη μεσαία τάξη, ειδικά από εκείνους που ψήφισαν υπέρ της μείωσης φόρων ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ωφέλησαν κυρίως τους πλουσιότερους Αμερικανούς και τις μεγάλες εταιρείες».
Ορισμένα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος πίεζαν τον πρόεδρο Μπάιντεν να διαγράψει χρέη έως και 50.000 δολαρίων ανά δανειολήπτη.
Οι Ρεπουμπλικάνοι αντιστάθηκαν σθεναρά στη διαγραφή φοιτητικών δανείων με τον επικεφαλής τους στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ, να δηλώνει ότι «ο σοσιαλισμός του προέδρου Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τα φοιτητικά δάνεια είναι ένα χαστούκι σε κάθε οικογένεια που έκανε θυσίες για να αποταμιεύσει χρήματα για το κολέγιο, σε κάθε πτυχιούχο που αποπλήρωσε το δάνειό του και σε κάθε Αμερικανό που επέλεξε διαφορετική καριέρα ή κατατάχθηκε εθελοντικά στις Ένοπλες Δυνάμεις για να αποφύγει τα χρέη».
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς υποστήριξε ότι η ελάφρυνση χρέους «καταναλώνει πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα βοηθώντας όσους δεν είχαν, για οποιονδήποτε λόγο, την ευκαιρία να φοιτήσουν σε κολέγιο», επισημαίνοντας πως ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των διδάκτρων.
Ομοίως, ο Τζέισον Φέρμαν, καθηγητής του Χάρβαρντ που διετέλεσε επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, τόνισε ότι «το να χύνεις βενζίνη αξίας περίπου μισού τρισεκατομμυρίου δολαρίων στη φωτιά του πληθωρισμού που ήδη μαίνεται, συνιστά απερισκεψία».
Ωστόσο, ο επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου Moody’s Μαρκ Ζάντι τάχθηκε στο πλευρό του Λευκού Οίκου, εκτιμώντας ότι το μέτρο θα λειτουργήσει αποπληθωριστικά.
Η απόφαση αναμένεται να ενισχύσει την υποστήριξη προς τους Δημοκρατικούς υποψηφίους στις εκλογές του Νοεμβρίου, ωστόσο ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να ρίξει λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού, ενώ Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο αμφισβητούν ότι ο πρόεδρος έχει την εξουσία να διαγράψει χρέη.
Αυτή η διαγραφή ύψους 10.000 δολαρίων ανά δάνειο, αφορά πρώην φοιτητές το ετήσιο εισόδημα των οποίων δεν ξεπερνά τα 125.000 δολάρια ή 250.000 δολάρια για παντρεμένα ζευγάρια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν περικόπτονταν όλα τα φοιτητικά δάνεια κατά 10.000 δολάρια, το συνολικό κόστος θα ανερχόταν σε 321 δισεκατομμύρια, ενώ θα εξαλειφόταν το χρέος για 11,8 εκατομμύρια δανειολήπτες, δηλαδή το 31% των φοιτητών.
Το μέτρο αφορά «τις οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη», είπε ο πρόεδρος Μπάιντεν και σημείωσε ότι «οι εργαζόμενοι και η μεσαία τάξη έχουν πληγεί σκληρά κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Τόνισε ότι από το μέτρο δεν θα ωφεληθεί κανένα νοικοκυριό με υψηλά εισοδήματα και δήλωσε: «Δεν θα ζητήσω ποτέ συγγνώμη επειδή βοήθησα εργαζόμενους Αμερικανούς και τη μεσαία τάξη, ειδικά από εκείνους που ψήφισαν υπέρ της μείωσης φόρων ύψους 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ωφέλησαν κυρίως τους πλουσιότερους Αμερικανούς και τις μεγάλες εταιρείες».
Ορισμένα στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος πίεζαν τον πρόεδρο Μπάιντεν να διαγράψει χρέη έως και 50.000 δολαρίων ανά δανειολήπτη.
Οι Ρεπουμπλικάνοι αντιστάθηκαν σθεναρά στη διαγραφή φοιτητικών δανείων με τον επικεφαλής τους στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ, να δηλώνει ότι «ο σοσιαλισμός του προέδρου Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τα φοιτητικά δάνεια είναι ένα χαστούκι σε κάθε οικογένεια που έκανε θυσίες για να αποταμιεύσει χρήματα για το κολέγιο, σε κάθε πτυχιούχο που αποπλήρωσε το δάνειό του και σε κάθε Αμερικανό που επέλεξε διαφορετική καριέρα ή κατατάχθηκε εθελοντικά στις Ένοπλες Δυνάμεις για να αποφύγει τα χρέη».
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς υποστήριξε ότι η ελάφρυνση χρέους «καταναλώνει πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καλύτερα βοηθώντας όσους δεν είχαν, για οποιονδήποτε λόγο, την ευκαιρία να φοιτήσουν σε κολέγιο», επισημαίνοντας πως ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των διδάκτρων.
Ομοίως, ο Τζέισον Φέρμαν, καθηγητής του Χάρβαρντ που διετέλεσε επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, τόνισε ότι «το να χύνεις βενζίνη αξίας περίπου μισού τρισεκατομμυρίου δολαρίων στη φωτιά του πληθωρισμού που ήδη μαίνεται, συνιστά απερισκεψία».
Ωστόσο, ο επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου Moody’s Μαρκ Ζάντι τάχθηκε στο πλευρό του Λευκού Οίκου, εκτιμώντας ότι το μέτρο θα λειτουργήσει αποπληθωριστικά.