Πρόκειται για μια «ωρολογιακή βόμβα».

Σε προεκλογική εκδήλωση συγκέντρωσης χρηματοδότησης την προπερασμένη εβδομάδα, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έστρεψε τα πυρά του κατά της κινεζικής οικονομίας, πρώην ατμομηχανής ανάπτυξης για ολόκληρο τον πλανήτη, η οποία, όμως, το τελευταίο διάστημα στέλνει πολλαπλά σήματα κινδύνου. Ο Μπάιντεν αναφέρθηκε στην επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης (αν και έκανε λάθος, αναφέροντας πως αυτός έχει πέσει από 8% σε 2%, όταν το α’ μισό του έτους το κινεζικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,5%), καθώς και στην υψηλή ανεργία. Χαρακτήρισε μάλιστα το κινεζικό σχέδιο υπερπόντιων επενδύσεων «Μία Ζώνη, ένας Δρόμος» (ο περίφημος «Νέος Δρόμος του Μεταξιού») ως «χρέος και θηλιά».

Παρά τις κάποιες ανακρίβειες στα στοιχεία που επικαλέστηκε, ο Αμερικανός πρόεδρος επεσήμανε μια πραγματικότητα ιδιαίτερα ανησυχητική για την οικονομία των 18 τρισ. δολαρίων. Για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, ο «Κόκκινος Δράκος» είχε γίνει συνώνυμο της ανάπτυξης δίχως φρένο, ωστόσο τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα εγκυμονούν αλυσιδωτούς κινδύνους, που επεκτείνονται πέραν των κινεζικών συνόρων. Πρώτα ήρθε η είδηση ότι η οικονομία της Κίνας είχε επιβραδυνθεί σημαντικά την άνοιξη, διαλύοντας τις ελπίδες πως η άρση της καραντίνας θα έφερνε επιστροφή στην πριν από τον COVID εποχή.

Στη συνέχεια, έγινε γνωστό πως οι εξαγωγές της Κίνας μειώθηκαν για τρεις συνεχόμενους μήνες, ενώ οι εισαγωγές ελαττώθηκαν για πέντε διαδοχικούς μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία για τον Ιούλιο, το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αυξήθηκε στα 80,6 δισ. δολάρια, υψηλότερα από την πρόβλεψη των 70,6 δισ. δολαρίων. Οι εξαγωγές έκαναν «βουτιά» 14,5%, καταγράφοντας μεγαλύτερη πτώση από το 12,5% που ανέμεναν οι αναλυτές, μετά την πτώση 12,4% τον Ιούνιο, ενώ ευρείας κλίμακας ήταν και η υποχώρηση των εισαγωγών κατά 12,4%, πολύ χαμηλότερα σε σχέση με το 5% των εκτιμήσεων. Ακολούθησε το «καμπανάκι» του αποπληθωρισμού, για πρώτη φορά από το 2020. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο ο δείκτης τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) πέρασε σε αρνητικό σημείο, καταγράφοντας μείωση 0,3% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με την κινεζική εθνική στατιστική υπηρεσία. Εναν μήνα νωρίτερα, ο πληθωρισμός ήταν μηδενικός, συνέπεια της άτονης εσωτερικής κατανάλωσης, που περιπλέκει την οικονομική ανάπτυξη.

Στο παρελθόν, το 2009, το 2015 και το 2020, το Πεκίνο είχε απαντήσει με δυναμική νομισματική χαλάρωση και μεγάλα δημοσιονομικά κίνητρα. Παράλληλα, και το χρέος της Κίνας, δημόσιο και ιδιωτικό, αυξήθηκε στο επίπεδο-ρεκόρ του 279,7% του ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του 2023, όπως μετέδωσε το πρακτορείο Bloomberg, επικαλούμενο στοιχεία της κινεζικής κεντρικής τράπεζας και της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας. Το χρέος των μη τραπεζικών επιχειρήσεων αυξήθηκε 5,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ των νοικοκυριών και του δημόσιου τομέα κατά 1 ποσοστιαία μονάδα.

Στα στοιχεία δεν περιλαμβάνονται τα τραπεζικά δάνεια προς τις περιφερειακές κυβερνήσεις. Σύμφωνα, όμως, με την Goldman Sachs, ειδικά το δημόσιο χρέος της Κίνας φτάνει στην πραγματικότητα τα 23 τρισ. δολάρια ή 126% του ΑΕΠ, πολύ παραπάνω δηλαδή από το επίσημο 77%. Ενα από τα βασικά προβλήματα εντοπίζεται στις υπερχρεωμένες τοπικές Αρχές, το χρέος των οποίων, κατά την Goldman Sachs, ανέρχεται σε 13 τρισ. δολάρια. Με βάση έκθεση της Rhodium Group στις αρχές Ιουνίου, που εξέταζε τα ετήσια οικονομικά στοιχεία 205 κινεζικών πόλεων, οι μισές αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ τα χρηματοδοτικά ταμεία τοπικής αυτοδιοίκησης ή LGFV αναγνωρίζονταν από έρευνα του Bloomberg τον Μάιο ως ο υπ’ αριθμόν ένα δανειστικός κίνδυνος. Πρόσφατα ανακοινώθηκε πως το Πεκίνο θα επιτρέψει στις τοπικές κυβερνήσεις να συγκεντρώσουν περίπου 1 τρισ. γιουάν (140 δισ. δολάρια) μέσω πωλήσεων ομολόγων για να αποπληρώσουν το χρέος στα LGFV. 

Τέλος, μαύρα ήταν τα σύννεφα και από την αγορά κατοικιών, με την Country Garden, μια μεγάλη εταιρεία στο real estate, να ανακοινώνει πως έχασε έως και 7,6 δισ. δολάρια το πρώτο εξάμηνο του έτους.

Τρικυμία

Οι δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν, πάντως, ήρθαν εν μέσω τρικυμίας στις σχέσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, αφού ο Αμερικανός πρόεδρος με εκτελεστικό διάταγμα απαγόρευσε για λόγους εθνικής ασφάλειας τις αμερικανικές επενδύσεις στην Κίνα στους κρίσιμους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, της μικροηλεκτρονικής, των ημιαγωγών (μικροτσίπ) και των κβαντικών τεχνολογιών. Η απόφαση, που ελήφθη στο πλαίσιο της ανησυχίας των ΗΠΑ για τον εκσυγχρονισμό των κινεζικών Ενόπλων Δυνάμεων, ήρθε να προστεθεί στην προηγούμενη απαγόρευση στις εξαγωγές εξελιγμένων αμερικανικών τσιπ τεχνητής νοημοσύνης στην αγορά της Κίνας.

Το νέο μέτρο δεν αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή πριν από το 2024, με αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης να επισημαίνουν πως η απαγόρευση αφορά μόνο τις επενδύσεις υψηλού κινδύνου. Από την πλευρά του, πάντως, το Πεκίνο απάντησε με περιορισμούς στις εξαγωγές ορυκτών, και συγκεκριμένα των λεγόμενων «σπάνιων γαιών», που παίζουν ρόλο-κλειδί στη βιομηχανία των ημιαγωγών.

Το μοντέλο

Είναι σαφές μέσα από όλα αυτά ότι το παραγωγικό μοντέλο της Κίνας, που την ανέδειξε σε παγκόσμια υπερδύναμη, έχει μεταβληθεί και πως οι ΗΠΑ παίζουν ήδη τα χαρτιά απαγκίστρωσης από το κινεζικό ρίσκο και παράλληλης άσκησης μιας εξωτερικής πολιτικής στραγγαλισμού κάποιων τομέων της οικονομίας της υπερδύναμης. Μια άλλη ένδειξη πως τα πράγματα δεν είναι πια τα ίδια δίνει δημοσίευμα της «Wall Street Journal», σύμφωνα με την οποία τα εργοστάσια στην Ασία πλέον, λόγω των χαμηλών ημερομισθίων που προσφέρουν, δυσκολεύονται να προσελκύσουν νέους εργάτες, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν σύντομα παρελθόν τα φθηνά προϊόντα «Made in China» (σήμα κατατεθέν και μοχλός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας).

«Ανθρωποι και εταιρείες θα πρέπει να αλλάξουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες», δήλωσε στη «WSJ» ο Πολ Νόρις, ο οποίος έχει εργοστάσιο υφαντουργίας στο Βιετνάμ. Ηδη η εταιρεία κατασκευής παιχνιδιών Hasbro έκανε γνωστό φέτος ότι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού στο Βιετνάμ και στην Κίνα έχουν ανεβάσει το κόστος, ενώ και η Mattel προσπαθεί να διαχειριστεί αυξανόμενα κόστη. Η Nike ανακοίνωσε τον Ιούνιο ότι το κόστος των προϊόντων της είχε αυξηθεί λόγω της ανόδου των δαπανών. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ το 2001 η εταιρεία ανέφερε ότι πάνω από το 80% των εργαζομένων της σε εργοστάσια ήταν στην Ασία και ότι ο τυπικός εργαζόμενος ήταν 22 ετών και άγαμος, το 2023 ο μέσος εργαζόμενος της Nike στην Κίνα είναι 40 ετών.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 19/8