Έχουν περάσει περισσότερες από δύο εβδομάδες από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στη Γάζα. Περισσότεροι από 6.500 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς και 1.400 Ισραηλινοί σκοτώθηκαν στην επίθεση της ένοπλης παλαιστινιακής ομάδας Χαμάς στο νότιο Ισραήλ.

Η κάλυψη των γεγονότων διαφέρει στα μέσα ενημέρωσης, με την προπαγάνδα να κυριαρχεί καθώς υπάρχει αδυναμία πρόσβασης στην καρδιά των γεγονότων, στην πολύπαθη Γάζα.

"Αυτός ο πόλεμος είναι μία από τις πιο περίπλοκες και διχαστικές ιστορίες που έχουμε καλύψει ποτέ", δήλωσε η Ντέμπορα Τάρνες, πρόεδρος του κλάδου ενημέρωσης στο BBC, σε μια ανάρτησή της πριν από δυο μέρες στο Διαδίκτυο.

Υπάρχουν αρκετές ξεχωριστές λεπτομέρειες που καθιστούν αυτό το πόλεμο ιδιαίτερα δύσκολο και αμφισβητούνται. Μια από αυτές είναι η αδυναμία των ξένων δημοσιογράφων να μπουν στη Γάζα λόγω του ισραηλινού αποκλεισμού και της αδυναμίας να έχουν πρόσβαση μέσω της Αιγύπτου.

Μόνο οι Παλαιστίνιοι στο πεδίο των μαχών

Οι μόνοι δημοσιογράφοι που παραμένουν στη Γάζα είναι Παλαιστίνιοι, οι οποίοι παρέχουν εικόνες και πληροφορίες στα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, ακόμα και αυτοί αντιμετωπίζουν περιορισμούς λόγω βομβαρδισμών, έλλειψης καυσίμων και ηλεκτρικού ρεύματος.

Σύμφωνα με το συνδικάτο των δημοσιογράφων, 22 ρεπόρτερ έχουν χάσει τη ζωή τους στη Λωρίδα της Γάζας από την έναρξη του πολέμου μετά από την επίθεση του ισλαμικού παλαιστινιακού κινήματος στις 7 Οκτωβρίου στο ισραηλινό έδαφος.


"Σε άλλες συγκρούσεις, είχαμε πάντα ειδικούς απεσταλμένους. Εκεί, οι ομάδες μας στη Γάζα είναι αποκομμένες από τον κόσμο", εξηγεί ο Φιλ Τσέτγουιντ, διευθυντής ενημέρωσης του Γαλλικού Πρακτορείου.

Το ίδιο πρακτορείο διαθέτει μια ομάδα εκεί αποτελούμενη από δέκα δημοσιογράφους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από την πόλη της Γάζας και να μετακινηθούν στο νότιο τμήμα του τμήματος, όπου ζουν υπό ανασφαλείς συνθήκες.

Περισσότεροι από δυο χιλιάδες δημοσιογράφοι

Στο Ισραήλ, η κυβέρνηση έχει καταγράψει έναν εντυπωσιακό αριθμό 2.050 δημοσιογράφων που έχουν έρθει για να καλύψουν τη σύγκρουση. Οι περισσότεροι είναι Αμερικανοί (358), Βρετανοί (281) και Γάλλοι (221). Η Ουκρανία, παρόλο που βρίσκεται η ίδια σε πόλεμο, έχει στείλει δύο δημοσιογράφους.

Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που έχουν προκύψει εξαιτίας της "μηντιακής κάλυψης" της Γάζας, όπως το διατύπωσε το σωματείο Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, είναι ότι τα μέσα ενημέρωσης εξαρτώνται περισσότερο από τις “επίσημες” πηγές της κάθε πλευράς, χωρίς να μπορούν να επιβεβαιώσουν κατά πόσον οι πληροφορίες είναι αληθείς", αναφέρει η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων (IFJ).

Η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων επισημαίνει επίσης: "Συγχέοντας την ταχύτητα με τη βιασύνη, πολλά μέσα ενημέρωσης δημοσιεύουν ψευδείς πληροφορίες και εικόνες, χωρίς να τις εντάσσουν στο γενικό πλαίσιο και χωρίς επαλήθευση".

Αρχικά, υπήρχαν κατηγορίες για τον αποκεφαλισμό βρεφών από την Χαμάς, οι οποίες μεταδόθηκαν ευρέως αλλά δεν ήταν δυνατό να επαληθευτούν.

