Γερμανία: Στα πρόθυρα της ύφεσης η οικονομία - Γιατί υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας
Η ετήσια οικονομική έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης
''Βγαίνουμε από την κρίση πιο αργά από όσο ελπίζαμε'', παραδέχθηκε ο Υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ
Στα πρόθυρα της ύφεσης βρίσκεται η γερμανική οικονομία, υπάρχουν ωστόσο και λόγοι αισιοδοξίας, όπως η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σύμφωνα με την ετήσια οικονομική έκθεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
«Βγαίνουμε από την κρίση πιο αργά από όσο ελπίζαμε», παραδέχθηκε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και προέβλεψε οριακή ανάπτυξη 0,2% για το τρέχον έτος, αναθεωρώντας την προηγούμενη εκτίμηση της κυβέρνησης για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3%. Ο κ. Χάμπεκ απέδωσε τα προβλήματα της οικονομίας στις γεωπολιτικές αλλαγές που ακολούθησαν τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στον υψηλό πληθωρισμό. Τα επιτόκια ανέβηκαν και πιέζουν τις εταιρίες και τις επενδυτικές τους δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα περιορίστηκε η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, εξήγησε ο υπουργός και σημείωσε ότι ιδιαίτερα αποδυναμώνεται ο κατασκευαστικός κλάδος.
«Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον είναι ασταθές, η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είναι ιστορικά χαμηλή, κάτι που συνιστά πρόκληση για ένα εξαγωγικό έθνος, όπως η Γερμανία», συνέχισε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ και τόνισε ότι επιδιώκει «ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων». Στην 176σέλιδη έκθεση δίδεται έμφαση ιδιαίτερα στον περιορισμό της έλλειψης εργατικού δυναμικού, καθώς υπάρχουν 700.000 θέσεις εργασίας, στην μείωση της γραφειοκρατίας και στην ανάγκη βελτίωσης του πλαισίου για τις επενδύσεις. Η Γερμανία «υποφέρει από διαρθρωτικά προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί εδώ και πολλά χρόνια», ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας.
Σχετικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα επιβραδυνθεί φέτος στο 2,8%, από το 5,9% που ήταν το 2023. «Ο πληθωρισμός έχει τιθασευτεί», είπε ο κ. Χάμπεκ και πρόσθεσε ότι «οι αυξήσεις στους μισθούς είναι αισθητές και θα είναι φέτος πάνω από τον πληθωρισμό, επομένως οι εργαζόμενοι έχουν επιτέλους πραγματικά χρήματα στο πορτοφόλι τους και η αγοραστική τους δύναμη αυξάνεται». Σημαντικό λόγο αισιοδοξίας, σύμφωνα με την έκθεση, συνιστούν ακόμη οι αριθμοί-ρεκόρ στην απασχόληση και στην αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Απαντώντας στην κριτική γύρω από τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες, ο υπουργός Οικονομίας παραδέχθηκε ότι «πολλές αποφάσεις ελήφθησαν με μεγάλο θόρυβο, ενώ θα έπρεπε να ληφθούν πιο ήσυχα», αντέτεινε ωστόσο ότι η κυβέρνηση «χρειάστηκε να λάβει αντιδημοφιλή μέτρα με μεγάλη ταχύτητα, για προβλήματα που έμεναν αναπάντητα εδώ και δεκαετίες».
Για «πολύ μικρό οικονομικό δυναμισμό» της Γερμανίας, έκανε λόγο και ο υπουργός Οικονομίας Κρίστιαν Λίντνερ. Μεταξύ των δύο οικονομικών υπουργών υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με την χρηματοδότηση αναπτυξιακών μέτρων. Ο κ. Χάμπεκ θα ήθελε ένα ειδικό ταμείο με έκτακτη χρηματοδότηση, αλλά ο κ. Λίντνερ απορρίπτει την ιδέα του επιπλέον δανεισμού. Από την αντιπολίτευση, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) κατέθεσε πριν από λίγες ημέρες πρόταση για σχέδιο 12 σημείων, τα οποία προβλέπουν μεταξύ άλλων περιορισμό των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τις επιχειρήσεις, αλλά και περισσότερα κίνητρα για εργασία. Σε αυτό το πνεύμα, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φουστ επισημαίνει ότι δεν αξίζει πλέον για πολλούς ανθρώπους να εργάζονται με πλήρες ωράριο - τα κοινωνικά και φορολογικά συστήματα δεν συντονίζονται σωστά, εξηγεί.
