Ζαν-Λικ Γκοντάρ: Έκανε ευθανασία - «Δεν ήταν άρρωστος, αλλά εξαντλημένος», λέει η Libération
Ο Γκοντάρ αποφάσισε να προχωρήσει σε ευθανασία, κάτι που νομικά επιτρέπεται στην Ελβετία λόγω πολλαπλών παθήσεων που προκαλούν αναπηρία
Ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο νονός της γαλλικής «νουβέλ βαγκ», πέθανε σήμερα σε ηλικία 91 ετών, προκαλώντας παγκόσμια συγκίνηση.
Σύμφωνα με τη Libération, ο θρυλικός σκηνοθέτης υπεβλήθη σε ευθανασία, ενώ πρόσωπο από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον, δήλωσε ότι «δεν ήταν άρρωστος, αλλά εξαντλημένος».
Η γαλλική εφημερίδα επικαλείται δηλώσεις του Patrick Jeanneret, νομικού συμβούλου της οικογένειας του Γκοντάρ ο οποίος αναφέρει ότι «ο Γκοντάρ αποφάσισε να προχωρήσει σε ευθανασία, κάτι που νομικά επιτρέπεται στην Ελβετία λόγω πολλαπλών παθήσεων που προκαλούν αναπηρία. Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος».
Η γαλλική εφημερίδα αναφέρει ακόμη ότι «κατάφερε τελικά να πραγματοποιήσει τις πεποιθήσεις του». «Είχε λοιπόν αποφασίσει να δώσει τέλος», γράφει η εφημερίδα. «Ήταν δική του απόφαση και ήταν σημαντικό να την κάνει γνωστή. Ένα άλλο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά στον σκηνοθέτη επιβεβαίωσε την πληροφορία αυτή».
Το ελβετικό πρακτορείο ειδήσεων ATS επικαλούμενο τη σύντροφο του Γκοντάρ, Ανν-Μαρί Μιβίλ, και τους παραγωγούς της, ανέφερε ότι ο Γκοντάρ πέθανε ειρηνικά και περιτριγυρισμένος από τα αγαπημένα του πρόσωπα στο σπίτι του στην ελβετική πόλη Ρόλε, στη λίμνη της Γενεύης, σήμερα.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν απέτισε φόρο τιμής στον Γκοντάρ ως «τον πιο εικονοκλαστικό από τους σκηνοθέτες του Νέου Κύματος» που «εφηύρε μια αποφασιστικά σύγχρονη, έντονα ελεύθερη μορφή τέχνης». Πρόσθεσε: «Χάσαμε έναν εθνικό θησαυρό, το μάτι μιας ιδιοφυΐας».
Ο Γκοντάρ αψήφησε τις συμβάσεις κατά τη διάρκεια μιας μακράς καριέρας που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 ως κριτικός κινηματογράφου. Ξαναέγραψε τους κανόνες για την κάμερα, τον ήχο και την αφήγηση.
Συνεργάστηκε με μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό και ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο οποίος έγινε διάσημος μέσω των ταινιών του Γκοντάρ.
Ενώ πολλά από τα έργα του επαινέθηκαν, ο Γκοντάρ έκανε επίσης μια σειρά από ταινίες που ήταν πολιτικά φορτισμένες και πειραματικές, και ικανοποίησαν λίγους εκτός ενός μικρού κύκλου θαυμαστών, ενώ απογοήτευσαν πολλούς κριτικούς που τις είδαν γεμάτες με υπερβολικά διανοούμενο πνεύμα.
Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών Τιερί Φρεμό δήλωσε στο Associated Press την Τρίτη ότι ήταν «λυπημένος, λυπημένος. Απέραντα λυπημένος» με την είδηση του θανάτου του Γκοντάρ.
Στην Ελβετία επιτρέπεται η ευθανασία, σύμφωνα με το άρθρο 115 του ποινικού κώδικα, ο οποίος χρονολογείται από το 1937. «Ρωτάω συχνά τον γιατρό μου, τον δικηγόρο μου «Αν σας ζητούσα βαρβιτουρικά ή μορφίνη, θα μου τα δίνατε;», δήλωνε ο ίδιος ο σκηνοθέτης της Νουβάλ Βαγκ, το 2014.
Όπως αναφέρει η γαλλική εφημερίδα Libération, σύμφωνα με τους οικείους του, ο σκηνοθέτης είχε μια φιλοσοφική άποψη για την αυτοκτονία, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. «Ο Γκοντάρ μαγευόταν από την ιδέα», γράφει ο κριτικός κινηματογράφου Jean-Luc Douin στο βιβλίο του για τον μεγάλο δημιουργό. «Μια μέρα ο Ερίκ Ρομέρ τον βρήκε στο σπίτι του να κολυμπάει στο αίμα, γιατί περνούσε μια ερωτική απογοήτευση. Ένα άλλο βράδυ, στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Une femme est une femme, μάλωσε τόσο έντονα με την ηθοποιό Άννα Καρίνα που έκοψε τις φλέβες του», προσθέτει.
Το 2004, στην Libération, ο Γκοντάρ επιβεβαίωνε ότι είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, μετά το 1968, «αλλά ήταν μάλλον ερασιτεχνική». «Για να με προσέξουν», σημείωνε. Στην ταινία Notre musique (2004), έβαλε μια ηθοποιό να διαβάσει μια φράση του Αλμπέρ Καμύ, προερχόμενη από το βιβλίο «Ο Μύθος του Σισύφου»: «Δεν υπάρχει παρά ένα μόνο σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα, η αυτοκτονία».
