Δεκάδες κρούσματα κοροναϊού σε συνέδριο επιστημόνων του CDC – Δεν φορούσαν μάσκα
Ο κοροναϊός έχει ακόμη τη δυνατότητα να προκαλεί σοβαρή νόσο
Συρροή δεκάδων κρουσμάτων κοροναϊού, εντοπίστηκαν σε επιστημονικό συνέδριο και μάλιστα μεταξύ επιστημόνων του CDC, οι οποίοι δεν φορούσαν μάσκα.
Όπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή, μετά το συνέδριο των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) που έγινε μεταξύ 24-27 Απριλίου σε ξενοδοχείο της Ατλάντα, ανάμεσα στους 1.800 συνέδρους εντοπίστηκαν 181 κρούσματα κοροναϊού, κάτι που σημαίνει ότι νόσησε σχεδόν το 10% των παρευρισκομένων. Ωστόσο, κανένας δεν χρειάστηκε νοσηλεία.
Σε εκ των υστέρων μελέτη που έγινε μέσω συμπλήρωσης ερωτηματολογίου από το CDC, περίπου το 70% των συμμετεχόντων απάντησε ότι δεν φορούσε μάσκα κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων.
Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό, με τέσσερα μέλη μιας ομάδας του παρευρέθηκαν στην ίδια συνάντηση. Οι δύο από αυτούς που φορούσαν μάσκες υψηλής προστασίας δεν νόσησαν, ενώ από τους άλλους δύο της ομάδας που δεν χρησιμοποίησαν προστασία, ο ένας προσβλήθηκε από τον ιό.
Φόβοι εκφράζονται πλέον και για την επόμενη παγκόσμια ιατρική συνάντηση του CDC, που έχει προγραμματιστεί να γίνει στο ίδιο ξενοδοχείο στις αρχές Ιουνίου και στην οποία αναμένεται να παραβρεθούν περίπου 300 με 400 άτομα.
Γι’ αυτό και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων , με έγγραφο τους που φέρει τον τίτλο: «Know Before You Go», συμβουλεύουν τα άτομα που θα συμμετάσχουν να φέρουν «δικές τους μάσκες υψηλής προστασίας και, αν είναι δυνατόν, να έχουν μαζί τους και self test για τη διάγνωση της Covid-19».
Οι 181 που αρρώστησαν στο συνέδριο του CDC, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Κέντρου, δεν εμφάνισαν σοβαρή νόσο, καθώς η διάμεση ηλικία τους ήταν τα 38 έτη, ενώ σχεδόν όλοι ήταν κάτω των 65 ετών και τα 2/3 ήταν γυναίκες. Αυτός είναι και ο λόγος, που δεν σημειώθηκαν σοβαρά περιστατικά και νοσηλείες.
Από τους 181 που δήλωσαν θετικοί, βρέθηκε πως το 52% (ο ένας στους δύο) δεν είχε νοσήσει προηγουμένως διαπιστωμένα από κοροναϊό.
Πάνω από το 99% των ερωτηθέντων είχε κάνει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά της COVID-19, ενώ περίπου το 1/4 όσων βρέθηκαν θετικοί έλαβαν αντι-ιικά φάρμακα.
Ο κίνδυνος μόλυνσης αποδείχθηκε ότι κατά 70% ήταν μεγαλύτερος μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στο συνέδριο για τρεις ή και περισσότερες ημέρες, σε σύγκριση με εκείνους που παρακολούθησαν δύο ή λιγότερες ημέρες.
Η ανακοίνωση του CDC, σύμφωνα με το iatropedia.gr, ανέφερε ότι τα ευρήματα υποστηρίζουν δεδομένα ότι τα εμβόλια κατά του κοροναϊού, οι αντιικές θεραπείες και η ανοσία από προηγούμενη μόλυνση συνεχίζουν να παρέχουν στους ανθρώπους προστασία από σοβαρή ασθένεια.
