Μετά τη νίκη των εκλογών στην Τουρκία, πού βαδίζει ο Ερντογάν;
Η Τουρκία, όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, τείνει χείρα φιλίας, η οποία μπορεί να πάρει τη θέση των απειλών για επίθεση «ένα βράδυ» στη χώρα μας
Ο Ερντογάν απέφυγε επιμελώς κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας την συζήτηση στα ΜΜΕ για το κόστος ζωής που μαστίζει πλέον την Τουρκία.
Είναι αλήθεια ότι έκανε σημαντικές αυξήσεις σε συντάξεις και μισθούς, παρέχοντας εκπτώσεις στους λογαριασμούς ενέργειας των νοικοκυριών, μεταφέροντας ταυτόχρονα τη συζήτηση σε ζητήματα όπως την ασφάλεια και τις λεγόμενες παραδοσιακές Τουρκικές αξίες.
Όμως η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση και στη νικητήρια ομιλία του το βράδυ της Κυριακής των εκλογών, ο Ερντογάν τόνισε τον πληθωρισμό ως το πρωταρχικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. «Η επίλυση των προβλημάτων που προκαλούνται από τις αυξήσεις των τιμών και τον πληθωρισμό είναι το πιο επείγον θέμα των επόμενων ημερών», είπε στους υποστηρικτές του έξω από το προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα. Ο πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 85% στα τέλη του περασμένου έτους, υποχωρώντας στο 44% τον περασμένο μήνα, αν και ανεξάρτητοι οικονομολόγοι αμφισβητούν τα επίσημα στοιχεία και λένε ότι είναι στο 105%. Η λίρα έφτασε σε ιστορικό χαμηλό το πρωί της Δευτέρας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, έχοντας χάσει σχεδόν το 80% της αξίας της τα τελευταία πέντε χρόνια. Πολλοί οικονομολόγοι κατηγορούν για αυτό σε μεγάλο βαθμό την ανορθόδοξη πολιτική του Ερντογάν για μείωση των επιτοκίων, τα οποία έχουν σχεδόν μειωθεί στο μισό από τα τέλη του 2021, ως μέσο καταπολέμησης του πληθωρισμού.
Ο Timothy Ash, ειδικός για την Τουρκία και την Ανατολή στο BlueBay Asset Management του Λονδίνου, είπε ότι με το τρέχον επίπεδο του νομίσματος «η οικονομία απλώς δεν είναι βιώσιμη». Πρόσθεσε ότι, «με περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα και μαζικά αρνητικά πραγματικά επιτόκια, η πίεση στη λίρα είναι βαριά». Ωστόσο, ο Emre Peker, διευθυντής Ευρώπης στο Eurasia Group, είπε ότι ο Ερντογάν είναι πιθανό να δει τη νίκη του ως επικύρωση της οικονομικής πολιτικής του. Ο Πέκερ πρόσθεσε ότι ο Ερντογάν είχε πάντα ως στόχο «την οικονομική απεξάρτηση της Τουρκίας από τους δυτικούς εταίρους».
Για να το επιτύχει αυτό προσέτρεξε τους τελευταίους μήνες στη Ρωσία και τις χώρες του Κόλπου. Το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν καταθέσει δισεκατομμύρια δολάρια στην τουρκική κεντρική τράπεζα και έχουν ιδρύσει επενδυτικά κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Ρωσία έχει αναβάλει τις απαιτήσεις πληρωμών για το φυσικό αέριο που του παρέχει και επενδύει δισεκατομμύρια στον πρώτο πυρηνικό σταθμό της Τουρκίας.
«Η οικονομία βασίζεται στη χρηματοδότηση από τη Ρωσία, σε επενδύσεις από τον Κόλπο και αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο ο Ερντογάν θα συνεχίσει να επικεντρώνεται», τονίζει ο Πέκερ. Πρόσθεσε ότι οι επόμενοι τρεις έως τέσσερις μήνες θα είναι σχετικά ήρεμοι για την οικονομία, καθώς τα έσοδα από τον καλοκαιρινό τουρισμό θα αρχίσουν να ρέουν, η αποδυνάμωση της λίρας κάνει τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές και υπάρχει χαμηλή εγχώρια ζήτηση ενέργειας. Αλλά μετά το φθινόπωρο, ο Ερντογάν μπορεί να αντιμετωπίσει πολλές πιέσεις για να αλλάξει την οικονομική του πολιτική. Εκεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι η πολεμική ρητορική, οι κακοί γείτονες που εμποδίζουν το όνειρο της Τουρκίας για την γαλάζια πατρίδα, η κουρδική τρομοκρατία κτλ.
