Περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ έπεσαν θύματα μιας εκτεταμένης διαδικτυακής απάτης που φέρεται να στήθηκε στην Κίνα, σύμφωνα με μια διεθνή έρευνα των εφημερίδων Guardian, Die Zeit και Le Monde.

Η απάτη αφορούσε δίκτυο ψεύτικων ηλεκτρονικών καταστημάτων σχεδιαστών, τα οποία κατάφεραν να εξαπατήσουν τους χρήστες και να αποσπάσουν τα στοιχεία της κάρτας τους και άλλα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Με 76.000 ψεύτικες ιστοσελίδες να έχουν δημιουργηθεί, η συγκεκριμένη απάτη φέρει το όνομα «One World» και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες του είδους της. Η έρευνα αποκάλυψε πως η επιχείρηση πίσω από την απάτη είναι άψογα οργανωμένη, τεχνικά προηγμένη και διαρκώς εξελισσόμενη.

Το δίκτυο φαίνεται να προέρχεται από την επαρχία Φουτζιάν. Πολλές από τις διευθύνσεις IP (πρωτόκολλο διαδικτύου) μπορούν να ανιχνευθούν στην Κίνα, μερικές στις πόλεις Fujian Putian και Fuzhou.

Λειτουργώντας σε βιομηχανική κλίμακα, οι δράστες δημιούργησαν δεκάδες χιλιάδες ψεύτικα καταστήματα που προσέφεραν προϊόντα σε εκπτωτικές τιμές από δημοφιλείς μάρκες όπως Dior, Nike, Lacoste, Hugo Boss, Versace και Prada, εκτός από πλήθος άλλων premium brands.

Η απάτη στήθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να παραπλανήσει ακόμα και τους πιο έμπειρους χρήστες. Τα ψεύτικα καταστήματα έμοιαζαν πειστικά με τα αυθεντικά, με επαγγελματικές φωτογραφίες προϊόντων, λεπτομερείς περιγραφές και αξιολογήσεις από δήθεν ικανοποιημένους πελάτες.

Η έρευνα κατέδειξε πως τα κέρδη από την απάτη αγγίζουν εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι δράστες παραμένουν άγνωστοι. Οι Αρχές σε διάφορες χώρες έχουν ήδη ξεκινήσει έρευνες για τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους.

Δημοσιευμένοι σε πολλές γλώσσες, από αγγλικά έως γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, σουηδικά και ιταλικά, οι ιστότοποι φαίνεται να έχουν δημιουργηθεί για να παρασύρουν τους αγοραστές να αποχωριστούν χρήματα και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Ωστόσο, οι ιστότοποι δεν έχουν καμία σχέση με τις μάρκες που ισχυρίζονται ότι πωλούν και στις περισσότερες περιπτώσεις οι καταναλωτές που μίλησαν για την εμπειρία τους δήλωσαν ότι δεν έλαβαν κανένα προϊόν.

Πότε εμφανίστηκαν τα πρώτα "ψεύτικα" ηλεκτρονικά καταστήματα

Τα πρώτα ψεύτικα καταστήματα του δικτύου φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν το 2015. Μόνο τα τελευταία τρία χρόνια έχουν διεκπεραιωθεί περισσότερες από ένα εκατ. «παραγγελίες», σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων. Οι πληρωμές δεν έγιναν όλες με επιτυχία, αλλά η ανάλυση υποδηλώνει ότι η ομάδα μπορεί να προσπάθησε να πάρει έως και 50 εκατ. ευρώ κατά τη διάρκεια της περιόδου. Πολλά καταστήματα έχουν εγκαταλειφθεί, αλλά το ένα τρίτο από αυτά -περισσότερα από 22.500- εξακολουθούν να λειτουργούν.

Μια βασική ομάδα προγραμματιστών φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα σύστημα για ημιαυτόματη δημιουργία ιστοσελίδων, επιτρέποντας την ταχεία ανάπτυξη. Αυτός ο πυρήνας φαίνεται ότι λειτουργούσε ο ίδιος ορισμένα καταστήματα, αλλά επέτρεψε σε άλλες ομάδες να χρησιμοποιήσουν το σύστημα. Τα αρχεία καταγραφής υποδηλώνουν ότι τουλάχιστον 210 χρήστες έχουν πρόσβαση στο σύστημα από το 2015.

Μέχρι στιγμής εκτιμάται ότι 800.000 άνθρωποι, σχεδόν όλοι τους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, έχουν μοιραστεί διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ 476.000 από αυτούς έχουν μοιραστεί στοιχεία χρεωστικών και πιστωτικών καρτών, συμπεριλαμβανομένου του τριψήφιου αριθμού ασφαλείας τους. Όλοι τους παρέδωσαν επίσης τα ονόματα, τους αριθμούς τηλεφώνου, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τις ταχυδρομικές διευθύνσεις τους στο δίκτυο.

Η μαρτυρία μιας 54χρονης

Ένα από τα θύματα ήταν και η Μέλανι Μπράουν, 54 ετών, από την Αγγλία, η οποία έψαχνε για μια νέα τσάντα. Έβαλε στο Google την εικόνα ενός δερμάτινου αντικειμένου από έναν από τους αγαπημένους της Γερμανούς σχεδιαστές, τον Rundholz. Αμέσως εμφανίστηκε ένας ιστότοπος που πρόσφερε την τσάντα με 50% έκπτωση στη συνήθη λιανική τιμή των 200 λιρών. Την πρόσθεσε στο καλάθι της.

Αφού επέλεξε την τσάντα, εντόπισε και άλλα ρούχα σχεδιαστών από μια high-end μάρκα που αγαπάει και ονομάζεται Magnolia Pearl. Βρήκε φορέματα, μπλούζες και τζιν, συγκεντρώνοντας έναν λογαριασμό 1.200 λιρών για 15 είδη. «Έπαιρνα πολλά για τα λεφτά, οπότε σκέφτηκα ότι άξιζε τον κόπο», είπε.

Όμως η Μπράουν είχε εξαπατηθεί, όπως και χιλιάδες άλλοι.