Γαλλία: Πολιτική αντιπαράθεση για τη δολοφονία της 12χρονης Λόλα - Η βασική ύποπτη χαρακτηρίζεται βίαιη, που ζούσε στο περιθώριο
Δίωξη για ανθρωποκτονία και βιασμό, με βασανιστήρια και βαρβαρότητα, σε βάρος ανηλίκου κάτω των 15 ετών ασκήθηκε στην 24χρονη Αλγερινή Ντάμπια Μπ. για τη δολοφονία της 12χρονης Λόλα Νταβιέ
Τα πρώτα στοιχεία για το χαρακτήρα της Νταμπία Μπ., της 24χρονης Αλγερινής που κατηγορείται για τη δολοφονία μιας 12χρονης, το πτώμα της οποίας βρέθηκε μέσα σε μια βαλίτσα την περασμένη εβδομάδα, υποδηλώνουν ότι βίωνε μια χαοτική ζωή, σημαδεμένη από την περιθωριοποίηση και τη βία.
Η Νταμπία έχει ήδη προφυλακιστεί. Την Δευτέρα της ασκήθηκε δίωξη για «ανθρωποκτονία και βιασμό, με βασανιστήρια και βαρβαρότητα, σε βάρος ανηλίκου κάτω των 15 ετών».
Ο θάνατος της 12χρονης Λόλα προκάλεσε συγκίνηση αλλά και αντιπαράθεση στη Γαλλία. Οι γονείς του παιδιού έγιναν δεκτοί την Τρίτη από τον Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν που τους εξέφρασε την υποστήριξή του.
Η Νταμπία Μπ. γεννήθηκε στην Αλγερία την άνοιξη του 1998 και έφτασε στη Γαλλία το 2016 νόμιμα, με φοιτητική άδεια παραμονής. Δύο χρόνια αργότερα, το 2018, έπεσε θύμα συζυγικής βίας -από αυτό το περιστατικό την έμαθε η αστυνομία.
Στις 21 Αυγούστου φέτος συνελήφθη σε αεροδρόμιο της Γαλλίας διότι δεν διέθετε πλέον άδεια παραμονής και της ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να φύγει από τη χώρα. Καθώς δεν είχε ποινικό ιστορικό, την άφησαν ελεύθερη και της δόθηκε διορία 30 ημερών για να επιστρέψει στην Αλγερία.
Σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις, η Νταμπία είχε πτυχίο επαγγελματικής επάρκειας στον τομέα της εστίασης, όμως ήταν άστεγη, άνεργη και δεν είχε κανένα εισόδημα τη στιγμή που συνελήφθη. Έμενε σε μια γνωστή της στην περιοχή του Παρισιού και κατά περιόδους την φιλοξενούσε η 26χρονη αδελφή της, η οποία κατοικεί στο ίδιο κτίριο με την οικογένεια της Λόλας.
Η αδελφή ήταν εκείνη που αποκάλυψε στους αστυνομικούς τη χαοτική ζωή της Νταμπία.
Κατά την προανάκριση, έκανε «αντικρουόμενες δηλώσεις», πότε παραδεχόταν και πότε αρνιόταν κάθε ανάμιξη στον θάνατο της Λόλας, εξήγησε η εισαγγελέας του Παρισιού Λορ Μπεκιό. Αφού πρώτα παρουσίασε την αλυσίδα των γεγονότων μέχρι το θάνατο της Λόλα και την περιπλάνησή της με τη βαλίτσα που είχε βάλει το άψυχο σώμα, η Νταμπία Μπ. ανακάλεσε. Υποστήριξε ότι «αφηγήθηκε ένα όνειρο και όχι την πραγματικότητα» και ότι «αμύνθηκε καθώς δέχτηκε επίθεση με μαχαίρι» αλλά και ότι «πάλευε με ένα φάντασμα». Διαβεβαίωσε ότι «είναι αδύνατον να σκοτώσει ένα παιδί».
Δεν έδειξε όμως «καμία συμπόνια για το θύμα», σύμφωνα με την εισαγγελέα. «Δεν μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη» απαντούσε στους αστυνομικούς που της έδειχναν φωτογραφίες του πτώματος. «Κι εμένα με βίασαν και είδα τους γονείς μου να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου», είπε.
Στην ακροαματική διαδικασία που έγινε τη Δευτέρα κεκλεισμένων των θυρών, ενώπιον του δικαστή που θα αποφάσιζε εάν θα κρινόταν προφυλακιστέα, η νεαρή γυναίκα εμφανίστηκε ήρεμη και αδιάφορη. Φέρεται να αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, όμως στην πρώτη εξέταση διαπιστώθηκε ότι δεν είχε κάποιο άμεσο πρόβλημα και ήταν σε θέση να ανακριθεί. Επιπλέον, δεν την γνωρίζουν στα ψυχιατρικά νοσοκομεία της περιοχής του Παρισιού.
Κατά το διάστημα που θα μείνει προφυλακισμένη θα διενεργηθεί μία ή και περισσότερες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες για να καθοριστεί εάν πραγματικά αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα.
Η δολοφονία της 12χρονης ήταν η αρχή μιας νέας πολιτικής αντιπαράθεσης: η ηγέτιδα της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν είπε στο κοινοβούλιο ότι «η ύποπτη για αυτή τη βάρβαρη πράξη δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στο έδαφός μας». Η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν την ανακάλεσε στην τάξη, ζητώντας της να σεβαστεί «την οδύνη της οικογένειας» και να αφήσει την αστυνομία και τη δικαιοσύνη να κάνουν τη δουλειά τους.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ερίκ Ντιπόν-Μορετί εξάλλου, απαντώντας στην ερώτηση ενός δεξιού βουλευτή, είπε ότι «είναι ντροπή» να χρησιμοποιεί το φέρετρο ενός παιδιού 12 ετών σαν να ήταν σκαλοπάτι».
