Όσο η Τουρκία παρατηρεί ότι οι σχεδιασμοί της δεν πετυχαίνουν τον διττό στόχο που έχει θέσει, τόσο οδηγείται σε σπασμωδικές κινήσεις, σύμφωνα με διπλωμάτες.

Από τη μία, η Αγκυρα συνεχίζει να κάνει προβολές ισχύος στην περιφέρειά της, με γνώμονα τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης που επιδιώκει να διαδραματίσει, και από την άλλη επιδιώκει την επίτευξη μιας συμφωνίας με τις ΗΠΑ για την παραλαβή των μαχητικών F-16. Οι κινήσεις της, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο επίκεντρο, γίνονται και υπό την πίεση των προεδρικών εκλογών στη γειτονική χώρα, την ώρα που τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων δεν δίνουν σαφή εικόνα.

Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας MetroPoll, με έδρα την Αγκυρα, που δημοσιεύθηκε στα τέλη Οκτωβρίου, η κυβερνητική συμμαχία Ερντογάν - Μπαχτσελί θα λάμβανε 46,3% των ψήφων, έναντι 35,6% που θα έπαιρνε εκείνη της αντιπολίτευσης. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, σε δημοσκόπηση της ΜΑΚ Research, το 44% των ερωτηθέντων απάντησε ότι θα ψήφιζε οποιονδήποτε υποψήφιο ήταν αντίπαλος του Ερντογάν, την ώρα που το 36% απάντησε ότι θα ψήφιζε τον σημερινό Τούρκο πρόεδρο ανεξάρτητα από τον αντίπαλο.

Κοινό σημείο όλων των μετρήσεων είναι ότι οι Κούρδοι ψηφοφόροι της Τουρκίας, που ανέρχονται σε διψήφιο ποσοστό, μπορούν να καθορίσουν την τύχη των επόμενων εκλογών.

Νευρική ήταν η αντίδραση της κυβέρνησης Ερντογάν και μετά την ισχυρή έκρηξη που σημειώθηκε το μεσημέρι της Κυριακής σε πολυσύχναστο πεζόδρομο κοντά στην Πλατεία Ταξίμ, στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα τον θάνατο έξι ανθρώπων και τον τραυματισμό 81 άλλων.

Η πρώτη αντίδραση από τον υπουργό Εσωτερικών της Τουρκίας, Σουλεϊμάν Σοϊλού, ήταν από τη μια να μην αποδεχθεί τα συλλυπητήρια των ΗΠΑ, τις οποίες η Αγκυρα κατηγορούσε για συνεργασία με τους Κούρδους της Συρίας (YPG), και από την άλλη να αναφέρει ότι οι υπαίτιοι για την επίθεση -ανάμεσά τους και η γυναίκα που φέρεται να τοποθέτησε τη βόμβα- «θα είχαν διαφύγει λαθραία στην Ελλάδα», απευθυνόμενος στο συναίσθημα και στο ένστικτο των Τούρκων.

44% των ερωτηθέντων σε πρόσφατο γκάλοπ της MΑΚ Research απάντησε ότι θα ψήφιζε οποιονδήποτε υποψήφιο ήταν αντίπαλος του Ταγίπ Ερντογάν
Η αναφορά του Σοϊλού επιχείρησε, σύμφωνα με αναλυτές, να ανακαλέσει στην τουρκική συλλογική μνήμη τους ισχυρισμούς για υπόθαλψη τρομοκρατών του ΡΚΚ σε «στρατόπεδο» του Λαυρίου και τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς που προσγειώθηκαν με στρατιωτικό ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 και έλαβαν καθεστώς ασύλου από την ελληνική Δικαιοσύνη. Στις σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσινγκτον εντοπίζεται ένα πεδίο στο οποίο η πρώτη δεν έχει αποτελέσματα επί μακρόν και οδηγείται σε απανωτά λάθη. Στον απόηχο των κατηγοριών προς τις ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν και ο Ταγίπ Ερντογάν είχαν μια σύντομη, εκτός προγράμματος, συνάντηση στο Μπαλί, στο περιθώριο της συνόδου του G20.

Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που η Τουρκία είναι η μοναδική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που προβάλλει αντιστάσεις για την είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας στη Συμμαχία, ζητώντας ως αντάλλαγμα ρυθμίσεις που να «φωτογραφίζουν» κουρδικές οργανώσεις ως τρομοκρατικές. Λίγες ώρες μετά το τετ-α-τετ Μπάιντεν - Ερντογάν, ο Τούρκος πρόεδρος επανέφερε στον δημόσιο λόγο τις απειλές πολέμου εναντίον της Ελλάδας, λέγοντας: «Αυτό που λέω πάντα, ότι μια νύχτα μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά, αυτό είναι βασική μας αρχή. Αυτό για μένα είναι οριστικό, δεν ανακαλείται, είναι βασική αρχή.Επομένως, ένα βράδυ μπορούμε πάλι να πάμε ξαφνικά».
_______
 

Και όλα αυτά τη στιγμή που το State Department συνεχίζει να τηρεί σθεναρή στάση απέναντι στην Τουρκία, αυτήν τη φορά με αφορμή την απόφαση του Οργανισμού Τουρκογενών Κρατών για παραχώρηση καθεστώς παρατηρητή στο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, απαντώντας σε ερώτηση των Ελλήνων ανταποκριτών, τόνισε ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν συνάδει με την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας ή τον Χάρτη του ΟΗΕ. Οπως σημείωσε, «οι Ηνωμένες Πολιτείες απορρίπτουν δηλώσεις που ζητούν την αναγνώριση της λεγόμενης “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου”. (…) Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση του νησιού»