Η πορεία της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ημέρα της Ευρώπης
Το όρμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η υπογραφή της Συμφωνίας, η σφοδρή αντίδραση από το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ και οι τέσσερις βασικές χρονικές περίοδοι
Η πορεία της σύγχρονης Ελλάδας, δηλαδή από την ανεξαρτησία µέχρι σήµερα, θα µπορούσε να παροµοιαστεί µε ένα «τρενάκι του τρόµου», το οποίο έχει περιγράψει εξαιρετικά στο βιβλίο του «Καταστροφές και θρίαµβοι» ο καθηγητής Στάθης Καλύβας. Ασφαλώς, δε, κορυφαίο γεγονός στη µεταπολεµική ιστορία της χώρας µας υπήρξε η ένταξή της στον κλειστό πυρήνα της ευρωπαϊκής οικογένειας, που αρχικά έφερε την ονοµασία Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα και που εξελίχθηκε στη σηµερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως καταγράφει ο Στάθης Καλύβας στο βιβλίο του που προαναφέρθηκε, «η Μεταπολίτευση κατέστησε δυνατή την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα, γεγονός που συνιστά αδιαµφισβήτητη επιτυχία για τη χώρα… Ήταν η πρώτη χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας που κατάφερε να διεισδύσει στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, πέντε ολόκληρα χρόνια πριν από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η είσοδος της Ελλάδας υπήρξε ο προποµπός της ακόµα πιο φιλόδοξης διεύρυνσης της Ε.Ε. προς την Ανατολή…».
Μπορεί στις 28 Μαΐου του 1979 να υπογράφηκε στο Ζάππειο Μέγαρο η Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, πλην όµως υπήρξε µία έντονη και πολυετής προεργασία, πάλι από τον αρχιτέκτονα της ένταξής µας, τον Κωνσταντίνο Καραµανλή. Πράγµατι, η αρχή έγινε είκοσι χρόνια πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης, και συγκεκριµένα το 1959, όταν η χώρα µας, µε πρωθυπουργό τότε τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, υπέβαλε την αίτηση για σύνδεση της Ελλάδας µε τη νεόκοπη ΕΟΚ. ∆ύο χρόνια αργότερα, το 1961, υπεγράφη η Συµφωνία Σύνδεσης Ελλάδος και ΕΟΚ.
Όπως επισηµαίνεται σε ιστορικό απολογισµό του υπουργείου των Εξωτερικών για την πορεία της Ελλάδας στην Ε.Ε., ο ευρωπαϊκός προσανατολισµός της χώρας έλαβε συγκεκριµένη διάσταση µε την υποβολή αίτησης για σύνδεση στη νεοπαγή ΕΟΚ τον Ιούνιο του 1959, αίτηση που οδήγησε στην υπογραφή της Συµφωνίας Σύνδεσης τον Ιούνιο του 1961. Ήταν η πρώτη Συµφωνία Σύνδεσης που συνήψε η ΕΟΚ. Η Συµφωνία αυτή είχε παγώσει µε την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, τον Απρίλιο του 1967, και ενεργοποιήθηκε εκ νέου τον Ιούλιο του 1974, µε την αποκατάσταση της ∆ηµοκρατίας. Ο στόχος, όµως, της τότε ελληνικής κυβέρνησης ήταν η ενσωµάτωση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως πλήρους µέλους. Η σχετική αίτηση για πλήρη ένταξη υποβλήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1975, µε επιστολή που είχε στείλει ο τότε πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραµανλής, στον πρόεδρο του Συµβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, υπουργό Εξωτερικών της Ιρλανδίας, Τζ. Φιτζέραλντ.