Πλέον με την αύξηση των ιατρικών συνεδρίων, αλλά και των καλοκαιρινών διακοπών που έπονται, οι ειδικοί στις μολυσματικές νόσους του CDC, λένε ότι το νέο αυτό γεγονός, είναι ένα “καμπανάκι κινδύνου” και μια υπενθύμιση ότι ο κοροναϊός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί.
«Αυτή η απότομη διασπορά δείχνει με δραματικό τρόπο πως εάν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, ο ιός μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος να εξαπλωθεί σε πολλά άτομα ταυτόχρονα», δήλωσε ο William Schaffner, Καθηγητής Λοιμωξιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Vanderbilt.
Ένας από τους συναδέλφους του, όπως λέει, παρακολούθησε το συνέδριο του CDC τον Απρίλιο και νόσησε. Και παρ’ όλο που το άτομο αυτό εμφάνισε ήπια συμπτώματα όπως και πολλοί άλλοι, «όλοι ένιωθαν σημαντική δυσφορία για αρκετές ημέρες», ανέφερε, σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Schaffner.
Η κήρυξη της λήξης της έκτακτης κατάστασης για τη δημόσια υγεία που σήμανε ο ΠΟΥ στις 11 Μαΐου, σήμαινε επίσης και το τέλος της διαδικασίας δήλωσης των θετικών κρουσμάτων στα συστήματα επιτήρησης των κρατών. Ωστόσο, ο ιός έχει ακόμη τη δυνατότητα να προκαλεί σοβαρή νόσο, κυρίως στους μη εμβολιασμένους, στους ηλικιωμένους ενήλικες, στα άτομα με υποκείμενα νοσήματα και στα άτομα με ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα.
Όπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή, μετά το συνέδριο των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) που έγινε μεταξύ 24-27 Απριλίου σε ξενοδοχείο της Ατλάντα, ανάμεσα στους 1.800 συνέδρους εντοπίστηκαν 181 κρούσματα κοροναϊού, κάτι που σημαίνει ότι νόσησε σχεδόν το 10% των παρευρισκομένων. Ωστόσο, κανένας δεν χρειάστηκε νοσηλεία.
Σε εκ των υστέρων μελέτη που έγινε μέσω συμπλήρωσης ερωτηματολογίου από το CDC, περίπου το 70% των συμμετεχόντων απάντησε ότι δεν φορούσε μάσκα κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων.
Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό, με τέσσερα μέλη μιας ομάδας του παρευρέθηκαν στην ίδια συνάντηση. Οι δύο από αυτούς που φορούσαν μάσκες υψηλής προστασίας δεν νόσησαν, ενώ από τους άλλους δύο της ομάδας που δεν χρησιμοποίησαν προστασία, ο ένας προσβλήθηκε από τον ιό.
«Δεν έλαβαν μέτρα»
Πολλοί πλέον διατυπώνουν την άποψη -και μάλιστα ασκούν κριτική στους διοργανωτές του συνεδρίου του CDC- ότι δεν έλαβαν μέτρα για να μειώσουν τον κίνδυνο για τους συμμετέχοντες, με βελτιστοποίηση της ποιότητας του εσωτερικού αέρα στους συνεδριακούς χώρους και διανομή μασκών N95 και KN95 για τη μείωση του κινδύνου.Φόβοι εκφράζονται πλέον και για την επόμενη παγκόσμια ιατρική συνάντηση του CDC, που έχει προγραμματιστεί να γίνει στο ίδιο ξενοδοχείο στις αρχές Ιουνίου και στην οποία αναμένεται να παραβρεθούν περίπου 300 με 400 άτομα.
Γι’ αυτό και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων , με έγγραφο τους που φέρει τον τίτλο: «Know Before You Go», συμβουλεύουν τα άτομα που θα συμμετάσχουν να φέρουν «δικές τους μάσκες υψηλής προστασίας και, αν είναι δυνατόν, να έχουν μαζί τους και self test για τη διάγνωση της Covid-19».
