Η συλλογή της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ από κοσμήματα και κτήματα μπορεί να ήταν εντυπωσιακή, όμως ο πλούτος της ωχριά μπροστά στους… θησαυρούς άλλων «γαλαζοαίματων» του πλανήτη. Η προσωπική της περιουσία, που περνάει στους διαδόχους, υπολογίζεται γύρω στα 500 εκατομμύρια δολάρια, την ώρα που η περιουσία της βασιλικής οικογένειας της Ταϋλάνδης, λόγου χάρη, εκτιμάται μεταξύ 50 και 70 δισ. δολαρίων. Στο προσωπικό της «κομπόδεμα», όμως, προστίθεται και μια ετήσια χορηγία, οι δαπάνες δηλαδή που συνδέονται με τις επίσημες δραστηριότητες της βασίλισσας και των μελών της οικογένειας, ένα δαιδαλώδες οικονομικό «αλισβερίσι» μεταξύ του Μπάκιγχαμ και της εκάστοτε κυβέρνησης, στο οποίο βασίζονται εν πολλοίς τα θεμέλια της μοναρχίας.

Οι φορολογούμενοι χρηματοδοτούν τον τρόπο ζωής του Βρετανού μονάρχη, ενώ ο ίδιος και η βασιλική οικογένεια λαμβάνουν επίσης έσοδα από γιγάντιες ιδιωτικές εκμεταλλεύσεις. Το ετήσιο επίδομα από την κυβέρνηση, που ονομάζεται «Sovereign Grant», κάλυπτε τα επίσημα έξοδα της βασίλισσας και εκείνα των άλλων βασιλικών μελών που την εκπροσωπούσαν και το οικονομικό έτος 2020-2021 ανήλθε σε σχεδόν 130 εκατομμύρια δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί με σχεδόν 2 δολάρια ανά άτομο στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με τις οικονομικές εκθέσεις της βασιλικής οικογένειας.

1
Προέρχεται κατά βάση από τα κέρδη του «Crown Estate», ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο γης και άλλων περιουσιακών στοιχείων, όπως αιολικά πάρκα, με το 15% των κερδών του να καταβάλλονται στον βασιλεύοντα μονάρχη και το υπόλοιπο να περνάει στο κράτος. Το ποσοστό καθορίζεται από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και υπόκειται σε αλλαγές.

Για παράδειγμα, το 2017 συμφωνήθηκε ότι η βασίλισσα για τα επόμενα 10 χρόνια θα λάμβανε όχι το 15%, αλλά το 25% για να βοηθήσει στη χρηματοδότηση της ανακαίνισης του παλατιού του Μπάκιγχαμ.

Στο «Crown Estate» ανήκουν τα παλάτια του Μπάκιγχαμ και του Χόλιρουντ, το Κάστρο του Ουίνδσορ, αλλά και τα κοσμήματα του Στέμματος, μια συλλογή έργων Τέχνης και ιστορικά αρχεία και κειμήλια.

Πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής περιουσίας και των κρατικών περιουσιακών στοιχείων που περνούν εξ ολοκλήρου στον βασιλιά. Δεν είναι ακόμη σαφές ποιος θα λάβει τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία της βασίλισσας, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοφυλακίου μετοχών της και άλλων επενδύσεων. Το ιδιωτικό πορτοφόλι («Privy Purse») είναι τα ιδιωτικά έσοδα του μονάρχη, που προέρχονται κυρίως από το Δουκάτο του Λάνκαστερ, που ανήκε στη μοναρχία από τον Μεσαίωνα.

Στην ιδιωτική της περιουσία ανήκουν δύο ακίνητα που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της: το Κάστρο Μπαλμόραλ στη Σκωτία και το εξοχικό κτήμα Σάντριγχαμ, όπως επίσης μια συλλογή γραμματοσήμων που ανήκε στον παππού της, τον βασιλιά Γεώργιο Ε’, χιλιάδες στρέμματα αγροτικής γης, αλλά και τα αγαπημένα της άλογα ιπποδρομιών. Τα κοσμήματα του Στέμματος, τα οποία έχουν αποτιμηθεί σε περίπου 3,4 δισ. δολάρια, ανήκαν συμβολικά στη βασίλισσα, αλλά μεταφέρονται αυτόματα στον διάδοχό της. Η περιουσία της βασίλισσας αμαυρώθηκε από το σκάνδαλο των «Paradise Papers», των μυστικών εγγράφων που διέρρευσαν ύστερα από έρευνα και αποκάλυπταν πρακτικές φοροαποφυγής εκ μέρους των ισχυρών και των διασημοτήτων.

Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις που έγιναν το 2017 από τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ), η Ελισάβετ Β’ διέθετε, μέσω του Δουκάτου του Λάνκαστερ, γύρω στις 10 εκατομμύρια στερλίνες σε ταμεία στα Νησιά Κέιμαν και στις Βερμούδες, εδάφη του Ηνωμένου Βασιλείου που χαρακτηρίζονται φορολογικοί παράδεισοι.