Ο «επίτιμος» πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ έγινε αυτές τις ημέρες ο πρώτος πάπας στη σύγχρονη Ιστορία την επικήδειο ακολουθία του οποίου ανέλαβε ο διάδοχός του, πάπας Φραγκίσκος. Ασυνήθιστη άλλωστε ήταν και η συμβίωσή τους στο Βατικανό, με τον 95χρονο να περνά τις μέρες του στο Μοναστήρι Mater Ecclesiae, μια συμβίωση που αποτυπώθηκε και στην ταινία «Οι δύο πάπες». Ο Γιόζεφ Ράτσινγκερ παρέμεινε μέχρι τέλους εκπρόσωπος των πιο συντηρητικών καρδιναλίων, ένα «αγκάθι» στο πλευρό του προοδευτικού διαδόχου του, αν και ο εκλιπών είχε χαρακτηρίσει εαυτόν «προσκυνητή». Τα τελευταία δέκα χρόνια συνέγραψε περί τα 30 κηρύγματα, επιστολές και συνεντεύξεις, σε κάποια από τα οποία είχε ευθέως κοντραριστεί με τις θέσεις του διαδόχου του. Για παράδειγμα, το 2020 συνυπέγραψε ένα βιβλίο κατά του γάμου των ιερέων (για να αποσύρει την υπογραφή του εκ των υστέρων), ακριβώς όταν ο Φραγκίσκος πήγαινε να… χαλαρώσει τον κανόνα. Στην εγκεκριμένη βιογραφία του «Τελευταίες ερωτήσεις στον Βενέδικτο ΙΣΤ’» είχε αρνηθεί πως παρενέβαινε. «Πρόκειται για κακόβουλη παραμόρφωση της αλήθειας», είχε πει.

Ο Βενέδικτος καινοτόμησε όμως το 2013, όταν επέλεξε να παραιτηθεί καθώς λόγω ηλικίας, όπως είχε πει, δεν μπορούσε να χειριστεί τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν στην Καθολική Εκκλησία. Πλέον, ο τωρινός ποντίφικας έχει ορίσει τα 2/3 των καρδιναλίων που θα εκλέξουν τον δικό του διάδοχο, αν και αυτός θελήσει να αποχωρήσει.

567


Ο Γ. Ράτσινγκερ γεννήθηκε το 1927 στη Βαυαρία, γιος ενός αστυνομικού και μιας μαγείρισσας. Έγινε μέλος της χιτλερικής νεολαίας στα 14 του και υπηρέτησε στον γερμανικό Στρατό, όμως έρευνα που έγινε εκ των υστέρων από το κέντρο Simon Wiesenthal διαπίστωσε πως οι Ράτσινγκερ ήταν αντιναζιστές. Το 1951 χειροτονήθηκε ιερέας, ενώ στον εκκλησιαστικό κανόνα τον ακολούθησε και ο αδελφός του, Γκέοργκ. Δίδαξε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και, ως έγκριτος ακαδημαϊκός, διορίστηκε βοηθός του Αρχιεπισκόπου Κολωνίας κατά τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού, μεταξύ 1962 και 1965, η οποία έφερε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην Καθολική Εκκλησία. Το 1977 ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ τον διόρισε Αρχιεπίσκοπο Μονάχου και καρδινάλιο, ενώ μεταξύ 1981-2005 ήταν επικεφαλής της Συνέλευσης για το Δόγμα της Πίστεως (CDF).

Μετά τον Ιωάννη Παύλο Β' 

Η τάση του να διαφυλάσσει το δόγμα ήταν εκείνη που οδήγησε αργότερα στο προσωνύμιό του «Ροτβάιλερ του Θεού». Οταν το 2013 εξελέγη διάδοχος του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, στόχος ήταν να εξακολουθήσει τη συντηρητική παράδοση του τελευταίου. Περισσότερο θεωρητικός παρά ρήτορας, παραδέχτηκε αργότερα πως είχε παρακαλέσει τον Θεό να «μην του το κάνει αυτό».

Δηλαδή να του προσφέρει το παπικό αξίωμα, το οποίο ανέλαβε στην προχωρημένη ηλικία των 78 ετών. Ηταν η εποχή των αποκαλύψεων σειράς σκανδάλων σεξουαλικών παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων από καθολικούς ιερείς. Υπήρξε ο πρώτος ποντίφικας που ζήτησε «συγγνώμη» από τα θύματα, αλλά κατηγορήθηκε και πως άργησε πολύ να αντιδράσει. Το διάστημα 2004-2014 το Βατικανό απέπεμψε από το ιερατικό αξίωμα 848 ιερείς που κακοποίησαν ανηλίκους και επέβαλε κυρώσεις σε ακόμα 2.572, ενώ το 2010 εισήγαγε νέους κανόνες, μεταξύ των οποίων εκκλησιαστικές διώξεις σε βάρος ιερέων ακόμα και 20 χρόνια μετά τις καταγγελλόμενες πράξεις, ενώ ποινικοποίησε την κατοχή πορνογραφικού υλικού. Ωστόσο, το 2010 οι «New York Times» ανέφεραν πως ο Βενέδικτος δεν ανέλαβε δράση σε βάρος ενός ιερέα στο Ουισκόνσιν που είχε κακοποιήσει πάνω από 200 παιδιά και του είχε γράψει πετυχαίνοντας να σταματήσει η έρευνα σε βάρος του. Αποκαλύφθηκε επίσης πως, παρότι γνώριζε για 4 περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στην αρχιεπισκοπή του στο Μόναχο, το διάστημα 1977-82, δεν έκανε κάτι γι’ αυτό.

Μάλιστα, αν ζούσε, το 2023 θα παραπεμπόταν σε δίκη στη Βαυαρία για τον χειρισμό αυτών των υποθέσεων. Το 2011 κάποιοι από τους συνδέσμους θυμάτων κακοποιήσεων από κληρικούς προσέφυγαν στο Δικαστήριο της Χάγης, όμως έναν χρόνο αργότερα οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Τελικά, πάντως, ήταν το περίφημο Vatileaks, το σκάνδαλο από τη διαρροή χιλιάδων εγγράφων από τον μπάτλερ του πάπα, που έδειχνε πως η Curia της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η δημόσια υπηρεσία του Βατικανού, είχε «γεμίσει κοράκια και oχιές», όπως περιέγραψε ο καρδινάλιος Τ. Μπερτόνε. Οι αποκαλύψεις για εκτεταμένη διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος, σχέσεις με τρομοκρατία και ισχυρά λόμπι ομοφυλοφίλων οδήγησαν τον Βενέδικτο να αποσυρθεί, ώστε κάποιος νεότερος να αναλάβει την κάθαρση. Μια πράξη που έμελλε να σφραγίσει την παρακαταθήκη του.