Χαβάη: Πώς εγκλωβίστηκαν οι τουρίστες στην κόλαση της φωτιάς - «Δεν μας είπαν να φύγουμε» - Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των επιζώντων
«Έπρεπε ή να βουτήξουμε στη θάλασσα για να σωθούμε ή να καούμε»
Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων που βρέθηκαν στην πύρινη κόλαση της Χαβάη. Την ίδια ώρα, αυτό που χρήζει διερεύνησης είναι το κατά πόσον οι Αρχές είχαν λάβει επείγοντα μέτρα για την εκκένωση του τουριστικού καταφυγίου της Λαχάινα, όπου πολλοί άνθρωποι περιέγραψαν πώς κατάφεραν να ξεφύγουν από τις φλόγες.
Πιο συγκεκριμένα, όταν η πυρκαγιά ξέσπασε σε θάμνους για πρώτη φορά νωρίς την Τρίτη, αρχικά οι αξιωματούχοι της κομητείας Μάουι διέταξαν εκκενώσεις στην ανατολική άκρη της πόλης κοντά σε ένα σχολείο.
Μέσα σε λίγες ώρες, όμως, οι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν μέσω Facebook στον ιστότοπο της κομητείας ότι η πυρκαγιά είχε «περιοριστεί στο 100%».
Και για τις επόμενες ώρες, ενώ η Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών της κομητείας προειδοποίησε τον κόσμο να μείνει μακριά από αρκετούς αποκλεισμένους δρόμους, φαίνεται ότι δεν υπήρξαν περαιτέρω εντολές εκκένωσης.
Οι λάθος χειρισμοί
Όταν η πυρκαγιά εξαπλώθηκε γρήγορα στη Λαχάινα, αναζωπυρωμένη από ισχυρούς ανέμους, οι αξιωματούχοι διέταξαν περισσότερες εκκενώσεις.
Κάποιοι άνθρωποι είχαν ήδη προλάβει να φύγουν, ενώ πολλοί κάτοικοι δήλωσαν ότι δεν έλαβαν ποτέ καμία ειδοποίηση.
Σε συνέντευξη Τύπου το βράδυ της Πέμπτης ο επικεφαλής της Πυροσβεστικής, Μπράντφορντ Βεντούρα, δήλωσε ότι η πυρκαγιά είχε κινηθεί τόσο γρήγορα που ήταν «σχεδόν αδύνατο» οι Αρχές να στείλουν εγκαίρως εντολές εκκένωσης.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες από κατοίκους που κατάφεραν να σωθούν
Ερωτηθείς αν είχε προειδοποιηθεί για τη φωτιά, ένας κάτοικος της Λαχάινα, ο Μαρκ Στελφ, ήταν σαφής. «Όχι, διάολε», απάντησε ο Στελφ, ο οποίος είπε ότι έφυγε με τη σύζυγό του όταν είδαν φλόγες περίπου 500 μέτρα από το σπίτι τους. Είπε ότι η φωτιά τούς πλησίασε γρήγορα, καθώς οδηγούσαν μέσα από πυκνό μαύρο καπνό - και τελικά σώθηκαν. «Κανείς δεν το περίμενε αυτό», είπε χαρακτηριστικά.
Η Κλερ Κεντ, η οποία εργάζεται στη Λαχάινα, δήλωσε ότι άρχισε να πανικοβάλλεται γύρω στις 3.30 μ.μ. όταν είδε ένα σύννεφο μαύρου καπνού να υψώνεται και άκουσε μια έκρηξη. Ένας γείτονας της είπε ότι τρία κοντινά βενζινάδικα είχαν πάρει φωτιά και την προέτρεψε να ετοιμαστεί να φύγει. Καθώς η ίδια και αρκετοί φίλοι της προσπαθούσαν να φύγουν από την πόλη, όπως είπε, είδε ανθρώπους να προσπαθούν να διαφύγουν με τα πόδια, μερικοί κρατώντας παιδιά.
Ακόμη και τότε, είπε η Κεντ, δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση για εκκένωσης. Ένας άνδρας με ποδήλατο κατά μήκος του δρόμου φώναζε: «Πρέπει να φύγετε».
«Αυτό ήταν ό,τι πιο κοντινό σε προειδοποίηση», είπε η 26χρονη Κεντ, η οποία βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός φίλου της, 25 μίλια μακριά. «Δεν υπήρχαν αστυνομικοί με μεγάφωνα που να λένε στον κόσμο να φύγουν».
Την ίδια ώρα ορισμένοι κάτοικοι δήλωσαν ότι είχαν λάβει ειδοποίηση εκκένωσης έκτακτης ανάγκης, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το γιατί οι ειδοποιήσεις δεν έφτασαν σε περισσότερους ανθρώπους που βρίσκονταν σε κίνδυνο.
Ο δήμαρχος του Μάουι, Richard T. Bissen Jr, δήλωσε ότι είχαν εκδοθεί εντολές εκκένωσης για τις «πληγείσες περιοχές», συμπεριλαμβανομένης της Λαχάινα, αλλά δεν εξήγησε γιατί άλλοι άνθρωποι δεν τις έλαβαν.
Κόλαση επί γης
Στο Λύκειο του Μάουι τα μαθήματα έχουν διακοπεί και οι διάδρομοι είναι γεμάτοι από ανθρώπους που έφυγαν από τα σπίτια τους για να γλιτώσουν.
Το γυμναστήριο έχει μετατραπεί σε καταφύγιο, με οικογένειες να έχουν στριμωχτεί σε γωνίες.
Πίσω από το κτίριο, εθελοντές σερβίρουν χαβανέζικο στιφάδο και ρύζι από τεράστιους ασημένιους δίσκους. Τα παγκάκια είναι τοποθετημένα γύρω από μια μεγάλη οθόνη που προβάλλει τις τοπικές ειδήσεις, καταγράφοντας τον αυξανόμενο αριθμό των θανάτων.
Οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ είναι είτε τουρίστες είτε ντόπιοι από την πόλη Λαχάινα, η οποία εξαφανίστηκε όταν η πυρκαγιά έπληξε το Μάουι την Τρίτη.
Δύο γείτονες πήδηξαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν από τις φλόγες που καταπλάκωσαν τη Λαχάινα. Πέρασαν τρεις ώρες πάνω σε μια προβλήτα πριν διασωθούν από σκάφος της ακτοφυλακής.
«Ήταν κόλαση. Κόλαση επί γης, πραγματικά», λέει ο ένας από αυτούς.
«Ήταν απόγευμα, αλλά ο ουρανός ήταν μαύρος από τον καπνό. Ακούγαμε συνεχώς εκρήξεις και κραυγές σαν να ήμασταν σε ταινία τρόμου. Ακούσαμε ανθρώπους να ξερνάνε, δεν ξέραμε πού βρίσκονταν. Κάλεσα την αστυνομία και μου είπαν ότι δεν μπορούσαν να μας φτάσουν. Ο καπνός ήταν εντελώς μαύρος και καλέσαμε ξανά την αστυνομία και είπαν ότι δεν μπορούσαν να έρθουν και την τρίτη φορά είπαν ότι πρέπει να μπείτε στη θάλασσα. Και είπα “θέλετε να πηδήξουμε στο νερό με τυφώνα; Είναι μαύρο, ξέρετε". Αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή. Ήταν ή αυτό ή να καούμε».
Ο Ντέιμον, βετεράνος του στρατού που μετακόμισε στο Μάουι από την Καλιφόρνια, λέει ότι πιστεύει ότι ήταν θαύμα που επέζησαν.
«Ακούγαμε συνέχεια βάρκες να εκρήγνυνται και να φλέγονται και να κινούνται προς τα εκεί σαν να τις οδηγούσε κάποιος. Ήμουν μέσα στο νερό προσπαθώντας να μείνω στην επιφάνεια και έλεγα στον εαυτό μου “σε παρακαλώ, όχι σήμερα, Θεέ μου, όχι έτσι"».