«Βγαίνουμε από την κρίση πιο αργά από όσο ελπίζαμε», παραδέχθηκε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ και προέβλεψε οριακή ανάπτυξη 0,2% για το τρέχον έτος, αναθεωρώντας την προηγούμενη εκτίμηση της κυβέρνησης για αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3%. Ο κ. Χάμπεκ απέδωσε τα προβλήματα της οικονομίας στις γεωπολιτικές αλλαγές που ακολούθησαν τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στον υψηλό πληθωρισμό. Τα επιτόκια ανέβηκαν και πιέζουν τις εταιρίες και τις επενδυτικές τους δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα περιορίστηκε η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, εξήγησε ο υπουργός και σημείωσε ότι ιδιαίτερα αποδυναμώνεται ο κατασκευαστικός κλάδος.
«Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον είναι ασταθές, η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου είναι ιστορικά χαμηλή, κάτι που συνιστά πρόκληση για ένα εξαγωγικό έθνος, όπως η Γερμανία», συνέχισε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ και τόνισε ότι επιδιώκει «ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων». Στην 176σέλιδη έκθεση δίδεται έμφαση ιδιαίτερα στον περιορισμό της έλλειψης εργατικού δυναμικού, καθώς υπάρχουν 700.000 θέσεις εργασίας, στην μείωση της γραφειοκρατίας και στην ανάγκη βελτίωσης του πλαισίου για τις επενδύσεις. Η Γερμανία «υποφέρει από διαρθρωτικά προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί εδώ και πολλά χρόνια», ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας.
Σχετικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού, η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα επιβραδυνθεί φέτος στο 2,8%, από το 5,9% που ήταν το 2023. «Ο πληθωρισμός έχει τιθασευτεί», είπε ο κ. Χάμπεκ και πρόσθεσε ότι «οι αυξήσεις στους μισθούς είναι αισθητές και θα είναι φέτος πάνω από τον πληθωρισμό, επομένως οι εργαζόμενοι έχουν επιτέλους πραγματικά χρήματα στο πορτοφόλι τους και η αγοραστική τους δύναμη αυξάνεται». Σημαντικό λόγο αισιοδοξίας, σύμφωνα με την έκθεση, συνιστούν ακόμη οι αριθμοί-ρεκόρ στην απασχόληση και στην αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Απαντώντας στην κριτική γύρω από τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες, ο υπουργός Οικονομίας παραδέχθηκε ότι «πολλές αποφάσεις ελήφθησαν με μεγάλο θόρυβο, ενώ θα έπρεπε να ληφθούν πιο ήσυχα», αντέτεινε ωστόσο ότι η κυβέρνηση «χρειάστηκε να λάβει αντιδημοφιλή μέτρα με μεγάλη ταχύτητα, για προβλήματα που έμεναν αναπάντητα εδώ και δεκαετίες».
Για «πολύ μικρό οικονομικό δυναμισμό» της Γερμανίας, έκανε λόγο και ο υπουργός Οικονομίας Κρίστιαν Λίντνερ. Μεταξύ των δύο οικονομικών υπουργών υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με την χρηματοδότηση αναπτυξιακών μέτρων. Ο κ. Χάμπεκ θα ήθελε ένα ειδικό ταμείο με έκτακτη χρηματοδότηση, αλλά ο κ. Λίντνερ απορρίπτει την ιδέα του επιπλέον δανεισμού. Από την αντιπολίτευση, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) κατέθεσε πριν από λίγες ημέρες πρόταση για σχέδιο 12 σημείων, τα οποία προβλέπουν μεταξύ άλλων περιορισμό των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τις επιχειρήσεις, αλλά και περισσότερα κίνητρα για εργασία. Σε αυτό το πνεύμα, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φουστ επισημαίνει ότι δεν αξίζει πλέον για πολλούς ανθρώπους να εργάζονται με πλήρες ωράριο - τα κοινωνικά και φορολογικά συστήματα δεν συντονίζονται σωστά, εξηγεί.