Οι «καυτοί» φάκελοι του Ερντογάν: Το στοίχημα του προέδρου της Τουρκίας στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική
Γιατί εκτιμάται ότι θα αναθεωρήσει τη στάση του έναντι της Δύσης
Πολλοί είναι οι φάκελοι με τις εκκρεμείς υποθέσεις που κουβαλάει από την προηγούμενη προεδρική θητεία του ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Δύο, ωστόσο, είναι πιο φουσκωμένοι από τους άλλους και απαιτούν ειδικό χειρισμό: της oικονομίας και της εξωτερικής πολιτικής.
Η οικονομία είναι ο μεγάλος ασθενής της Τουρκίας: Ο επίσημος πληθωρισμός είναι 43,7%, ο πραγματικός φημολογείται ότι είναι πάνω από το 100%, η απώλεια της αξίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου τα τελευταία δύο χρόνια είναι περίπου 60%, τα εισοδήματα εξανεμίζονται, το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος είναι 196 δισ. δολάρια, ο προϋπολογισμός έχει εκτροχιαστεί, το ίδιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και προκύπτει ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό άνω των 300 δισ. ευρώ.
Την επομένη των εκλογών η ισοτιμία της λίρας έναντι του δολαρίου έσπασε το ψυχολογικό όριο των 20 λιρών και στόχος της κυβέρνησης είναι να αποφύγει μια απότομη κατάρρευση στα επίπεδα των 30 λιρών, αλλά να υπάρξει μια ελεγχόμενη διολίσθηση στις 24-25 λίρες μέχρι το τέλος του χρόνου. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN, ο Τούρκος ηγέτης επανέλαβε ότι δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την αμφιλεγόμενη πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, με την οποία ενθαρρύνει τις επενδύσεις και αυξάνει την εγχώρια παραγωγή. Ωστόσο, η πολιτική αυτή δεν λύνει το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού.
Στην αγορά, εξάλλου, υπάρχει μια αναμονή για μια επιθετική κίνηση στο πλαίσιο μιας πιο «ορθόδοξης οικονομικής πολιτικής». Παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση, ο Ερντογάν παραμένει προσκολλημένος στον στόχο «να κάνει την Τουρκία ξανά μεγάλη», κινούμενος στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. «Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια ζώνη ασφάλειας και ειρήνης γύρω μας, από την Ευρώπη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Αφρική», δήλωσε δύο ημέρες μετά τη νίκη του.
Ο Μπάιντεν του υπενθύμισε από την πλευρά του την εκκρεμότητα που υπάρχει με το τουρκικό βέτο στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας εκτιμάται ότι θα αναγκάσει τον Ερντογάν να αναθεωρήσει τη στάση του έναντι της Δύσης, καθώς έχει ανάγκη τις επενδύσεις και τη στήριξή της σε ρευστότητα.
Εκεί που θα δείξει αντιστάσεις είναι η προσφυγή στο ΔΝΤ, καθώς, όπως έλεγαν στα «Π» πολιτικοί αναλυτές που πρόσκεινται στο κυβερνών κόμμα, το ΔΝΤ επιβάλλει «απαράδεκτους πολιτικούς όρους» έναντι του δανεισμού. Σε περιφερειακό επίπεδο, οι σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου προσέφεραν στην Αγκυρα την ευκαιρία να ανοίξει νέους διαύλους με χώρες με τις οποίες έχει προβληματικές σχέσεις, όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, αλλά και να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία.
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 2 Ιουνίου 2023
Η οικονομία είναι ο μεγάλος ασθενής της Τουρκίας: Ο επίσημος πληθωρισμός είναι 43,7%, ο πραγματικός φημολογείται ότι είναι πάνω από το 100%, η απώλεια της αξίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου τα τελευταία δύο χρόνια είναι περίπου 60%, τα εισοδήματα εξανεμίζονται, το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος είναι 196 δισ. δολάρια, ο προϋπολογισμός έχει εκτροχιαστεί, το ίδιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και προκύπτει ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό άνω των 300 δισ. ευρώ.
Στροφή
Οι ενέσεις ρευστότητας από χώρες του Κόλπου και το Αζερμπαϊτζάν στήριξαν εν μέρει τη λίρα, αλλά στην προσπάθειά της να συγκρατήσει το εθνικό νόμισμα προεκλογικά η Κεντρική Τράπεζα εξάντλησε τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Το οικονομικό επιτελείο έχει εναποθέσει τώρα τις ελπίδες του στο τουριστικό συνάλλαγμα, το οποίο ελπίζει ότι θα εισρεύσει τους επόμενους μήνες.Την επομένη των εκλογών η ισοτιμία της λίρας έναντι του δολαρίου έσπασε το ψυχολογικό όριο των 20 λιρών και στόχος της κυβέρνησης είναι να αποφύγει μια απότομη κατάρρευση στα επίπεδα των 30 λιρών, αλλά να υπάρξει μια ελεγχόμενη διολίσθηση στις 24-25 λίρες μέχρι το τέλος του χρόνου. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN, ο Τούρκος ηγέτης επανέλαβε ότι δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την αμφιλεγόμενη πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, με την οποία ενθαρρύνει τις επενδύσεις και αυξάνει την εγχώρια παραγωγή. Ωστόσο, η πολιτική αυτή δεν λύνει το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού.
