Τσετσενία: 19χρονη κατέγραψε ζωντανά την απόπειρα απαγωγής από συγγενείς της
Το μήνυμα που έστειλε μέσα από αστυνομικό τμήμα
Η 19χρονη ανήκει στις γυναίκες που προσπάθησαν να ξεφύγουν από μια βαθιά σεξιστική και καταπιεστική ζωή και τον τρόπο ζωής που υποστηρίζει ο επί χρονιά ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ
Μία 19χρονη από την Τσετσενία κατέγραψε ζωντανά την απόπειρα απαγωγής από την οικογένειά της. Ενώ βρισκόταν κλεισμένη σε ένα αστυνομικό τμήμα της Μόσχας, συνειδητοποίησε ότι αυτός μπορεί να ήταν ο μόνος τρόπος για να μείνει ζωντανή.
«Αν είχαν καταφέρει να απαγάγουν τη Λία Ζαουμπέρκοβα, θα μπορούσε εύκολα να είχε σκοτωθεί στην Τσετσενία. Αυτό δεν είναι υπερβολή»
Η 19χρονη Λία Ζαουμπέρκοβα βρισκόταν στις τουαλέτες του αστυνομικού τμήματος στις 16 Μαΐου, όταν με μία σειρά μηνυμάτων και βίντεο που ανέβασε από το κινητό της τηλέφωνο, προειδοποίησε πως αν το οργισμένο πλήθος, μεταξύ των οποίων ήταν ο πατέρας της και άλλοι άνδρες, συμπεριλαμβανομένων μακρινών συγγενών της, που «πολιορκούσε» το τμήμα, κατάφερνε να την πάρει πίσω στην Τσετσενία, θα ήταν η τελευταία φορά που θα την άκουγε κανείς.
«Ήμουν φοβισμένη. Κατάλαβα ότι είχα περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή. Δεν ήθελα να εξαφανιστώ σιωπηρά», είπε η 19χρονη ενθυμούμενη τις στιγμές αγωνίας που βίωσε στην πρώτη της συνέντευξη από τότε που κατάφερε να δραπετεύσει από τη Ρωσία.
Λίγες ημέρες πριν την εντοπίσει ο οργισμένος όχλος, η 19χρονη είχε εγκαταλείψει το διαμέρισμα των γονιών της στη ρωσική πρωτεύουσα μετά από αυτό που περιέγραψε ως χρόνια «σωματικής και ψυχολογικής βίας, απόλυτου ελέγχου και περιορισμού της ελευθερίας» στα χέρια τους.
Ακολούθησε κυνηγητό όταν οι Τσετσένοι άνδρες με μπροστάρη τον πατέρα της, την εντόπισαν σε ένα διαμέρισμα όπου κρυβόταν. Κατάφερε να βρει καταφύγιο στο αστυνομικό τμήμα, με τους οργιασμένους συγγενείς να «στρατοπεδεύουν» απ’ έξω, καθώς εκείνη παρακαλούσε τους αστυνομικούς να την προστατεύσουν.
Η 19χρονη ανήκει στις γυναίκες που προσπάθησαν να ξεφύγουν από μια βαθιά σεξιστική και καταπιεστική ζωή και τον τρόπο ζωής που υποστηρίζει ο επί χρονιά ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, ο οποίος είναι γνωστός για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Κρεμλίνο έχει παραχωρήσει στον Καντίροφ το ελεύθερο δικαίωμα να κυβερνά την περιοχή ως προσωπικό του φέουδο, με αντάλλαγμα την ειρήνη στην άλλοτε επαναστατημένη δημοκρατία.
Με την πάροδο των ετών, οι υπηρεσίες ασφαλείας του Καντίροφ, με την έγκριση του Κρεμλίνου, έγιναν πιο θρασείς, απαγάγοντας γυναίκες και επικριτές του καθεστώτος, δημιουργόντας φόβους ότι μπορεί να δρα ελεύθερα πολύ πέρα από τα σύνορα της αυστηρά ελεγχόμενης δημοκρατίας του Καυκάσου.
Έτσι την ώρα που κοίταζε έξω από τον τρίτο όροφο του αστυνομικού τμήματος για να δει τον πατέρα της και άλλους να την καλούν να κατέβει κάτω, είπε ότι ήξερε ότι το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
«Κατάλαβα ότι αν με έπιαναν στα χέρια τους θα ήταν το τέλος. Αποφάσισα να αυτοκτονήσω. Δεν θα τους άφηνα να το κάνουν», είπε μιλώντας στον Guardian από άγνωστη τοποθεσία εκτός Ρωσίας.
Εκείνες τις στιγμές, σκέφτηκε τις άλλες γυναίκες που προσπάθησαν να δραπετεύσουν πριν από εκείνη, αλλά αργότερα τις εντόπισαν και «εξαφανίστηκαν». Γυναίκες όπως η 26χρονη Σέντα Σουλαϊμάνοβα, η οποία το 2022 απήχθη από το διαμέρισμά της στην Αγία Πετρούπολη από μια ομάδα Ρώσων αστυνομικών και άγνωστων Τσετσένων ανδρών αφότου έφυγε από το σπίτι της.
