«Ένα τελευταίο φιλί στην κόρη μου»...

Ο Εγκέλαδος τα ξημερώματα της Δευτέρας, στην πόλη Νουρνταγί, έστειλε ανθρώπους κάτω από τα συντρίμμια. Κάποιοι άντεξαν, άλλοι όχι. Όπως λένε, όμως, οι ζώντες για τους τεθνεώτες, «αλίμονο σ' εμάς που μένουμε πίσω». Αλίμονο στις μανάδες που ζουν τον απώτατο πόνο, τον θάνατο του παιδιού τους. 

«Ένα τελευταίο φιλί στην κόρη μου»...

Ένα παιδί ανασύρθηκε νεκρό στην πόλη Ρεϊχανλί. Η μητέρα, ζώσα ύπαρξη, χαμένη μέσα σε μια δίνη, αξεχώριστη η ζωή από τη μη ζωή. Το παιδί της κάτω, ένα κορμί με την ψυχή του, άσπιλη και αμόλυντη, με το λευκό της χαράς, να φτερουγίζει. Η μητέρα απευθύνεται στους διασώστες, αλλά δεν τους μιλάει. Αν μπορούσε, θα τρυπούσε το κορμάκι της κόρης της, θα γινόταν μάνα τσέπης και θα τράνταζε την καρδούλα της για να συνεχίσει να χτυπάει. 

«Ένα τελευταίο φιλί στην κόρη μου»... 

Το βαν ετοιμάζεται να μεταφέρει το παιδί για να κηδευτεί στην πόλη Ρεϊχανλί. Η Συρία υποφέρει. Είναι μία από τις χιλιάδες ιστορίες πόνου που συμβαίνουν στη χώρα και την Τουρκία, εδώ και μέρες ανασύρονται νεκροί από τα ερείπια και τα συντρίμμια. Οι ζωντανοί χαιρετίζονται ως ουρανόσταλτο σημάδι, σαν ο Θεός όλων των ανθρώπων, όπως κι αν ονομάζεται, να τους λέει να συνεχίσουν. Πρέπει. 



Η μητέρα κρατάει το χέρι του παιδιού. Και μετά πρέπει να το αποχωριστεί. Πρέπει να γίνει η διαδικασία. «Συγγνώμη, σας καταλαβαίνουμε. Αλλά σε κάθε γωνιά της πόλης ανασύρονται πτώματα. Πρέπει να φύγουμε».

Δεν της το λένε. Το καταλαβαίνουν. Την απωθούν μαλακά, σαν να την αγγίζει μαύρο μετάξι. Το παιδί μπαίνει στο πίσω μέρος του βαν. 

Η μητέρα νιώθει τη μηχανή ζεστή. Πιάνεται από το χερούλι. Ακουμπάει το πρόσωπό της πάνω στο όχημα. Δεν έχει ανασάνει για ώρα. Τα δευτερόλεπτα, πριν μόλις λίγο ατέλειωτα, τώρα περνούν ραγδαία. 

«Ένα τελευταίο φιλί στην κόρη μου»...

Το βαν φεύγει.