"Θα έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική στα λόγια μου", δήλωσε ζητώντας συγγνώμη στις 12 Οκτωβρίου μέσω του μέσου κοινωνικής δικτύωσης η παρουσιάστρια του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNN, Σάρα Σίντνερ.

Το χτύπημα στο νοσοκομείο της Γάζας

Χαρακτηριστική περίπτωση η περίπτωση του νοσοκομείου Άχλι Άραμπ στη Γάζα. Στις 17 Οκτωβρίου, πολλά μέσα ενημέρωσης, μεταξύ αυτών το Γαλλικό Πρακτορείο, μετέδιδαν τις κατηγορίες του υπουργείου Υγείας της Χαμάς, σύμφωνα με τις οποίες "200 έως 300" άνθρωποι είχαν σκοτωθεί από πλήγμα σε αυτό το νοσοκομείο - ένα πλήγμα που το υπουργείο της Χαμάς απέδωσε στο Ισραήλ.

Το Ισραήλ διαψεύδει αυτήν την ισχυρισμένη επίθεση, υποστηρίζοντας ότι ήταν αποτέλεσμα μιας "αποτυχημένης εκτόξευσης ρουκέτας" από το παλαιστινιακό κίνημα Ισλαμικός Τζιχάντ.

Έκτοτε, πολλά μέσα ενημέρωσης κλίνουν προς αυτήν την τελευταία εκδοχή, βασιζόμενα σε πηγές πληροφοριών και αναλύσεις βίντεο. Αλλά δεν υπάρχει βεβαιότητα, ούτε για τον ακριβή αριθμό των θυμάτων.

Αυτό έκανε τους New York Times και τη Le Monde να διατυπώσουν δημόσια ένα mea culpa.

«Οι πρώτες εκδοχές της κάλυψης του θέματος (...) βασίζονταν υπερβολικά στους ισχυρισμούς της Χαμάς και δεν ανέφεραν ξεκάθαρα πως οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορούσαν να επαληθευθούν αμέσως», παραδέχθηκε τη Δευτέρα η αμερικανική εφημερίδα.

«Επιδείξαμε έλλειψη σύνεσης», ανέφερε την Τρίτη η γαλλική εφημερίδα.

«Μπορώ να δω αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάσαμε την πληροφορία: ήμασταν υποχρεωμένοι να την αναφέρουμε, όμως βλέποντας το θέμα από απόσταση, θα μπορούσαμε να το είχαμε γράψει με πιο επιφυλακτικές διατυπώσεις και να είχαμε επιμείνει περισσότερο στο τι δεν γνωρίζουμε», εκτιμά ο Φιλ Τσέτγουιντ, ο διευθυντής ενημέρωσης του Γαλλικού Πρακτορείου.

«Είναι εύκολο εκ των υστέρων, αλλά στον πραγματικό χρόνο της επικαιρότητας, είναι λιγότερο προφανές», συνεχίζει.

Η αποστολή περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο παραμικρός ισχυρισμός, η παραμικρή εικόνα, μπορούν να γίνουν viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να προκαλέσουν κατηγορίες για μεροληψία από την ήδη πολύ διχασμένη κοινή γνώμη.

«Σε κάθε πόλεμο, το να ξέρεις τα πράγματα με βεβαιότητα παίρνει καιρό. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο σ' αυτή την περίπτωση, με δεδομένα τα πάθη και από τις δύο πλευρές (...) και τον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται το πώς καλύπτουμε το θέμα», δηλώνει ένας υπεύθυνος της αμερικανικής εφημερίδας The Washington Post, ο Ντάγκλας Τζελ, στο podcast Recode Media.

Εξ ου και η σημασία του λεξιλογίου. Τα μέσα ενημέρωσης εκδίδουν εσωτερικές οδηγίες για τις λέξεις που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται και γι' αυτές που θα πρέπει να αποφεύγονται.

Οι πιο καυτές είναι «τρομοκρατία» και «τρομοκράτης». Το BBC επικρίθηκε επειδή δεν χαρακτήρισε έτσι τη Χαμάς. Απάντησε πως δεν χρησιμοποιεί τον όρο «τρομοκράτης» παρά μόνο όταν αναμεταδίδει δηλώσεις σε εισαγωγικά, χωρίς να τον υιοθετεί.

Η πολιτική αυτή είναι επίσης αυτή που ακολουθεί το Γαλλικό Πρακτορείο.