Η υπόσχεση
Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι δεν θα αφήσει τον λαό να συνθλιβεί υπό το βάρος του πληθωρισμού και υποσχέθηκε οικονομική ανάπτυξη που θα οδηγήσει στη δημιουργία 6 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας. Αρνούμενος εμφατικά να ανοίξει την πόρτα της Τουρκίας στο ΔΝΤ -άλλωστε, ήταν εκείνος που την έκλεισε το 2013-, απευθύνθηκε στον πρώην «τσάρο» της τουρκικής οικονομίας Μεχμέτ Σιμσέκ, ο οποίος είναι γνωστό και αξιόπιστο οικονομικό στέλεχος στο εξωτερικό και εκτιμάται ότι δεν θα κινδύνευε την επαγγελματική του υπόσταση πειραματιζόμενος με αμφιλεγόμενες συνταγές.Στην αγορά, εξάλλου, υπάρχει μια αναμονή για μια επιθετική κίνηση στο πλαίσιο μιας πιο «ορθόδοξης οικονομικής πολιτικής». Παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση, ο Ερντογάν παραμένει προσκολλημένος στον στόχο «να κάνει την Τουρκία ξανά μεγάλη», κινούμενος στην «γκρίζα ζώνη» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. «Στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μια ζώνη ασφάλειας και ειρήνης γύρω μας, από την Ευρώπη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Αφρική», δήλωσε δύο ημέρες μετά τη νίκη του.
Πολύπλευρη τακτική
Παίρνοντας σταθερά αποστάσεις από τη Δύση, το προηγούμενο διάστημα, ο Τούρκος πρόεδρος υιοθέτησε μια πολύπλευρη πολιτική, που στη βάση της έχει την ανάπτυξη των σχέσεων με τον ισλαμικό κόσμο, τη Ρωσία, την Κίνα και τις τουρκογενείς χώρες. Από τη Λιβύη μέχρι το Αζερμπαϊτζάν, μέσω μιας ειδικής σχέσης με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ερντογάν έχει λειτουργήσει σε όλα τα «καυτά» μέτωπα. Προεκλογικά συγκρούστηκε με τη Δύση, κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, απευθυνόμενος μάλιστα στα κυρίαρχα αντιδυτικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης. Συνεχίζει, ωστόσο, να ζητάει από τις ΗΠΑ τα μαχητικά F-16 και έθεσε μάλιστα το θέμα στον Τζο Μπάιντεν, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος του τηλεφώνησε για να τον συγχαρεί για τη νίκη του.Ο Μπάιντεν του υπενθύμισε από την πλευρά του την εκκρεμότητα που υπάρχει με το τουρκικό βέτο στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας εκτιμάται ότι θα αναγκάσει τον Ερντογάν να αναθεωρήσει τη στάση του έναντι της Δύσης, καθώς έχει ανάγκη τις επενδύσεις και τη στήριξή της σε ρευστότητα.
Εκεί που θα δείξει αντιστάσεις είναι η προσφυγή στο ΔΝΤ, καθώς, όπως έλεγαν στα «Π» πολιτικοί αναλυτές που πρόσκεινται στο κυβερνών κόμμα, το ΔΝΤ επιβάλλει «απαράδεκτους πολιτικούς όρους» έναντι του δανεισμού. Σε περιφερειακό επίπεδο, οι σεισμοί της 6ης Φεβρουαρίου προσέφεραν στην Αγκυρα την ευκαιρία να ανοίξει νέους διαύλους με χώρες με τις οποίες έχει προβληματικές σχέσεις, όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, αλλά και να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία.
Οι διαθέσεις του
Ο Ερντογάν θα έχει πολλές «ευκαιρίες» το προσεχές διάστημα να δείξει τις διαθέσεις του: στις 11-12 Ιουλίου στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στις 15-16 Ιουλίου στην έβδομη επέτειο από το πραξικόπημα του 2016, στις 24 Ιουλίου κατά την επέτειο της συμπλήρωσης 100 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και στις 29 Οκτωβρίου, οπότε συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας από τον Κεμάλ και ξεκινάει τυπικά ο «αιώνας της Τουρκίας», τον οποίο ευαγγελίζεται ο ίδιος.*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 2 Ιουνίου 2023