«Όπως τα έζησα, 1961-1981»
Όπως περιγράφει τις πολιτικές συνθήκες της εποχής εκείνης ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης στο βιβλίο του «Όπως τα έζησα, 1961-1981», η πρωτοβουλία αυτή του Καραµανλή «συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση του ΚΚΕ, αλλά και τη σφοδρότερη του ΠΑΣΟΚ. Τα άλλα κόµµατα της αντιπολίτευσης, η Ένωση Κέντρου (Ε∆ΗΚ), η Ε∆Α και το ΚΚΕ Εσωτερικού, υποστήριξαν την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Έφτασε, µάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου να υποστηρίξει σε οµιλία του ότι µε τη Συµφωνία Ενταξης θα παραχωρηθούν κυριαρχικά δικαιώµατα της Ελλάδας στην Τουρκία…».
Τελικώς στις 28 Μαΐου του 1979 υπογράφηκε η Συνθήκη Προσχώρησης και δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου του 1981, η Ελλάδα εντάχθηκε επίσηµα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και έγινε, έτσι, το 10ο µέλος της Κοινής Αγοράς. Αρκετά χρόνια µετά, ο πρώην καγκελάριος της Γερµανίας Χέλµουτ Σµιτ εκµυστηρεύτηκε στον Βαρβιτσιώτη: «Ήµουν αντίθετος στην ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ. Όταν, όµως, γνώρισα τον Καραµανλή, διέκρινα σε αυτόν έναν φλογερό Ευρωπαίο, έναν ηγέτη που πίστευε µε πάθος στην ευρωπαϊκή ιδέα. Και είπα µέσα µου: “Αυτός ο άνθρωπος θα µεταµορφώσει τους Ελληνες σε Ευρωπαίους. Αξίζει, λοιπόν, να τον στηρίξω”…».
Ομοσπονδιακό πρότυπο ενοποίησης
Όπως προαναφέρθηκε, η πλήρης ένταξη της Ελλάδας πραγµατοποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1981. Κατά την αξιολόγηση από το υπουργείο Εξωτερικών της συµµετοχής της Ελλάδας αρχικώς στην ΕΟΚ και µετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή µπορεί να διακριθεί σε τέσσερις βασικές χρονικές περιόδους.
Η πρώτη είναι αυτή µεταξύ των ετών 1981 και 1985, την περίοδο δηλαδή της απόλυτης κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ, που ήταν αντίθετο µε την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ. Είναι η περίοδος που άσκησε η Ελλάδα την πρώτη της προεδρία ως µέλος της ΕΟΚ, τον Ιούνιο του 1983, αλλά και που χαρακτηρίζεται από έντονη αµφισβήτηση βασικών πτυχών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό επιδιώχθηκε η αναθεώρηση της θέσης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ µέσω της διαµόρφωσης ενός ειδικού καθεστώτος σχέσεων. Για τον σκοπό αυτό είχε υποβληθεί τον Μάρτιο του 1982 ελληνικό υπόµνηµα για πρόσθετες αποκλίσεις από την εφαρµογή ορισµένων κοινοτικών πολιτικών, καθώς και για πρόσθετη οικονοµική ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονοµίας. ∆εν εγκρίθηκαν οι αποκλίσεις, αλλά εγκρίθηκε το 1985 η ενίσχυση, µέσω των Μεσογειακών Ολοκληρωµένων Προγραµµάτων. Τα ΜΟΠ οδήγησαν σταδιακά στην ανάπτυξη της διαρθρωτικής πολιτικής από πλευράς ΕΟΚ, που αποκρυσταλλώθηκε στις ενισχύσεις των γνωστών «πακέτων Ντελόρ».
Η δεύτερη είναι η δεκαετία µεταξύ 1985 και 1995, στο διάστηµα της οποίας η Ελλάδα άσκησε για δεύτερη φορά την προεδρία της ΕΟΚ, και συγκεκριµένα το πρώτο εξάµηνο του 1988. Έκτοτε η Ελλάδα άρχισε να υποστηρίζει το οµοσπονδιακό πρότυπο ενοποίησης, καθώς και την ανάπτυξη κοινής πολιτικής σε κρίσιµους τοµείς, όπως η Υγεία και η Παιδεία, καθώς και την ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Την περίοδο εκείνη είχε ανακύψει και το πρόβληµα της ονοµασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής ∆ηµοκρατίας της Μακεδονίας, ενώ από το 1987 η Ελλάδα υποστήριζε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όταν η Κύπρος υπέβαλε αίτηση ένταξης τον Ιούνιο του 1990.Το α’ εξάµηνο του 1994 η χώρα µας ανέλαβε την τρίτη προεδρία της ΕΟΚ. Αξιοσηµείωτο είναι ότι η ανάληψη της προεδρίας έγινε από κυβερνήσεις του κόµµατος που ήταν αντίθετο µε την ένταξή µας στην ΕΟΚ!
Η τρίτη περίοδος είναι από το 1995 έως το 2009, µέσα στην οποία πραγµατοποιήθηκε και το σπουδαίο για τη χώρα µας γεγονός της συµµετοχής µας ως πλήρους µέλους στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ενωση και της υιοθέτησης του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος, του ευρώ, την 1η Ιανουαρίου του 2002. Είναι η εποχή που η Ελλάδα στήριζε την προσπάθεια για ένα ευρωπαϊκό Σύνταγµα, καθώς και τα κριτήρια σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Να σηµειώσουµε, ακόµα, ότι το 2003, το α’ εξάµηνο, είχαµε άλλη µία ελληνική προεδρία.
Τα χρόνια της κρίσης
Η τέταρτη περίοδος είναι από το 2009 µέχρι σήµερα, που περιλαµβάνει και µία αριστερή διακυβέρνηση, ενώ συµπίπτει και µε την έναρξη της µεγάλης οικονοµικής κρίσης και µιας µακράς οικονοµικής ύφεσης στη χώρα µας. Είναι η περίοδος της εφαρµογής των µνηµονίων έπειτα από συµφωνία µε τους εταίρους που µας δανείζουν, αλλά και µε το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Τελικώς, η χώρα εξήλθε από την ύφεση µε το τέλος των προγραµµάτων και επέστρεψε τα τελευταία πέντε χρόνια σε οικονοµική ανάπτυξη. Προφανώς, δεν είναι τυχαίο το τελευταίο δηµοσίευµα των «Times», που εκθειάζει την ελληνική οικονοµία, επισηµαίνοντας ότι κατάφερε να ορθοποδήσει ξανά, ύστερα από 10 χρόνια ύφεσης… Την ιστορική αυτή διαδροµή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την κλείνουµε όπως την ξεκινήσαµε. Με την αναφορά στις επισηµάνσεις του Στάθη Καλύβα στο βιβλίο του «Καταστροφές και θρίαµβοι». «Η ένταξη της Ελλάδας αποτέλεσε κίνηση µεγάλης σηµασίας και για την ίδια την ΕΟΚ. (…) Την έπεισε για τη σηµασία της διεύρυνσής της… Η ένταξη της Ελλάδας αποτέλεσε έναν σηµαντικό σταθµό στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στη διάρκεια της οποίας η ΕΟΚ συνειδητοποίησε την ισχύ που διέθετε ως σταθεροποιητικός παράγοντας παγκόσµιας εµβέλειας. (…) Η ΕΟΚ µπήκε σε µια νέα τροχιά, που την οδήγησε από την κοινή οικονοµική αγορά µερικών ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών σε ένα εν δυνάµει οµόσπονδο κράτος, που κάλυπτε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο».
Παρατήρηση: Οι σηµερινές χτυπητές αδυναµίες της Ε.Ε. οφείλονται στην αδυναµία των ηγετών των ισχυρών κρατών της να αντιληφθούν τις απαιτήσεις των σηµερινών συνθηκών παγκοσµίως. Κυρίως, δε, θέτουν σε κίνδυνο τη συνοχή της, που δεν θα κινδύνευε µε ηγέτες του κύρους ενός Σµιτ και ενός Μιτεράν...
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»