∆ευτέρα του Πάσχα ή ∆ευτέρα της ∆ιακαινησίµου για την εκκλησιαστική παράδοση µένει στην Ιστορία ως η ηµέρα που η Τουρκία επιστρέφει µε απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον 16ο αιώνα. Είναι η ηµέρα που πραγµατοποιήθηκε η τελετή για την ολοκλήρωση των έργων της Γενικής ∆ιεύθυνσης Βακουφίων για τη συντήρηση 201 ιστορικών µνηµείων, στα οποία συµπεριλαµβάνεται η µετατροπή της Μονής της Χώρας σε τέµενος.

Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για µετατροπή της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη σε τέµενος είχε δηµοσιευθεί τον Αύγουστο του 2020, καθώς τότε ο ναός-µουσείο είχε περάσει στα χέρια της Υπηρεσίας Θρησκευτικών Υποθέσεων µε απόφαση του Ερντογάν, διαδικασία που είχε ακολουθηθεί και για την Αγια-Σοφιά.

Η ίδια απόφαση που ελήφθη το 1511

Με καθυστέρηση τεσσάρων ετών, ο Τούρκος πρόεδρος πήρε την ίδια απόφαση που ελήφθη το 1511, όταν το ελληνικό χριστιανικό µοναστήρι που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τα Θεοδοσιανά Τείχη µετατράπηκε σε οθωµανικό τέµενος µε εντολή του µεγάλου βεζίρη του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’. Εγινε γνωστό ως Καριγιέ Τζαµί και σηµαντικό µέρος της διακόσµησης του ναού καταστράφηκε. Από το 1948, όταν έγινε µουσείο, και για δέκα χρόνια έγινε µεγάλη προσπάθεια από ειδικούς από τις ΗΠΑ για την αποκατάσταση των µοναδικών έργων Tέχνης που κοσµούσαν το µνηµείο. Ψηφιδωτά και νωπογραφίες που δεν καταστράφηκαν τα παλαιότερα χρόνια και αποτελούν την κορυφαία έκφραση της παλαιολόγειας τέχνης θα καλυφθούν µε κουβέρτες, ενώ ανοιχτό παραµένει το ζήτηµα της συντήρησής τους.

Οι αντιδράσεις

Η µετατροπή της Μονής της Χώρας σε τέµενος προκάλεσε την αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος συναντήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο µε την Κατερίνα Σακελλαρoπούλου, την οποία ενηµέρωσε για το ταξίδι του στην Τουρκία. Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε ότι είναι ένα θέµα που θα θέσει στον Τούρκο πρόεδρο όταν τον επισκεφθεί στην Αγκυρα την ερχόµενη ∆ευτέρα. Οπως εξήγησε ο πρωθυπουργός, η µετατροπή αυτή ήταν αχρείαστη και πρόσθεσε πως είναι µια ενέργεια που προσβάλλει την πλούσια ιστορία που έχει η Κωνσταντινούπολη ως σταυροδρόµι πολιτισµών.

«H απόφαση των τουρκικών Αρχών για την έναρξη της λειτουργίας της Μονής της Χώρας ως µουσουλµανικού τεµένους συνιστά πρόκληση για τη διεθνή κοινότητα, καθώς αλλοιώνει και προσβάλλει τον χαρακτήρα της ως µνηµείου παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς της UNESCO, ανήκοντος στην ανθρωπότητα», σηµείωσε σε εσπευσµένη ανακοίνωσή του το υπουργείο Εξωτερικών. Ανακοίνωση εξέδωσε η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αµερικής και ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος, σηµειώνοντας ότι η προσευχή στα «κατακτηµένα µνηµεία», την οποία έκανε ο µουσουλµάνος θρησκευτικός λειτουργός κραδαίνοντας ξίφος, επαναφέρει το στοιχείο της βίας και το συνδέει µε το θρησκευτικό συναίσθηµα, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Μητροπολίτης Φθιώτιδος Συμεών: Τα µνηµεία οφείλουµε να τα σεβόµαστε

Περάσαµε τέσσερις αιώνες και στη Μακεδονία, την πατρίδα µου, πέντε αιώνες οθωµανικής κυριαρχίας, σκλαβιάς και βλέπουµε και σήµερα τι βία υφιστάµεθα µε την εφαρµογή της απόφασης για µετατροπή της Μονής της Χώρας σε τέµενος, που δεν υπήρχε κανένας λόγος, καµία αναγκαιότητα, σε αυτή τη µονή, όπου υπάρχει το κορυφαίο ψηφιδωτό της Ανάστασης στον κόσµο, που δεύτερό του δεν υπάρχει, σε αυτήν τη Μονή στην Κωνσταντινούπολη, στη Βασιλίδα των Πόλεων, η οποία αποτελεί και πόλο έλξης επισκεπτών για τη γείτονα χώρα.

