Ερντογάν: Τα φιλόδοξα σχέδια για μια ισχυρή πυρηνική Τουρκία - Η εξάρτηση από τον Πούτιν και το φλερτ με τους Κινέζους
Εκτιμάται πως με την τεχνογνωσία που θα αποκτήσει η Τουρκία από τη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου θα κατορθώσει να οδηγηθεί στην κατασκευή και πυρηνικών κεφαλών
Ο Ερντογάν θέλει, ο Πούτιν επικροτεί, η Δύση ανησυχεί. Η Τουρκία μπορεί; Ο λόγος για το «mega project» να μετατραπεί η Τουρκία σε πυρηνική δύναμη, με ό,τι αυτό σημαίνει για τα φιλόδοξα σχέδιά της ως περιφερειακής δύναμης και τις γεωπολιτικές ισορροπίες στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, το οποίο μας αφορά άμεσα.
Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε από αυτήν την προοπτική; Δύο πρόσφατα γεγονότα ήρθαν να αναζωπυρώσουν τις συζητήσεις και να ενισχύσουν τις ανησυχίες των δυτικών συμμάχων της Άγκυρας. Τον περασμένο Ιούλιο κινεζική αντιπροσωπεία, υπό τον αναπληρωτή διευθυντή του Εθνικού Ενεργειακού Οργανισμού της Κίνας, επισκέφθηκε την πόλη Ιγνεάντα στην Ανατολική Θράκη, επιβεβαιώνοντας ότι Άγκυρα και Πεκίνο βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία τρίτου πυρηνικού σταθμού. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις Τούρκων επισήμων, ότι μια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί μέχρι το τέλος του χρόνου, ο δρόμος φαίνεται να είναι μακρύς και δύσκολος, όχι όμως ασύμβατος με τις φιλοδοξίες του Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Τουρκία σε μέλος του παγκόσμιου πυρηνικού κλαμπ.
Κι όλα αυτά, την ώρα που ο «γάμος» της Άγκυρας με τη Μόσχα ολοκληρώνεται τόσο με την αποπεράτωση της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου όσο και με τις συνομιλίες για έναν δεύτερο σταθμό, στη Σινώπη. Οι επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου, μάλιστα, βρήκαν θερμή ανταπόκριση κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν. «Η Τουρκία έγινε πλέον μέλος της διεθνούς λέσχης πυρηνικών κρατών με την πλήρη έννοια του όρου, μετά την παράδοση της πρώτης παρτίδας ρωσικού πυρηνικού καυσίμου στο Ακούγιου», δήλωνε ο Ρώσος πρόεδρος, προς μεγάλη ικανοποίηση του Ερντογάν, στο Σότσι. Λίγους μήνες πριν, ο σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την πυρηνική ενέργεια, κ. Φρίντμαν, δήλωνε στο Bloomberg ότι είναι σε εξέλιξη οι συνομιλίες για την αγορά από την Τουρκία έως και 35 μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων. Η Άγκυρα μοιάζει να μη γνωρίζει σύνορα για την πραγμάτωση του πυρηνικού της «οράματος».
Πίσω από τα μεγάλα λόγια, η Άγκυρα διαπιστώνει πως η πυρηνική μονάδα στο Ακούγιου είναι στην ουσία πλήρως ελεγχόμενη από τη Ρωσία, με περιορισμούς στην πρόσβαση και την τεχνογνωσία της πυρηνικής τεχνολογίας. Από τους 4.000 του προσωπικού που θα απασχολεί ο σταθμός σε πλήρη λειτουργία, η Τουρκία πιέζει τώρα ώστε το 30% των απασχολουμένων να είναι Τούρκοι… Η παντοδυναμία της Rosatom είναι ο λόγος που οι συνομιλίες για την κατασκευή της δεύτερης μονάδας στη Σινώπη -πάλι από τη Rosatom- έχουν σκαλώσει τους τελευταίους μήνες, με την Άγκυρα να ζητά μεγαλύτερη πρόσβαση και δικαιώματα εκμετάλλευσης, αλλά και εκπαίδευσης Τούρκων ειδικευμένων επιστημόνων και μηχανικών. Μάλιστα, απαντά στη Μόσχα με το επιχείρημα ότι υπάρχουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι για το project, με πρώτα ονόματα στη λίστα τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.