Η Νταμπία έχει ήδη προφυλακιστεί. Την Δευτέρα της ασκήθηκε δίωξη για «ανθρωποκτονία και βιασμό, με βασανιστήρια και βαρβαρότητα, σε βάρος ανηλίκου κάτω των 15 ετών».
Ο θάνατος της 12χρονης Λόλα προκάλεσε συγκίνηση αλλά και αντιπαράθεση στη Γαλλία. Οι γονείς του παιδιού έγιναν δεκτοί την Τρίτη από τον Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν που τους εξέφρασε την υποστήριξή του.
Η Νταμπία Μπ. γεννήθηκε στην Αλγερία την άνοιξη του 1998 και έφτασε στη Γαλλία το 2016 νόμιμα, με φοιτητική άδεια παραμονής. Δύο χρόνια αργότερα, το 2018, έπεσε θύμα συζυγικής βίας -από αυτό το περιστατικό την έμαθε η αστυνομία.
Στις 21 Αυγούστου φέτος συνελήφθη σε αεροδρόμιο της Γαλλίας διότι δεν διέθετε πλέον άδεια παραμονής και της ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να φύγει από τη χώρα. Καθώς δεν είχε ποινικό ιστορικό, την άφησαν ελεύθερη και της δόθηκε διορία 30 ημερών για να επιστρέψει στην Αλγερία.
Σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις, η Νταμπία είχε πτυχίο επαγγελματικής επάρκειας στον τομέα της εστίασης, όμως ήταν άστεγη, άνεργη και δεν είχε κανένα εισόδημα τη στιγμή που συνελήφθη. Έμενε σε μια γνωστή της στην περιοχή του Παρισιού και κατά περιόδους την φιλοξενούσε η 26χρονη αδελφή της, η οποία κατοικεί στο ίδιο κτίριο με την οικογένεια της Λόλας.
Η αδελφή ήταν εκείνη που αποκάλυψε στους αστυνομικούς τη χαοτική ζωή της Νταμπία.
«Και εμένα με βίασαν, οι γονείς μου πέθαναν μπροστά στα μάτια μου»
«Δυσκολευόταν να ενσωματωθεί», κάτι που επιβεβαιώνουν και πρόσωπα του στενού περιγύρου της, ενώ τον περασμένο μήνα «ξυπνούσε μέσα στη νύχτα» και «μιλούσε ακατάληπτα», σύμφωνα με την 26χρονη.Κατά την προανάκριση, έκανε «αντικρουόμενες δηλώσεις», πότε παραδεχόταν και πότε αρνιόταν κάθε ανάμιξη στον θάνατο της Λόλας, εξήγησε η εισαγγελέας του Παρισιού Λορ Μπεκιό. Αφού πρώτα παρουσίασε την αλυσίδα των γεγονότων μέχρι το θάνατο της Λόλα και την περιπλάνησή της με τη βαλίτσα που είχε βάλει το άψυχο σώμα, η Νταμπία Μπ. ανακάλεσε. Υποστήριξε ότι «αφηγήθηκε ένα όνειρο και όχι την πραγματικότητα» και ότι «αμύνθηκε καθώς δέχτηκε επίθεση με μαχαίρι» αλλά και ότι «πάλευε με ένα φάντασμα». Διαβεβαίωσε ότι «είναι αδύνατον να σκοτώσει ένα παιδί».
Δεν έδειξε όμως «καμία συμπόνια για το θύμα», σύμφωνα με την εισαγγελέα. «Δεν μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη» απαντούσε στους αστυνομικούς που της έδειχναν φωτογραφίες του πτώματος. «Κι εμένα με βίασαν και είδα τους γονείς μου να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου», είπε.
Στην ακροαματική διαδικασία που έγινε τη Δευτέρα κεκλεισμένων των θυρών, ενώπιον του δικαστή που θα αποφάσιζε εάν θα κρινόταν προφυλακιστέα, η νεαρή γυναίκα εμφανίστηκε ήρεμη και αδιάφορη. Φέρεται να αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, όμως στην πρώτη εξέταση διαπιστώθηκε ότι δεν είχε κάποιο άμεσο πρόβλημα και ήταν σε θέση να ανακριθεί. Επιπλέον, δεν την γνωρίζουν στα ψυχιατρικά νοσοκομεία της περιοχής του Παρισιού.
Κατά το διάστημα που θα μείνει προφυλακισμένη θα διενεργηθεί μία ή και περισσότερες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες για να καθοριστεί εάν πραγματικά αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα.
Η δολοφονία της 12χρονης ήταν η αρχή μιας νέας πολιτικής αντιπαράθεσης: η ηγέτιδα της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν είπε στο κοινοβούλιο ότι «η ύποπτη για αυτή τη βάρβαρη πράξη δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στο έδαφός μας». Η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν την ανακάλεσε στην τάξη, ζητώντας της να σεβαστεί «την οδύνη της οικογένειας» και να αφήσει την αστυνομία και τη δικαιοσύνη να κάνουν τη δουλειά τους.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ερίκ Ντιπόν-Μορετί εξάλλου, απαντώντας στην ερώτηση ενός δεξιού βουλευτή, είπε ότι «είναι ντροπή» να χρησιμοποιεί το φέρετρο ενός παιδιού 12 ετών σαν να ήταν σκαλοπάτι».