Σε σύγχυση η Δύση... αναζητά τρόπους αποφυγής μιας γενικευμένης σύρραξης στη Μέση Ανατολή
Άρθρο της Ελένης Γεννητσεφτσή
Εννέα ημέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο έδαφος του Ισραήλ που στοίχισε τη ζωή εκατοντάδων αθώων πολιτών, ο Δυτικός κόσμος βρίσκετε σε σύγχυση, καθώς οι Άραβες τρομοκράτες κατάφεραν να τον αιφνιδιάσουν.
Καθοριστικός παράγοντας στις εξελίξεις των επόμενων ημερών θα είναι η στάση των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ, που όπως όλα δείχνουν δεν επιθυμούν να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στη Μέση Ανατολή, έχοντας ήδη σε εκκρεμότητα αυτό της Ουκρανίας. Σύμφωνα με όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη Ρωσία να κυριαρχήσει στον πόλεμο με την Ουκρανία.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ποντάρουν στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους θα σπεύσουν να στηρίξουν στρατιωτικά το Ισραήλ το οποίο από την πρώτη στιγμή ζήτησε τη συνδρομή της Ουάσιγκτον, περιορίζοντας την βοήθεια τους την Ουκρανία. Αυτό είναι ένα επιχείρημα αν και είναι λογικό δεν μπορεί να ισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι σύμμαχοι τους δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν στρατόπεδο. Τι στιγμή μάλιστα που η θρυλούμενη αντεπίθεση της Ουκρανίας δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, παρά την πρωτοφανή στρατιωτική και οικονομική στήριξη της Δύσης. Μια ενδεχόμενη εγκατάλειψη της Ουκρανίας από τους συμμάχους της θα έδινε την ευκαιρία στη Μόσχα να κερδίσει τον πόλεμο, κάτι που θα είχε ολέθριες συνέπειες σε οικονομικό, πολιτικό, γεωστρατηγικό και φυσικά σε επίπεδο γοήτρου για τις ΗΠΑ, καθώς θα έθετε εν αμφιβόλω την κυριαρχία τους ως παγκόσμιας υπερδύναμης.
Από την άλλη πλευρά το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου πολεμικής αντιπαράθεσης θα δυσκόλευε τόσο τους Αμερικανούς όσο και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Ως γνωστόν η Αμερική τα τελευταία χρόνια με βάση το νέο δόγμα στην εξωτερική της πολιτική έχει επιλέξει να αποτραβηχτεί από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, κλείνοντας ένα ένα τα μέτωπα του παρελθόντος και αποφεύγοντας να ανοίξει νέα. Στη λογική αυτή, εντάσσονται και οι περίφημες “Συμφωνίες του Αβραάμ” που υπέγραψε το Ισραήλ με την Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν και το Μαρόκο.
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες υπογράφηκαν το 2020 με παρότρυνση της κυβέρνησης Τραμπ, και είχαν στόχο να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να στραφούν απερίσπαστες προς την Κίνα και τη Ρωσία. Η Ρωσία σε αυτή τη φάση της κρίσης δεν έχει σοβαρούς λόγους ανησυχίας, Θα μπορούσε μάλιστα να αποκομίσει και οικονομικά οφέλη, από την διαφαινόμενη εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, ενισχύοντας το ΑΕΠ της, που έχει υποστεί μεγάλες απώλειες από τις κυρώσεις της Δύσης και από τις αυξημένες πολεμικές δαπάνες.
Στον αντίποδα, οι οικονομίες των ΗΠΑ και κυρίως της Ευρώπης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό ακόμη από το πετρέλαιο του Κόλπου, θα βρεθούν αντιμέτωπες με μια νέα ύφεση. Η Ευρώπη όντας πιο αδύναμη οικονομικά και έχοντας υποστεί επί μακρόν τις συνέπειες από την επιβολή των κυρώσεων στη Ρωσία, θα υποστεί νέα μεγαλύτερη ύφεση που είναι αμφίβολο αν μπορεί να την διαχειριστεί, καθώς οι πολίτες της θα δουν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει περεταίρω. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια σειρά αντιπαραθέσεων, όπως έγινε και στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, σχετικά με το βαθμό εμπλοκής της Ένωσης, επιφέροντας ένα σοβαρό ρήγμα στη συνοχή της Δυτικής συμμαχίας.
Ενδεικτικό της ανησυχίας που επικρατεί στη Δύση και της προσπάθειας των ΗΠΑ να κλείσει όσο το δυνατόν συντομότερα το μέτωπο που έχει ανοίξει στη Μέση Ανατολή, είναι το γεγονός ότι έσπευσαν εξ’ αρχής να βάλουν τέλος στα σενάρια που ήθελαν τη Μόσχα να βρίσκεται πίσω από την επίθεση της Χαμάς, δηλώνοντας πως δεν υπάρχουν ενδείξεις για πιθανή εμπλοκή της. Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της σύγκρουσης θα είναι η σχεδιαζόμενη χερσαία επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας.
Αν το Ισραήλ καταφέρει να επικρατήσει κατά κράτος μέσα σε διάστημα λίγων ημερών και χωρίς την εμπλοκή και άλλων χωρών της περιοχής, αυτό θα είναι μια θετική εξέλιξη για τη Δύση. Εάν όμως η σύγκρουση τραβήξει σε βάθος χρόνου και γενικευθεί εμπλέκοντας και άλλες χώρες όπως το Ιράν ο Λίβανος η Συρία και το Ιράκ τότε κανένας δεν θα ήθελε να σκεφτεί τις συνέπειες...