Είναι γνωστοί οι επαναλαμβανόμενοι μέχρι σήμερα κύκλοι συναντήσεων ανώτατων εκπροσώπων Τουρκίας και Πακιστάν, με αντικείμενο την ανταλλαγή τεχνογνωσίας για την αμυντική βιομηχανία. Φαίνεται επίσης ότι είχαν διατηρηθεί ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με τον πυρηνικό φυσικό Abdul Qadeer Chan, όταν ήταν εν ζωή. Ο Chan φέρεται να είχε εξαγάγει τεχνογνωσία και φυγοκεντρητές μεταξύ άλλων στο Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Λιβύη. Στην ουσία η παραδοχή αυτής της δραστηριότητας αποκάλυψε το βάθος της «μαύρης αγοράς» για την προώθηση τεχνογνωσίας για πυρηνικά όπλα. Όλα αυτά, την ώρα που η Άγκυρα διαθέτει εδώ και καιρό πόρους αλλά και σημαντικά κεφάλαια για την ανάπτυξη των πυραυλικών της συστημάτων.
Ωστόσο, η ρεαλιστική προσέγγιση δεν συνηγορεί για την άμεση ή και μεσοπρόθεσμη υλοποίηση ανάλογων σχεδίων. Κατ’ αρχάς, η Τουρκία παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία στη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Μια ενδεχόμενη αποκάλυψη για μυστικά προγράμματα θα προκαλούσε σκάνδαλο μεγατόνων στην Ατλαντική Συμμαχία, που θα κάνει την υπόθεση με τους S-400 να μοιάζει με ασήμαντο επεισόδιο.
Όμως η δημιουργία υποδομής με πυρηνικούς σταθμούς στην Τουρκία κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την αυτόματη μετάβαση στην κατασκευή πυρηνικών κεφαλών. Τα πυρηνικά καύσιμα για τους σταθμούς δεν έχουν σχέση με αυτά της δημιουργίας πυρηνικών όπλων. Ούτε βεβαίως η τεχνογνωσία οδηγεί στα μονοπάτια αυτά είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Ακόμα και στον τομέα πυραυλικών συστημάτων, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί και τα κεφάλαια που διατίθενται, ο δρόμος είναι εξαιρετικά μακρύς. Χώρες όπως το Ιράν, που ασχολείται με προγράμματα πυραύλων από τη δεκαετία του ’70, δεν είναι σε θέση να διαθέτουν πυραύλους μεγάλης εμβέλειας…
Αυτό δεν εμποδίζει την Άγκυρα να εκτιμά πως με τη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου η Τουρκία θα αποκτήσει σταδιακά τεχνογνωσία και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις όχι μόνο για να λύσει το ενεργειακό της πρόβλημα -ο σταθμός του Ακούγιου σε πλήρη λειτουργία θα καλύψει το 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας- αλλά θα αποτελέσει τον βατήρα για μια μελλοντική μετάβαση στο κλαμπ των πυρηνικών χωρών «με την πλήρη έννοια το όρου» και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή μας.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Πόσο κοντά ή μακριά είμαστε από αυτήν την προοπτική; Δύο πρόσφατα γεγονότα ήρθαν να αναζωπυρώσουν τις συζητήσεις και να ενισχύσουν τις ανησυχίες των δυτικών συμμάχων της Άγκυρας. Τον περασμένο Ιούλιο κινεζική αντιπροσωπεία, υπό τον αναπληρωτή διευθυντή του Εθνικού Ενεργειακού Οργανισμού της Κίνας, επισκέφθηκε την πόλη Ιγνεάντα στην Ανατολική Θράκη, επιβεβαιώνοντας ότι Άγκυρα και Πεκίνο βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία τρίτου πυρηνικού σταθμού. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις Τούρκων επισήμων, ότι μια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί μέχρι το τέλος του χρόνου, ο δρόμος φαίνεται να είναι μακρύς και δύσκολος, όχι όμως ασύμβατος με τις φιλοδοξίες του Ταγίπ Ερντογάν να μετατρέψει την Τουρκία σε μέλος του παγκόσμιου πυρηνικού κλαμπ.