Συνεχώς τονίζει ότι όλοι πρέπει να καταλάβουν τις θέσεις της Τουρκίας για την τρομοκρατία όπως η Σουηδία και το ΝΑΤΟ γιατί η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη για να την αγνοούν. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τους δυτικούς εταίρους της, ιδίως στο ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, θα απαιτήσουν την επείγουσα προσοχή του Προέδρου Ερντογάν καθώς ξεκινά την νέα του πενταετή θητεία. Οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι αναμένουν ότι το ζήτημα της ένταξης θα επιλυθεί μέχρι τη συνάντηση των ηγετών του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία τον Ιούλιο.
Ωστόσο πριν από δύο εβδομάδες, ο Ερντογάν επανεπιβεβαίωσε την αντίθεσή του στην ένταξη της Σουηδίας. «Δεν είμαστε έτοιμοι για τη Σουηδία αυτή τη στιγμή», είπε, αναφέροντας τις ανησυχίες της Άγκυρας για τη στάση της Στοκχόλμης σε αυτό που η Τουρκία έχει χαρακτηρίσει ως τρομοκρατία. Στη νικητήρια ομιλία του ο Ερντογάν δεν έδειξε κανένα σημάδι συμβιβασμού σε όσους θεωρούνται «τρομοκράτες» από την κυβέρνησή του και είπε ότι δεν θα απελευθερώσει ούτε και τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, έναν κορυφαίο Κούρδο πολιτικό που φυλακίζεται από το 2016 δείχνοντάς τη σκληρό πρόσωπο της διακυβέρνησης του.
Στο εσωτερικό μέτωπο, ο Ερντογάν αντιμετωπίζει και το τεράστιο έργο της ανοικοδόμησης των νότιων επαρχιών που επλήγησαν από τους σεισμούς τον Φεβρουάριο που σκότωσαν περισσότερους από 50.000. Το κόστος της καταστροφής έχει υπολογιστεί σε περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια από το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών. Ο Ερντογάν, ο οποίος υποστηρίχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής στις εκλογές, έχει δεσμευτεί να χτίσει 319.000 σπίτια μέσα σε ένα χρόνο.
Η Τουρκία όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, τείνει χείρα φιλίας η όποια μπορεί να πάρει την θέση των απειλών για επίθεση «ένα βράδυ» στην χώρα μας. Γι’ αυτόν και την Τουρκία διακυβεύεται κάτι πολύ μεγαλύτερο από την Ελλάδα: η προοπτική συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Μέσω αυτών η Τουρκία θα μπορεί να ελέγξει μια κρίσιμη πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πετώντας έξω τον νόμιμο δικαιούχο την Ελλάδα. Από την σκοπιά αυτή το να παραδώσει η χώρα τα κοιτάσματα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Μέχρι τώρα βέβαια η κυβέρνηση κινήθηκε με σύνεση ισχυροποιώντας τις ένοπλες Δυνάμεις με κρίσιμες αγορές οπλικών συστημάτων αδρανοποιώντας τις περεταίρω προσπάθειες του Ερτογαν για δημιουργία κρίσης στο Αιγαίο. Όμως από την άλλη πλευρά το βαθύ κράτος των ΗΠΑ θεωρεί την Τουρκία «πολύ μεγάλη» για να αφεθεί να απομακρυνθεί από την Δύση, και γυρεύει να την δελεάσει με πιθανές παραχωρήσεις ώστε να λογικέψει την συμπεριφορά της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πιθανόν να έρχονται και οι πιέσεις από τους συμμάχους προς την Ελλάδα για Τουρκικά δικαιώματα στο Αιγαίο. Η χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για έναν νέο γύρο διεκδικήσεων από τον Ερντογάν, ιδιαίτερα τώρα, καθώς μετά από την εκλογική του νίκη αισθάνεται άτρωτος. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψιν μας ότι ο Ερντογάν μπορεί να υπόσχεται πολλά πραγματοποιεί ελάχιστα αυτά που υπόσχεται, ενώ με κάθε του υπόσχεση πάντα ζητά ανταλλάγματα.