Έκτοτε έχουν χαθεί τα ίχνη της με φίλους της και ακτιβιστές να φοβούνται ότι τη σκότωσαν τον περασμένο Νοέμβριο σε μια αποκαλούμενη ως «δολοφονία τιμής», μια πρακτική κατά την οποία μια νεαρή γυναίκα δολοφονείται από έναν άνδρα συγγενή της επειδή έφερε «ατίμωση ή ντροπή στην οικογένειά της».
Ένα χρόνο αργότερα, η 20χρονη Σελίμα Ισμαΐλοβα σταμάτησε στο αεροδρόμιο Βνούκοβο της Μόσχας καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από τη χώρα και έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη της.
Επιπρόσθετα υπάρχουν αναφορές για ομοφυλόφιλες γυναίκες από την Τσετσενία που απήχθησαν, ναρκώθηκαν και φυλακίστηκαν σε «κλινικές μετατροπής».
«Εκατοντάδες γυναίκες στην Τσετσενία προσπαθούν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από την ενδοοικογενειακή βία», δήλωσε ένας Ρώσος εθελοντής που βοηθάει τις γυναίκες της περιοχής να ξεφύγουν από την καταπίεση.
«Οι περισσότερες από αυτές αποφεύγουν να έρθουν σε επαφή με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οπότε συχνά δεν γνωρίζουμε καν πότε συλλαμβάνονται. Αν είχαν καταφέρει να απαγάγουν τη Λία Ζαουμπέρκοβα, θα μπορούσε εύκολα να είχε σκοτωθεί στην Τσετσενία. Αυτό δεν είναι υπερβολή», προσέθεσε.
«Το να θαφτούν ζωντανές δεν είναι επαρκής τιμωρία για τη ντροπή που έφεραν στις οικογένειές τους»
Η 19χρονη αφηγήθηκε ακόμα πως οι γονείς της, την είχαν προειδοποιήσει ότι η εγκατάλειψη της οικογένειας θα μπορούσε να την οδηγήσει στην ίδια μοίρα με εκείνες που είχαν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να δραπετεύσουν στο παρελθόν.
«Όταν μιλούσαν για εκείνες τις γυναίκες, έλεγαν ευθέως ότι το να θαφτούν ζωντανές δεν είναι επαρκής τιμωρία για τη ντροπή που έφεραν αυτά τα κορίτσια στις οικογένειές τους», είπε χαρακτηριστικά.
Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν καταγράψει στο παρελθόν περιπτώσεις όπου οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας συνεργάστηκαν με συναδέλφους τους από την Τσετσενία και παρέδωσαν ανθρώπους, παρά τις σοβαρές κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή.
Καθώς δημοσίευσε τα βίντεο, η ιστορία της έγινε έντονο θέμα συζήτησης σε όλη τη Ρωσία, αφού οι εκκλήσεις της για βοήθεια μεταδόθηκαν τόσο σε κρατικά μέσα ενημέρωσης όσο και σε ισχυρά κανάλια στο Telegram.
Η κατάσταση τράβηξε επίσης τα βλέμματα του καθεστώτος της Τσετσενίας, με τον Αντάμ Ντελιμχάνοφ, στενό συνεργάτη του Καντίροφ, να δεσμεύεται να παρέμβει προσωπικά για να επανενώσει τη Ζαουμπέρκοβα με την οικογένειά της.
Πάντως, η ίδια πιστεύει ότι η δημόσια απήχηση της χάρισε χρόνο και άσκησε πίεση στους αστυνομικούς για να εμποδίσουν την ομάδα των Τσετσένων να την απαγάγει.
Το ίδιο βράδυ, στις 17 Μαΐου, ο δικηγόρος της Ζαουμπέρκοβα τη βοήθησε να βγει κρυφά από το αστυνομικό τμήμα και την οδήγησε στο αεροδρόμιο, όπου πήρε πτήση για μια τοποθεσία που, όπως είπε, δεν μπορούσε να μοιραστεί για λόγους ασφαλείας.
Η παιδική ηλικία της Ζαουμπέρκοβα στην Τσετσενία συνέπεσε με την άνοδο του Καντίροφ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 2007 αφότου ο πατέρας του σκοτώθηκε σε βομβιστική επίθεση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καντίροφ έχει κατηγορηθεί για παραβιάσεις δικαιωμάτων, βασανιστήρια, συλλήψεις ομοφυλόφιλων, δολοφονίες αντιπάλων και επικριτών και επιθέσεις εκδίκησης κατά μελών της οικογένειάς τους.