Οταν δεν υπάρχει πολιτισµός, όταν δεν υπάρχει κουλτούρα, όταν δεν υπάρχει επίγνωση τι συνιστά ταυτότητα, τα πάντα πολύ εύκολα µπορούν να υποταχθούν σε σκοπιµότητες πρόσκαιρες αυτού του κόσµου. Το µεγάλο θύµα είναι ο πολιτισµός µε τη βεβήλωση της Μονής της Χώρας και γι’ αυτό θέλει πολύ µεγάλη προσοχή και δεν είναι τυχαίο ότι στη δική µας παράδοση, και έτσι πρέπει να κάνουµε, ασχέτως τι κάνουν οι γείτονές µας σε Ανατολή και ∆ύση, τα µνηµεία οφείλουµε να τα σεβόµαστε, όποιας παραδόσεως κι αν είναι. Στο διάβα των αιώνων, το δυνατό µας χαρτί δεν ήταν ούτε η οικονοµική ισχύς ούτε η βαριά βιοµηχανία ούτε ο φοβερός εξοπλισµός ούτε η ισχυρή πληθυσµιακή δύναµη, αλλά ο πολιτισµός. Πολύ µεγάλο γεγονός, τεράστιας αξίας και σηµασίας, είναι ό,τι συγκροτεί πολιτισµό, κοινότητα και ταυτότητα, γι’ αυτό και πρέπει να είναι στην προτεραιότητα των στοχεύσεών µας και να µην πιθηκίζουµε µε κάθε ευκαιρία, εισάγοντας ξενόφερτα έθιµα, για να κάνουµε εντύπωση ή να κάνουµε κρότο, τα οποία έρχονται και παρέρχονται, αλλά δεν κράτησαν ούτε το Γένος ούτε το έθνος ούτε την παράδοση και ούτε µπόρεσαν να διατηρήσουν ένα τεράστιο θαύµα, το οποίο δεν το έχουµε αναλογιστεί.

Νικόλαος Ουζούνογλου: Πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών

Οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά της Ιεράς Μονής της Χώρας είναι από τα σπουδαιότερα του κόσµου. Ο Ι.Ν. Χριστού Σωτήρος της Μονής της Χώρας αποτελεί ένα συµβολικό µνηµείο της βυζαντινής ναοδοµίας και αγιογραφίας, το οποίο επί 78 χρόνια λειτουργούσε ως µουσείο. Η εν τοις πράγµασι µετατροπή του σε τέµενος, µε την προ τετραετίας απόφαση του προέδρου της Τουρκίας, κ. Ερντογάν, αποδεικνύει την ύπαρξη εµπάθειας κατά των µνηµείων της Ορθοδοξίας και την εργαλειοποίηση, για πολιτικούς σκοπούς, µιας αλυσίδας µετατροπών βυζαντινών ναών εντός της Τουρκίας. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η µετατροπή του ναού σε τέµενος δεν υπαγορεύεται από σχετική λατρευτική ανάγκη, καθώς ο ναός έχει ελάχιστη χωρητικότητα και σε ακτίνα 500 µέτρων υπάρχουν πέντε τεµένη.

Η απόφαση µετατροπής του σε τέµενος, όπως εξάλλου όλες οι αποφάσεις µετατροπής Ι. Ναών της βυζαντινής εποχής, αφιερωµένων στην Αγία Σοφία, στερείται οποιασδήποτε νοµικής βάσης, σύµφωνα µε τους νόµους της Τουρκίας. Καλούµε τον πρόεδρο της Τουρκίας να αναθεωρήσει τη µέχρι τώρα στάση του στο θέµα, η οποία αποτελεί εκδήλωση καταφρόνησης της παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς και της UNESCO. Τα µνηµεία των οποίων την προστασία παγκοσµίως έχει αναλάβει η UNESCO δεν αποτελούν µόνο τη συνέχεια της ιστορικής πορείας του κάθε τόπου, η οποία δεν πρέπει να παραποιείται και να παραλλάσσεται, µε προσπάθεια απαλοιφής κάποιων εποχών της, αλλά αποτελούν στοιχεία του πολιτιστικού γίγνεσθαι της ανθρωπότητας.

Η Οι.Οµ.Κω. συνεχίζει τον αγώνα για την προστασία των µνηµείων αυτών σε διεθνή φόρα, προς τις Αρχές της Τουρκίας και προς τους οργανισµούς που έχουν την ευθύνη της διαφύλαξης της παγκόσµιας κληρονοµιάς πολιτισµού της ανθρωπότητας (UNESCO) και της ειρήνης (UNAOC) µεταξύ των λαών και όχι της έντασης που προκαλούν ενέργειες όπως αυτή.