Οι 181 που αρρώστησαν στο συνέδριο του CDC, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Κέντρου, δεν εμφάνισαν σοβαρή νόσο, καθώς η διάμεση ηλικία τους ήταν τα 38 έτη, ενώ σχεδόν όλοι ήταν κάτω των 65 ετών και τα 2/3 ήταν γυναίκες. Αυτός είναι και ο λόγος, που δεν σημειώθηκαν σοβαρά περιστατικά και νοσηλείες.
Ποιοι νόσησαν
Τα CDC, διεξήγαγαν έρευνα από τις 5 έως τις 12 Μαΐου, ανάμεσα στους συνέδρους. Από τα 1.800 άτομα, το 80% απάντησε σε ερωτηματολόγια.Από τους 181 που δήλωσαν θετικοί, βρέθηκε πως το 52% (ο ένας στους δύο) δεν είχε νοσήσει προηγουμένως διαπιστωμένα από κοροναϊό.
Πάνω από το 99% των ερωτηθέντων είχε κάνει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά της COVID-19, ενώ περίπου το 1/4 όσων βρέθηκαν θετικοί έλαβαν αντι-ιικά φάρμακα.
Ο κίνδυνος μόλυνσης αποδείχθηκε ότι κατά 70% ήταν μεγαλύτερος μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στο συνέδριο για τρεις ή και περισσότερες ημέρες, σε σύγκριση με εκείνους που παρακολούθησαν δύο ή λιγότερες ημέρες.
Η ανακοίνωση του CDC, σύμφωνα με το iatropedia.gr, ανέφερε ότι τα ευρήματα υποστηρίζουν δεδομένα ότι τα εμβόλια κατά του κοροναϊού, οι αντιικές θεραπείες και η ανοσία από προηγούμενη μόλυνση συνεχίζουν να παρέχουν στους ανθρώπους προστασία από σοβαρή ασθένεια.
Ο κοροναϊός καραδοκεί
Η νέα συρροή κρουσμάτων Covid-19 σε ιατρικό συνέδριο, κι ενώ έχουμε εδώ και μήνες πιστέψει πως έχουμε αφήσει πίσω μας την πανδημία του κοροναϊού, υποδηλώνει την πραγματική επιμονή ενός εξελισσόμενου και εξαιρετικά μολυσματικού ιού, να δίνει το παρόν του και να μην μας επιτρέπει να τον ξεχάσουμε, λένε οι επιστήμονες του CDC στην Washington Post.Πλέον με την αύξηση των ιατρικών συνεδρίων, αλλά και των καλοκαιρινών διακοπών που έπονται, οι ειδικοί στις μολυσματικές νόσους του CDC, λένε ότι το νέο αυτό γεγονός, είναι ένα “καμπανάκι κινδύνου” και μια υπενθύμιση ότι ο κοροναϊός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί.
«Αυτή η απότομη διασπορά δείχνει με δραματικό τρόπο πως εάν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, ο ιός μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος να εξαπλωθεί σε πολλά άτομα ταυτόχρονα», δήλωσε ο William Schaffner, Καθηγητής Λοιμωξιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Vanderbilt.
Ένας από τους συναδέλφους του, όπως λέει, παρακολούθησε το συνέδριο του CDC τον Απρίλιο και νόσησε. Και παρ’ όλο που το άτομο αυτό εμφάνισε ήπια συμπτώματα όπως και πολλοί άλλοι, «όλοι ένιωθαν σημαντική δυσφορία για αρκετές ημέρες», ανέφερε, σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Schaffner.
Η κήρυξη της λήξης της έκτακτης κατάστασης για τη δημόσια υγεία που σήμανε ο ΠΟΥ στις 11 Μαΐου, σήμαινε επίσης και το τέλος της διαδικασίας δήλωσης των θετικών κρουσμάτων στα συστήματα επιτήρησης των κρατών. Ωστόσο, ο ιός έχει ακόμη τη δυνατότητα να προκαλεί σοβαρή νόσο, κυρίως στους μη εμβολιασμένους, στους ηλικιωμένους ενήλικες, στα άτομα με υποκείμενα νοσήματα και στα άτομα με ευάλωτο ανοσοποιητικό σύστημα.