Είναι αλήθεια ότι έκανε σημαντικές αυξήσεις σε συντάξεις και μισθούς, παρέχοντας εκπτώσεις στους λογαριασμούς ενέργειας των νοικοκυριών, μεταφέροντας ταυτόχρονα τη συζήτηση σε ζητήματα όπως την ασφάλεια και τις λεγόμενες παραδοσιακές Τουρκικές αξίες.
Όμως η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε κακή κατάσταση και στη νικητήρια ομιλία του το βράδυ της Κυριακής των εκλογών, ο Ερντογάν τόνισε τον πληθωρισμό ως το πρωταρχικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. «Η επίλυση των προβλημάτων που προκαλούνται από τις αυξήσεις των τιμών και τον πληθωρισμό είναι το πιο επείγον θέμα των επόμενων ημερών», είπε στους υποστηρικτές του έξω από το προεδρικό μέγαρο στην Άγκυρα. Ο πληθωρισμός κορυφώθηκε στο 85% στα τέλη του περασμένου έτους, υποχωρώντας στο 44% τον περασμένο μήνα, αν και ανεξάρτητοι οικονομολόγοι αμφισβητούν τα επίσημα στοιχεία και λένε ότι είναι στο 105%. Η λίρα έφτασε σε ιστορικό χαμηλό το πρωί της Δευτέρας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, έχοντας χάσει σχεδόν το 80% της αξίας της τα τελευταία πέντε χρόνια. Πολλοί οικονομολόγοι κατηγορούν για αυτό σε μεγάλο βαθμό την ανορθόδοξη πολιτική του Ερντογάν για μείωση των επιτοκίων, τα οποία έχουν σχεδόν μειωθεί στο μισό από τα τέλη του 2021, ως μέσο καταπολέμησης του πληθωρισμού.
Ο Timothy Ash, ειδικός για την Τουρκία και την Ανατολή στο BlueBay Asset Management του Λονδίνου, είπε ότι με το τρέχον επίπεδο του νομίσματος «η οικονομία απλώς δεν είναι βιώσιμη». Πρόσθεσε ότι, «με περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα και μαζικά αρνητικά πραγματικά επιτόκια, η πίεση στη λίρα είναι βαριά». Ωστόσο, ο Emre Peker, διευθυντής Ευρώπης στο Eurasia Group, είπε ότι ο Ερντογάν είναι πιθανό να δει τη νίκη του ως επικύρωση της οικονομικής πολιτικής του. Ο Πέκερ πρόσθεσε ότι ο Ερντογάν είχε πάντα ως στόχο «την οικονομική απεξάρτηση της Τουρκίας από τους δυτικούς εταίρους».
Για να το επιτύχει αυτό προσέτρεξε τους τελευταίους μήνες στη Ρωσία και τις χώρες του Κόλπου. Το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν καταθέσει δισεκατομμύρια δολάρια στην τουρκική κεντρική τράπεζα και έχουν ιδρύσει επενδυτικά κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Ρωσία έχει αναβάλει τις απαιτήσεις πληρωμών για το φυσικό αέριο που του παρέχει και επενδύει δισεκατομμύρια στον πρώτο πυρηνικό σταθμό της Τουρκίας.
«Η οικονομία βασίζεται στη χρηματοδότηση από τη Ρωσία, σε επενδύσεις από τον Κόλπο και αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο ο Ερντογάν θα συνεχίσει να επικεντρώνεται», τονίζει ο Πέκερ. Πρόσθεσε ότι οι επόμενοι τρεις έως τέσσερις μήνες θα είναι σχετικά ήρεμοι για την οικονομία, καθώς τα έσοδα από τον καλοκαιρινό τουρισμό θα αρχίσουν να ρέουν, η αποδυνάμωση της λίρας κάνει τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές και υπάρχει χαμηλή εγχώρια ζήτηση ενέργειας. Αλλά μετά το φθινόπωρο, ο Ερντογάν μπορεί να αντιμετωπίσει πολλές πιέσεις για να αλλάξει την οικονομική του πολιτική. Εκεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πάλι η πολεμική ρητορική, οι κακοί γείτονες που εμποδίζουν το όνειρο της Τουρκίας για την γαλάζια πατρίδα, η κουρδική τρομοκρατία κτλ.