Κι όλα αυτά, την ώρα που ο «γάμος» της Άγκυρας με τη Μόσχα ολοκληρώνεται τόσο με την αποπεράτωση της κατασκευής του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου όσο και με τις συνομιλίες για έναν δεύτερο σταθμό, στη Σινώπη. Οι επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου, μάλιστα, βρήκαν θερμή ανταπόκριση κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν. «Η Τουρκία έγινε πλέον μέλος της διεθνούς λέσχης πυρηνικών κρατών με την πλήρη έννοια του όρου, μετά την παράδοση της πρώτης παρτίδας ρωσικού πυρηνικού καυσίμου στο Ακούγιου», δήλωνε ο Ρώσος πρόεδρος, προς μεγάλη ικανοποίηση του Ερντογάν, στο Σότσι. Λίγους μήνες πριν, ο σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την πυρηνική ενέργεια, κ. Φρίντμαν, δήλωνε στο Bloomberg ότι είναι σε εξέλιξη οι συνομιλίες για την αγορά από την Τουρκία έως και 35 μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων. Η Άγκυρα μοιάζει να μη γνωρίζει σύνορα για την πραγμάτωση του πυρηνικού της «οράματος».
Η ασφυκτική ομηρία του Βλαντίμιρ Πούτιν
Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν είναι και τόσο ρόδινη, όπως την προβάλλει η τουρκική κυβέρνηση και τα ΜΜΕ της γειτονικής χώρας. Ακόμα και η αναμενόμενη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου τελεί υπό την ασφυκτική ομηρία της Ρωσίας: είναι η ρωσική εταιρεία Rosatom που επενδύει συνολικά 20 δισ. δολάρια για την ολοκλήρωση του σταθμού, έχοντας την ευθύνη για τον σχεδιασμό, την κατασκευή, την προμήθεια υλικών, τη στελέχωση, το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού που θα απασχοληθεί και τη λειτουργία για τα προσεχή 60 χρόνια.Πίσω από τα μεγάλα λόγια, η Άγκυρα διαπιστώνει πως η πυρηνική μονάδα στο Ακούγιου είναι στην ουσία πλήρως ελεγχόμενη από τη Ρωσία, με περιορισμούς στην πρόσβαση και την τεχνογνωσία της πυρηνικής τεχνολογίας. Από τους 4.000 του προσωπικού που θα απασχολεί ο σταθμός σε πλήρη λειτουργία, η Τουρκία πιέζει τώρα ώστε το 30% των απασχολουμένων να είναι Τούρκοι… Η παντοδυναμία της Rosatom είναι ο λόγος που οι συνομιλίες για την κατασκευή της δεύτερης μονάδας στη Σινώπη -πάλι από τη Rosatom- έχουν σκαλώσει τους τελευταίους μήνες, με την Άγκυρα να ζητά μεγαλύτερη πρόσβαση και δικαιώματα εκμετάλλευσης, αλλά και εκπαίδευσης Τούρκων ειδικευμένων επιστημόνων και μηχανικών. Μάλιστα, απαντά στη Μόσχα με το επιχείρημα ότι υπάρχουν και άλλοι ενδιαφερόμενοι για το project, με πρώτα ονόματα στη λίστα τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία.
