Αυξάνονται οι πωλήσεις όπλων παγκοσμίως παρά τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες
Οι εκατό μεγαλύτερες εταιρείες όπλων πούλησαν βαριά όπλα και υπηρεσίες αξίας 592 δισεκατομμυρίων δολαρίων (562 δισεκ. ευρώ) το 2021
Παρά τα προσκόμματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες που επέτεινε η πανδημία, οι πωλήσεις όπλων συνέχισαν να αυξάνονται σε παγκόσμια κλίμακα, διαπιστώνει έκθεση αναφοράς που δίνεται στη δημοσιότητα σήμερα.
Οι εκατό μεγαλύτερες εταιρείες όπλων πούλησαν βαριά όπλα και υπηρεσίες αξίας 592 δισεκατομμυρίων δολαρίων (562 δισεκ. ευρώ) το 2021, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Η αύξηση μετά την αναπροσαρμογή του ποσού για να ληφθούν υπόψη οι νομισματικές διακυμάνσεις ήταν 1,9% πέρυσι έναντι του 2020. Η μεγέθυνση επιταχύνθηκε σε ετήσια βάση, πάντως ήταν κατώτερη από αυτή που καταγραφόταν κατά μέσον όρο τα τέσσερα χρόνια προτού εκδηλωθεί η πανδημία του νέου κορονοϊού, σύμφωνα με το κείμενο.
Μακράν τις μεγαλύτερες ποσότητες στρατιωτικών εξοπλισμών διέθεσαν εταιρείες των ΗΠΑ, κατά τα δεδομένα του SIPRI. Στις 40 αμερικανικές εταιρείες που φιγουράρουν στον κατάλογο, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αποτελούν την πρώτη πεντάδα της κατάταξης, αναλογούσε το 51% του συνόλου των πωλήσεων των κορυφαίων 100 εταιρειών.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση εταιρείες της Κίνας, που αύξησαν θεαματικά το ποσοστό τους (18%), ενώ τις ακολουθούν, σε απόσταση, αυτές της Βρετανίας (6,8%), της Γαλλίας (4,9%) και της Γερμανίας (1,6%).
Έπειτα από μικροσκοπική αύξηση (+0,4%), στις εταιρείες της Ρωσίας αναλογούσε το 3% των πωλήσεων τη χρονιά πριν από την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία. Αν και δημοσιεύσεις υποδεικνύουν πως η παραγωγή τους έχει επιταχυνθεί εξαιτίας της σύρραξης, δυσκολεύονται λόγω των κυρώσεων να προμηθευτούν ημιαγωγούς και άλλες πρώτες ύλες, τονίζει το SIPRI.
Το πώς και κατά πόσον ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος ξέσπασε την 24η Φεβρουαρίου, θα επηρεάσει τις παγκόσμιες πωλήσεις όπλων δεν θα ξεκαθαρίσει παρά την επόμενη χρονιά.
Τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων και ο πόλεμος από τη μια επιτείνουν τις δυσκολίες όμως από την άλλη αυξάνουν πολύ τη ζήτηση, επισημαίνει το SIPRI.
«Ο μακρόχρονος αντίκτυπος της πανδημίας αρχίζει να εκδηλώνεται πραγματικά στις εταιρείες όπλων», σημείωσε ο Ναν Τιαν, ερευνητής του Ινστιτούτου, εκ των συγγραφέων της έρευνας. Προσκόμματα όπως η έλλειψη εργατικών χεριών και πρώτων υλών «επιβράδυναν» τη δυνατότητα των εταιρειών του τομέα «να παράγουν εξοπλιστικά συστήματα και να τα παραδίδουν εντός προθεσμιών», εξήγησε.
Τα προβλήματα θα ενταθούν, κυρίως διότι «η Ρωσία είναι μεγάλος προμηθευτής πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή όπλων», σύμφωνα με τους συγγραφείς, την ώρα που ο πόλεμος αυξάνει τη ζήτηση.
Αν και οι αμερικανικές εταιρείες συνεχίζουν να έχουν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά όπλων, αντιπροσωπεύοντας πάνω από τις μισές παγκόσμιες πωλήσεις (ή 299 δισεκ. δολάρια), οι ΗΠΑ ήταν η μόνη χώρα του κόσμου οι εταιρείες της οποίας είδαν μείωση των πωλήσεών τους σε σύγκριση με το 2020.
Μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων επιχειρήσεων της αγοράς (Lockheed Martin, Raytheon, Boeing, Northrop Grumman, General Dynamics), μόνο η Raytheon κατέγραψε αύξηση πωλήσεων.
Απεναντίας, οι πωλήσεις των οκτώ μεγαλύτερων κινεζικών εταιρειών του τομέα αυξήθηκαν κατά 6,3% το 2021, στα 109 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες —27 από τις 100 μεγαλύτερες του καταλόγου— είχαν τζίρο 123 δισεκ. δολαρίων, αυξημένο κατά 4,2% σε σύγκριση με το 2020.
Η έκθεση επισημαίνει ακόμη την τάση ιδιωτικές εταιρείες επενδύσεων να αγοράζουν εταιρείες στρατιωτικού εξοπλισμού, εξέλιξη που σύμφωνα μ τους συγγραφείς έγινε πολύ πιο ορατή τα τρία ως τέσσερα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με το SIPRI, αυτή η τάση εγείρει κίνδυνο η βιομηχανία όπλων να γίνει πολύ πιο αδιαφανής, πολύ πιο δύσκολο να μελετάται.
Οι εκατό μεγαλύτερες εταιρείες όπλων πούλησαν βαριά όπλα και υπηρεσίες αξίας 592 δισεκατομμυρίων δολαρίων (562 δισεκ. ευρώ) το 2021, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI).
Η αύξηση μετά την αναπροσαρμογή του ποσού για να ληφθούν υπόψη οι νομισματικές διακυμάνσεις ήταν 1,9% πέρυσι έναντι του 2020. Η μεγέθυνση επιταχύνθηκε σε ετήσια βάση, πάντως ήταν κατώτερη από αυτή που καταγραφόταν κατά μέσον όρο τα τέσσερα χρόνια προτού εκδηλωθεί η πανδημία του νέου κορονοϊού, σύμφωνα με το κείμενο.
Μακράν τις μεγαλύτερες ποσότητες στρατιωτικών εξοπλισμών διέθεσαν εταιρείες των ΗΠΑ, κατά τα δεδομένα του SIPRI. Στις 40 αμερικανικές εταιρείες που φιγουράρουν στον κατάλογο, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αποτελούν την πρώτη πεντάδα της κατάταξης, αναλογούσε το 51% του συνόλου των πωλήσεων των κορυφαίων 100 εταιρειών.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση εταιρείες της Κίνας, που αύξησαν θεαματικά το ποσοστό τους (18%), ενώ τις ακολουθούν, σε απόσταση, αυτές της Βρετανίας (6,8%), της Γαλλίας (4,9%) και της Γερμανίας (1,6%).
Έπειτα από μικροσκοπική αύξηση (+0,4%), στις εταιρείες της Ρωσίας αναλογούσε το 3% των πωλήσεων τη χρονιά πριν από την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία. Αν και δημοσιεύσεις υποδεικνύουν πως η παραγωγή τους έχει επιταχυνθεί εξαιτίας της σύρραξης, δυσκολεύονται λόγω των κυρώσεων να προμηθευτούν ημιαγωγούς και άλλες πρώτες ύλες, τονίζει το SIPRI.
Το πώς και κατά πόσον ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος ξέσπασε την 24η Φεβρουαρίου, θα επηρεάσει τις παγκόσμιες πωλήσεις όπλων δεν θα ξεκαθαρίσει παρά την επόμενη χρονιά.
Τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων και ο πόλεμος από τη μια επιτείνουν τις δυσκολίες όμως από την άλλη αυξάνουν πολύ τη ζήτηση, επισημαίνει το SIPRI.
«Ο μακρόχρονος αντίκτυπος της πανδημίας αρχίζει να εκδηλώνεται πραγματικά στις εταιρείες όπλων», σημείωσε ο Ναν Τιαν, ερευνητής του Ινστιτούτου, εκ των συγγραφέων της έρευνας. Προσκόμματα όπως η έλλειψη εργατικών χεριών και πρώτων υλών «επιβράδυναν» τη δυνατότητα των εταιρειών του τομέα «να παράγουν εξοπλιστικά συστήματα και να τα παραδίδουν εντός προθεσμιών», εξήγησε.
Τα προβλήματα θα ενταθούν, κυρίως διότι «η Ρωσία είναι μεγάλος προμηθευτής πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή όπλων», σύμφωνα με τους συγγραφείς, την ώρα που ο πόλεμος αυξάνει τη ζήτηση.
Αν και οι αμερικανικές εταιρείες συνεχίζουν να έχουν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά όπλων, αντιπροσωπεύοντας πάνω από τις μισές παγκόσμιες πωλήσεις (ή 299 δισεκ. δολάρια), οι ΗΠΑ ήταν η μόνη χώρα του κόσμου οι εταιρείες της οποίας είδαν μείωση των πωλήσεών τους σε σύγκριση με το 2020.
Μεταξύ των πέντε μεγαλύτερων επιχειρήσεων της αγοράς (Lockheed Martin, Raytheon, Boeing, Northrop Grumman, General Dynamics), μόνο η Raytheon κατέγραψε αύξηση πωλήσεων.
Απεναντίας, οι πωλήσεις των οκτώ μεγαλύτερων κινεζικών εταιρειών του τομέα αυξήθηκαν κατά 6,3% το 2021, στα 109 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι ευρωπαϊκές εταιρείες —27 από τις 100 μεγαλύτερες του καταλόγου— είχαν τζίρο 123 δισεκ. δολαρίων, αυξημένο κατά 4,2% σε σύγκριση με το 2020.
Η έκθεση επισημαίνει ακόμη την τάση ιδιωτικές εταιρείες επενδύσεων να αγοράζουν εταιρείες στρατιωτικού εξοπλισμού, εξέλιξη που σύμφωνα μ τους συγγραφείς έγινε πολύ πιο ορατή τα τρία ως τέσσερα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με το SIPRI, αυτή η τάση εγείρει κίνδυνο η βιομηχανία όπλων να γίνει πολύ πιο αδιαφανής, πολύ πιο δύσκολο να μελετάται.