Στις ταινίες του, το θέμα της αυτοκτονίας επανέρχεται συχνά. Το 1987, στην ταινία του Soigne ta droite, βάζει στα χέρια του ηθοποιού Μισέλ Καλαμπρύ το βιβλίο Suicide, mode d’emploi [Εγχειρίδιο αυτοκτονίας], το οποίο είχε απαγορευτεί στη Γαλλία, μετά την κυκλοφορία του το 1982. «Το έχετε πάντα μαζί σας;», τον ρωτάει ο δημοσιογράφος Πατρίκ Κοέν, σε μια μακρά συνομιλία που είχε μαζί του στο ραδιόφωνο France Inter, το 2014. «Ναι, ναι», απαντά ο Γκοντάρ. «Αν και πάει καιρός που δεν το έχω ξεφυλλίσει…». Στην ίδια συνέντευξη ο σκηνοθέτης δήλωνε πως δεν σκέφτεται τον θάνατο, αλλά «μόνο τον πόνο, τα υπόλοιπα όχι».
Σύμφωνα με τη Libération, ο θρυλικός σκηνοθέτης υπεβλήθη σε ευθανασία, ενώ πρόσωπο από το στενό οικογενειακό του περιβάλλον, δήλωσε ότι «δεν ήταν άρρωστος, αλλά εξαντλημένος».
Η γαλλική εφημερίδα επικαλείται δηλώσεις του Patrick Jeanneret, νομικού συμβούλου της οικογένειας του Γκοντάρ ο οποίος αναφέρει ότι «ο Γκοντάρ αποφάσισε να προχωρήσει σε ευθανασία, κάτι που νομικά επιτρέπεται στην Ελβετία λόγω πολλαπλών παθήσεων που προκαλούν αναπηρία. Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος».
Η γαλλική εφημερίδα αναφέρει ακόμη ότι «κατάφερε τελικά να πραγματοποιήσει τις πεποιθήσεις του». «Είχε λοιπόν αποφασίσει να δώσει τέλος», γράφει η εφημερίδα. «Ήταν δική του απόφαση και ήταν σημαντικό να την κάνει γνωστή. Ένα άλλο πρόσωπο που βρίσκεται κοντά στον σκηνοθέτη επιβεβαίωσε την πληροφορία αυτή».
Ζαν Λυκ Γκοντάρ, το enfant terrrible του γαλλικού Νέου Κύματος
Ο Γκοντάρ, θεωρείτο το enfant terrible του γαλλικού Νέου Κύματος που έφερε επανάσταση στον λαϊκό κινηματογράφο το 1960 με την πρώτη του μεγάλη προσπάθεια, το Breathless, και στάθηκε για χρόνια ένας από τους πιο ζωτικούς και προκλητικούς σκηνοθέτες παγκοσμίως ήταν 91 ετών.Ο Γκοντάρ αψήφησε τις συμβάσεις κατά τη διάρκεια μιας μακράς καριέρας που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 ως κριτικός κινηματογράφου. Ξαναέγραψε τους κανόνες για την κάμερα, τον ήχο και την αφήγηση.
Συνεργάστηκε με μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό και ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό, ο οποίος έγινε διάσημος μέσω των ταινιών του Γκοντάρ.
Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών Τιερί Φρεμό δήλωσε στο Associated Press την Τρίτη ότι ήταν «λυπημένος, λυπημένος. Απέραντα λυπημένος» με την είδηση του θανάτου του Γκοντάρ.
Στην Ελβετία επιτρέπεται η ευθανασία, σύμφωνα με το άρθρο 115 του ποινικού κώδικα, ο οποίος χρονολογείται από το 1937. «Ρωτάω συχνά τον γιατρό μου, τον δικηγόρο μου «Αν σας ζητούσα βαρβιτουρικά ή μορφίνη, θα μου τα δίνατε;», δήλωνε ο ίδιος ο σκηνοθέτης της Νουβάλ Βαγκ, το 2014.
Το 2004, στην Libération, ο Γκοντάρ επιβεβαίωνε ότι είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, μετά το 1968, «αλλά ήταν μάλλον ερασιτεχνική». «Για να με προσέξουν», σημείωνε. Στην ταινία Notre musique (2004), έβαλε μια ηθοποιό να διαβάσει μια φράση του Αλμπέρ Καμύ, προερχόμενη από το βιβλίο «Ο Μύθος του Σισύφου»: «Δεν υπάρχει παρά ένα μόνο σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα, η αυτοκτονία».
Στις ταινίες του, το θέμα της αυτοκτονίας επανέρχεται συχνά. Το 1987, στην ταινία του Soigne ta droite, βάζει στα χέρια του ηθοποιού Μισέλ Καλαμπρύ το βιβλίο Suicide, mode d’emploi [Εγχειρίδιο αυτοκτονίας], το οποίο είχε απαγορευτεί στη Γαλλία, μετά την κυκλοφορία του το 1982. «Το έχετε πάντα μαζί σας;», τον ρωτάει ο δημοσιογράφος Πατρίκ Κοέν, σε μια μακρά συνομιλία που είχε μαζί του στο ραδιόφωνο France Inter, το 2014. «Ναι, ναι», απαντά ο Γκοντάρ. «Αν και πάει καιρός που δεν το έχω ξεφυλλίσει…». Στην ίδια συνέντευξη ο σκηνοθέτης δήλωνε πως δεν σκέφτεται τον θάνατο, αλλά «μόνο τον πόνο, τα υπόλοιπα όχι».