Καθοριστικός παράγοντας στις εξελίξεις των επόμενων ημερών θα είναι η στάση των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ, που όπως όλα δείχνουν δεν επιθυμούν να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο στη Μέση Ανατολή, έχοντας ήδη σε εκκρεμότητα αυτό της Ουκρανίας. Σύμφωνα με όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη Ρωσία να κυριαρχήσει στον πόλεμο με την Ουκρανία.
Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ποντάρουν στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους θα σπεύσουν να στηρίξουν στρατιωτικά το Ισραήλ το οποίο από την πρώτη στιγμή ζήτησε τη συνδρομή της Ουάσιγκτον, περιορίζοντας την βοήθεια τους την Ουκρανία. Αυτό είναι ένα επιχείρημα αν και είναι λογικό δεν μπορεί να ισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς οι ΗΠΑ και οι ευρωπαίοι σύμμαχοι τους δεν έχουν την πολυτέλεια να επιλέξουν στρατόπεδο. Τι στιγμή μάλιστα που η θρυλούμενη αντεπίθεση της Ουκρανίας δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, παρά την πρωτοφανή στρατιωτική και οικονομική στήριξη της Δύσης. Μια ενδεχόμενη εγκατάλειψη της Ουκρανίας από τους συμμάχους της θα έδινε την ευκαιρία στη Μόσχα να κερδίσει τον πόλεμο, κάτι που θα είχε ολέθριες συνέπειες σε οικονομικό, πολιτικό, γεωστρατηγικό και φυσικά σε επίπεδο γοήτρου για τις ΗΠΑ, καθώς θα έθετε εν αμφιβόλω την κυριαρχία τους ως παγκόσμιας υπερδύναμης.
Από την άλλη πλευρά το άνοιγμα ενός δεύτερου μετώπου πολεμικής αντιπαράθεσης θα δυσκόλευε τόσο τους Αμερικανούς όσο και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Ως γνωστόν η Αμερική τα τελευταία χρόνια με βάση το νέο δόγμα στην εξωτερική της πολιτική έχει επιλέξει να αποτραβηχτεί από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, κλείνοντας ένα ένα τα μέτωπα του παρελθόντος και αποφεύγοντας να ανοίξει νέα. Στη λογική αυτή, εντάσσονται και οι περίφημες “Συμφωνίες του Αβραάμ” που υπέγραψε το Ισραήλ με την Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν και το Μαρόκο.
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες υπογράφηκαν το 2020 με παρότρυνση της κυβέρνησης Τραμπ, και είχαν στόχο να επιτρέψουν στις ΗΠΑ να στραφούν απερίσπαστες προς την Κίνα και τη Ρωσία. Η Ρωσία σε αυτή τη φάση της κρίσης δεν έχει σοβαρούς λόγους ανησυχίας, Θα μπορούσε μάλιστα να αποκομίσει και οικονομικά οφέλη, από την διαφαινόμενη εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου, ενισχύοντας το ΑΕΠ της, που έχει υποστεί μεγάλες απώλειες από τις κυρώσεις της Δύσης και από τις αυξημένες πολεμικές δαπάνες.
Στον αντίποδα, οι οικονομίες των ΗΠΑ και κυρίως της Ευρώπης που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό ακόμη από το πετρέλαιο του Κόλπου, θα βρεθούν αντιμέτωπες με μια νέα ύφεση. Η Ευρώπη όντας πιο αδύναμη οικονομικά και έχοντας υποστεί επί μακρόν τις συνέπειες από την επιβολή των κυρώσεων στη Ρωσία, θα υποστεί νέα μεγαλύτερη ύφεση που είναι αμφίβολο αν μπορεί να την διαχειριστεί, καθώς οι πολίτες της θα δουν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει περεταίρω. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια σειρά αντιπαραθέσεων, όπως έγινε και στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, σχετικά με το βαθμό εμπλοκής της Ένωσης, επιφέροντας ένα σοβαρό ρήγμα στη συνοχή της Δυτικής συμμαχίας.
Ενδεικτικό της ανησυχίας που επικρατεί στη Δύση και της προσπάθειας των ΗΠΑ να κλείσει όσο το δυνατόν συντομότερα το μέτωπο που έχει ανοίξει στη Μέση Ανατολή, είναι το γεγονός ότι έσπευσαν εξ’ αρχής να βάλουν τέλος στα σενάρια που ήθελαν τη Μόσχα να βρίσκεται πίσω από την επίθεση της Χαμάς, δηλώνοντας πως δεν υπάρχουν ενδείξεις για πιθανή εμπλοκή της. Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της σύγκρουσης θα είναι η σχεδιαζόμενη χερσαία επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας.
Αν το Ισραήλ καταφέρει να επικρατήσει κατά κράτος μέσα σε διάστημα λίγων ημερών και χωρίς την εμπλοκή και άλλων χωρών της περιοχής, αυτό θα είναι μια θετική εξέλιξη για τη Δύση. Εάν όμως η σύγκρουση τραβήξει σε βάθος χρόνου και γενικευθεί εμπλέκοντας και άλλες χώρες όπως το Ιράν ο Λίβανος η Συρία και το Ιράκ τότε κανένας δεν θα ήθελε να σκεφτεί τις συνέπειες...