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και μαύρη αγορά
Στις 4 Σεπτεμβρίου 2019 ο Ερντογάν έκανε μια δήλωση που συζητήθηκε ευρέως στο διεθνές στερέωμα: «Ορισμένες χώρες έχουν πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές και όχι μόνο έναν ή δύο. Αλλά μας λένε ότι δεν μπορούμε να έχουμε κι εμείς. Αυτό δεν θα το δεχτώ ποτέ». Ο πρόεδρος της Τουρκίας γνωρίζει πως τα λόγια του Βλαντίμιρ Πούτιν, ότι η Τουρκία γίνεται πυρηνική δύναμη με την πλήρη έννοια του όρου, θα έχει αντίκρισμα μόνο με την υλοποίηση ενός στρατιωτικού πυρηνικού προγράμματος. Αν και μέχρι τώρα δεν υπάρχουν αποδείξεις για έναν τέτοιο προσανατολισμό -και σε υποδομές και σε τεχνογνωσία-, μια σειρά από ενδείξεις δεν αφήνουν αδιάφορη τη διεθνή κοινότητα.Είναι γνωστοί οι επαναλαμβανόμενοι μέχρι σήμερα κύκλοι συναντήσεων ανώτατων εκπροσώπων Τουρκίας και Πακιστάν, με αντικείμενο την ανταλλαγή τεχνογνωσίας για την αμυντική βιομηχανία. Φαίνεται επίσης ότι είχαν διατηρηθεί ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας με τον πυρηνικό φυσικό Abdul Qadeer Chan, όταν ήταν εν ζωή. Ο Chan φέρεται να είχε εξαγάγει τεχνογνωσία και φυγοκεντρητές μεταξύ άλλων στο Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και τη Λιβύη. Στην ουσία η παραδοχή αυτής της δραστηριότητας αποκάλυψε το βάθος της «μαύρης αγοράς» για την προώθηση τεχνογνωσίας για πυρηνικά όπλα. Όλα αυτά, την ώρα που η Άγκυρα διαθέτει εδώ και καιρό πόρους αλλά και σημαντικά κεφάλαια για την ανάπτυξη των πυραυλικών της συστημάτων.
Ερντογάν: Η πραγματικότητα για τα πυρηνικά στην Τουρκία
Ορισμένοι εκτιμούν πως με την τεχνογνωσία που θα αποκτήσει η Τουρκία από τη λειτουργία του σταθμού στο Ακούγιου -και σε απροσδιόριστο πάντως βάθος χρόνου στη Σινώπη και την Ιγνεάντα- θα γίνει κατορθωτό να οδηγηθεί στην κατασκευή και πυρηνικών κεφαλών. Οι ίδιοι αναλυτές θεωρούν ότι μπορεί η Άγκυρα να έχει συνυπογράψει τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (NPT), αλλά και αυτή έχει αμφισβητηθεί δημόσια από τον Ταγίπ Ερντογάν, το 2018.Ωστόσο, η ρεαλιστική προσέγγιση δεν συνηγορεί για την άμεση ή και μεσοπρόθεσμη υλοποίηση ανάλογων σχεδίων. Κατ’ αρχάς, η Τουρκία παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία στη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Μια ενδεχόμενη αποκάλυψη για μυστικά προγράμματα θα προκαλούσε σκάνδαλο μεγατόνων στην Ατλαντική Συμμαχία, που θα κάνει την υπόθεση με τους S-400 να μοιάζει με ασήμαντο επεισόδιο.
Όμως η δημιουργία υποδομής με πυρηνικούς σταθμούς στην Τουρκία κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την αυτόματη μετάβαση στην κατασκευή πυρηνικών κεφαλών. Τα πυρηνικά καύσιμα για τους σταθμούς δεν έχουν σχέση με αυτά της δημιουργίας πυρηνικών όπλων. Ούτε βεβαίως η τεχνογνωσία οδηγεί στα μονοπάτια αυτά είναι ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Ακόμα και στον τομέα πυραυλικών συστημάτων, παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί και τα κεφάλαια που διατίθενται, ο δρόμος είναι εξαιρετικά μακρύς. Χώρες όπως το Ιράν, που ασχολείται με προγράμματα πυραύλων από τη δεκαετία του ’70, δεν είναι σε θέση να διαθέτουν πυραύλους μεγάλης εμβέλειας…
Αυτό δεν εμποδίζει την Άγκυρα να εκτιμά πως με τη λειτουργία του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου η Τουρκία θα αποκτήσει σταδιακά τεχνογνωσία και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις όχι μόνο για να λύσει το ενεργειακό της πρόβλημα -ο σταθμός του Ακούγιου σε πλήρη λειτουργία θα καλύψει το 10% των ενεργειακών αναγκών της χώρας- αλλά θα αποτελέσει τον βατήρα για μια μελλοντική μετάβαση στο κλαμπ των πυρηνικών χωρών «με την πλήρη έννοια το όρου» και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή μας.
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής