Ο στρατηγός Σεργκέι Σουροβίκιν, με το παρατσούκλι «στρατηγός Αρμαγεδδών», είναι o άνθρωπος στον οποίο ο Βλαντιμίρ Πούτιν εμπιστεύτηκε τη σταθεροποίηση του μετώπου της Ουκρανίας. Ο διορισμός του ανακοινώθηκε ώρες μετά την επίθεση στη γέφυρα της Κριμαίας. Και η πρώτη ημέρα του νέου ηγέτη στη «δουλειά» είδε την Ουκρανία να πλήττεται από ένα τεράστιο κύμα ρωσικών πυραύλων.

5_4
ΣΕΡΓΚΕΪ ΣΟΥΡΟΒΙΚΙΝ, Ο «Αρμαγεδδών» που ξέρει καλά από... εκκαθαρίσεις

Γεννημένος το 1966 στο Νοβοσιμπίρσκ, ο 57χρονος στρατηγός Σουροβίκιν είναι βετεράνος των πρόσφατων πολέμων της Ρωσίας. Ξεκίνησε την ενεργό στρατιωτική του καριέρα στο Αφγανιστάν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ενώ ήταν φοιτητής στη Στρατιωτική Ακαδημία Frunze, καταδικάστηκε σε ποινή με αναστολή για παράνομη πώληση πιστολιού σε συμφοιτητή του. Συνέχισε να υπηρετεί στις συγκρούσεις της δεκαετίας του 1990 στο Τατζικιστάν και την Τσετσενία και, πιο πρόσφατα, στη Συρία, όπου η Μόσχα παρενέβη το 2015, τασσόμενη στο πλευρό της κυβέρνησης του Σύρου προέδρου, Μπασάρ αλ Ασαντ. Ως διοικητής της αεροδιαστημικής μονάδας της Ρωσίας, παρά το γεγονός ότι δεν είχε εμπειρία από αεροπορικές επιχειρήσεις, επέβλεπε την εξάλειψη από τον αέρα των πυρήνων του ISIS σε όλη την Κεντρική και Βόρεια Συρία. Αργά και μεθοδικά εκκαθάρισε όλες τις περιοχές που του είχαν ανατεθεί. Σε αρκετές περιπτώσεις, στρατιώτες υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σουροβίκιν έχουν κατηγορηθεί για βία κατά αμάχων. Στην Τσετσενία, αυτόπτες μάρτυρες λένε ότι μαχητές διεξήγαν «επιχειρήσεις καθαρισμού», στις οποίες παραβιάστηκαν σπίτια πολιτών και ξυλοκοπήθηκαν ντόπιοι, σύμφωνα με δυτικά μέσα ενημέρωσης. Από τη στιγμή που ανέλαβε τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων στην Ουκρανία, ο Σουροβίκιν εφάρμοσε καινούργια στρατηγική. Αποχώρησε από το έδαφος, στο οποίο δεν μπορούσε να αμυνθεί, δίνοντας την ψευδαίσθηση της υποχώρησης, εδραίωσε τις μονάδες του σε ισχυρές αμυντικές θέσεις και ξεκίνησε τον πόλεμο φθοράς του ουκρανικού δυναμικού μέσω του Πυροβολικού. Εκεί πλέον πολλοί θεωρούν ότι ο αγώνας πια για την Ουκρανία έχει κριθεί.

Αν κάποιος μπορεί να πιστωθεί τις στρατιωτικές επιτυχίες της Ουκρανίας μέχρι στιγμής, προστατεύοντας το Κίεβο, την πρωτεύουσα, και κρατώντας τη γραμμή του μετώπου στο Ντονμπάς, αυτός είναι ο στρατηγός Βάλερι Ζαλούζνι, ένας 49χρονος, στρογγυλοπρόσωπος αξιωματικός, που προέρχεται από στρατιωτική οικογένεια και διορίστηκε ως ο κορυφαίος ένστολος διοικητής της χώρας του από τον πρόεδρο Ζελένσκι τον Ιούλιο του 2021. Για πολλούς, ο Ζαλούζνι αποτελεί την επιτομή μιας νέας γενιάς Ουκρανών αξιωματικών, που απέκτησαν εμπειρία στον οκταετή πόλεμο του Ντονμπάς και εκπαιδεύτηκαν στην Ευρώπη με δυτική νοοτροπία, έχοντας παραμερίσει δεκαετίες άκαμπτης σοβιετικής στρατιωτικής εκπαίδευσης.

6_4
ΒΑΛΕΡΙ ΖΑΛΟΥΖΝΙ, Αξιωματικός νέας γενιάς με δυτική νοοτροπία

Ο Ζαλούζνι γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1973 σε μια πόλη στην περιοχή Zhytomyr, στη Βόρεια Ουκρανία, περίπου 150 μίλια δυτικά του Κιέβου. Παρακολούθησε το Ινστιτούτο Χερσαίων Δυνάμεων της Στρατιωτικής Ακαδημίας Οδησσού και την Εθνική Ακαδημία Αμυνας στο Κίεβο, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 2007. Ακολούθησε μια σειρά από θέσεις, μεταξύ των οποίων και ως διοικητής μηχανοποιημένης ταξιαρχίας. Στη συνέχεια, ο Ζαλούζνι επέστρεψε στην ακαδημία για περισσότερη εκπαίδευση και αποφοίτησε το 2014, λίγους μήνες μετά την Επανάσταση του Μαϊντάν, που οδήγησε τον τότε πρόεδρο, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να καταφύγει στη Ρωσία ενώ ο πόλεμος εντεινόταν στο Ντονμπάς. Με αποστολή ανατολικά προκειμένου να ηγηθεί μονάδων σε ενεργές μάχες, ο Ζαλούζνι διοικούσε μια ταξιαρχία που αναπτύχθηκε τον Αύγουστο του 2014 στο Debaltseve, τόπο μερικών από τις πιο αιματηρές μάχες του πολέμου, όπου οι ουκρανικές δυνάμεις είχαν μεγάλες απώλειες. Το 2019 διορίστηκε επικεφαλής της Βόρειας Επιχειρησιακής Διοίκησης του ουκρανικού Στρατού, που σταθμεύει στο Chernihiv, πατρίδα της μητέρας του στη Βόρεια Ουκρανία, κοντά στα σύνορα με τη Λευκορωσία, όπου είχε περάσει πολύ χρόνο ως παιδί. Η ειρωνεία είναι ότι, ενώ είχε δηλώσει στο ArmyInform ότι ο πόλεμος άλλαξε, τώρα αγωνίζεται να κερδίσει πόλεμο που, τουλάχιστον από ορισμένες απόψεις, μοιάζει περισσότερο με το 1943 από ό,τι με το 2023.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 22/4/23