Συνεχώς τονίζει ότι όλοι πρέπει να καταλάβουν τις θέσεις της Τουρκίας για την τρομοκρατία όπως η Σουηδία και το ΝΑΤΟ γιατί η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη για να την αγνοούν. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τους δυτικούς εταίρους της, ιδίως στο ζήτημα της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, θα απαιτήσουν την επείγουσα προσοχή του Προέδρου Ερντογάν καθώς ξεκινά την νέα του πενταετή θητεία. Οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι αναμένουν ότι το ζήτημα της ένταξης θα επιλυθεί μέχρι τη συνάντηση των ηγετών του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία τον Ιούλιο.
Ωστόσο πριν από δύο εβδομάδες, ο Ερντογάν επανεπιβεβαίωσε την αντίθεσή του στην ένταξη της Σουηδίας. «Δεν είμαστε έτοιμοι για τη Σουηδία αυτή τη στιγμή», είπε, αναφέροντας τις ανησυχίες της Άγκυρας για τη στάση της Στοκχόλμης σε αυτό που η Τουρκία έχει χαρακτηρίσει ως τρομοκρατία. Στη νικητήρια ομιλία του ο Ερντογάν δεν έδειξε κανένα σημάδι συμβιβασμού σε όσους θεωρούνται «τρομοκράτες» από την κυβέρνησή του και είπε ότι δεν θα απελευθερώσει ούτε και τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς, έναν κορυφαίο Κούρδο πολιτικό που φυλακίζεται από το 2016 δείχνοντάς τη σκληρό πρόσωπο της διακυβέρνησης του.
Στο εσωτερικό μέτωπο, ο Ερντογάν αντιμετωπίζει και το τεράστιο έργο της ανοικοδόμησης των νότιων επαρχιών που επλήγησαν από τους σεισμούς τον Φεβρουάριο που σκότωσαν περισσότερους από 50.000. Το κόστος της καταστροφής έχει υπολογιστεί σε περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια από το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών. Ο Ερντογάν, ο οποίος υποστηρίχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής στις εκλογές, έχει δεσμευτεί να χτίσει 319.000 σπίτια μέσα σε ένα χρόνο.
Η Τουρκία όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, τείνει χείρα φιλίας η όποια μπορεί να πάρει την θέση των απειλών για επίθεση «ένα βράδυ» στην χώρα μας. Γι’ αυτόν και την Τουρκία διακυβεύεται κάτι πολύ μεγαλύτερο από την Ελλάδα: η προοπτική συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου. Μέσω αυτών η Τουρκία θα μπορεί να ελέγξει μια κρίσιμη πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πετώντας έξω τον νόμιμο δικαιούχο την Ελλάδα. Από την σκοπιά αυτή το να παραδώσει η χώρα τα κοιτάσματα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία ισοδυναμεί με αυτοκτονία. Μέχρι τώρα βέβαια η κυβέρνηση κινήθηκε με σύνεση ισχυροποιώντας τις ένοπλες Δυνάμεις με κρίσιμες αγορές οπλικών συστημάτων αδρανοποιώντας τις περεταίρω προσπάθειες του Ερτογαν για δημιουργία κρίσης στο Αιγαίο. Όμως από την άλλη πλευρά το βαθύ κράτος των ΗΠΑ θεωρεί την Τουρκία «πολύ μεγάλη» για να αφεθεί να απομακρυνθεί από την Δύση, και γυρεύει να την δελεάσει με πιθανές παραχωρήσεις ώστε να λογικέψει την συμπεριφορά της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πιθανόν να έρχονται και οι πιέσεις από τους συμμάχους προς την Ελλάδα για Τουρκικά δικαιώματα στο Αιγαίο. Η χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για έναν νέο γύρο διεκδικήσεων από τον Ερντογάν, ιδιαίτερα τώρα, καθώς μετά από την εκλογική του νίκη αισθάνεται άτρωτος. Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψιν μας ότι ο Ερντογάν μπορεί να υπόσχεται πολλά πραγματοποιεί ελάχιστα αυτά που υπόσχεται, ενώ με κάθε του υπόσχεση πάντα ζητά ανταλλάγματα.