Ο Καντίροφ και οι στενοί του συνεργάτες έχουν υπερασπιστεί αυτό που αποκαλούν ανάγκη των γυναικών να τηρούν τους «νόμους περί σεμνότητας», φορώντας, μεταξύ άλλων, μαντίλα και ακολουθώντας τις εντολές των ανδρών, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Τσετσένος πολέμαρχος έχει επίσης επιδοκιμάσει δημοσίως τις δολοφονίες τιμής.
Όταν ήταν 16 ετών, η Ζαουμπέρκοβα μετακόμισε με τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου της απαγορεύτηκε να πηγαίνει στο σχολείο ή να βγαίνει από το σπίτι χωρίς την άδεια των γονέων της, τότε ήταν που άρχισε να κάνει σχέδια για να ξεφύγει.
«Μεγαλώνοντας στην Τσετσενία, ο κύκλος των φίλων μου ζούσε παρόμοια κλειστές ζωές, γεγονός που με έκανε να πιστέψω ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Όμως στη Μόσχα συνειδητοποίησα ότι η ζωή μου δεν ήταν φυσιολογική», είπε.
«Για χρόνια, μου συμπεριφέρονταν σαν αντικείμενο, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τι πραγματικά ήθελα», πρόσθεσε.
Αφού κατάφερε να ξεφύγει και να πάει στο εξωτερικό, η 19χρονη είναι αποφασισμένη να ζήσει τα χρόνια που έχασε όσο ήταν περιορισμένη στην πατρίδα της. «Πρέπει να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να μάθω πώς να ζω ξανά», είπε. Ωστόσο, ο φόβος της σύλληψης και της επιστροφής στην Τσετσενία εξακολουθεί να τη στοιχειώνει.
Η διασπορά της Τσετσενίας στην Ευρώπη έχει εκφράσει εδώ και καιρό φόβους για την ασφάλειά της, όχι μόνο επειδή οι άνδρες του Καντίροφ έχουν εμπλακεί σε μια σειρά από βίαιες επιθέσεις και δολοφονίες εναντίον εξόριστων Τσετσένων που επικρίνουν το καθεστώς.
Μόλις πρόσφατα, η Αμινάτ Αλμπουκάεβα, μια εξέχουσα Τσετσενή πυγμάχος που ζει στην Ελβετία, ξυλοκοπήθηκε από πέντε άνδρες που αναγνώρισε ως Τσετσένους.
Ο πατέρας της Ζαουμπέρκοβα , Μπεσλάν, έχει ορκιστεί να συνεχίσει να την αναζητά, δηλώνοντας στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης ότι η ενήλικη κόρη του δεν είχε «καμία άδεια» να φύγει από τη χώρα.
«Το να βγαίνω έξω εξακολουθεί να είναι τρομακτικό», δήλωσε η 19χρονη κάνοντας μια παύση για ένα δευτερόλεπτο, προτού απευθυνθεί στην οικογένειά της.
«Είμαι ασφαλής, απλώς σας παρακαλώ να μην με αναζητήσετε. Ξεχάστε την ύπαρξή μου», κατέληξε δείχνοντας πως πλέον θέλει να ζήσει ελεύθερη με τον τρόπο που θέλει.
«Αν είχαν καταφέρει να απαγάγουν τη Λία Ζαουμπέρκοβα, θα μπορούσε εύκολα να είχε σκοτωθεί στην Τσετσενία. Αυτό δεν είναι υπερβολή»
Η 19χρονη Λία Ζαουμπέρκοβα βρισκόταν στις τουαλέτες του αστυνομικού τμήματος στις 16 Μαΐου, όταν με μία σειρά μηνυμάτων και βίντεο που ανέβασε από το κινητό της τηλέφωνο, προειδοποίησε πως αν το οργισμένο πλήθος, μεταξύ των οποίων ήταν ο πατέρας της και άλλοι άνδρες, συμπεριλαμβανομένων μακρινών συγγενών της, που «πολιορκούσε» το τμήμα, κατάφερνε να την πάρει πίσω στην Τσετσενία, θα ήταν η τελευταία φορά που θα την άκουγε κανείς.
«Ήμουν φοβισμένη. Κατάλαβα ότι είχα περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή. Δεν ήθελα να εξαφανιστώ σιωπηρά», είπε η 19χρονη ενθυμούμενη τις στιγμές αγωνίας που βίωσε στην πρώτη της συνέντευξη από τότε που κατάφερε να δραπετεύσει από τη Ρωσία.
Λίγες ημέρες πριν την εντοπίσει ο οργισμένος όχλος, η 19χρονη είχε εγκαταλείψει το διαμέρισμα των γονιών της στη ρωσική πρωτεύουσα μετά από αυτό που περιέγραψε ως χρόνια «σωματικής και ψυχολογικής βίας, απόλυτου ελέγχου και περιορισμού της ελευθερίας» στα χέρια τους.
Ακολούθησε κυνηγητό όταν οι Τσετσένοι άνδρες με μπροστάρη τον πατέρα της, την εντόπισαν σε ένα διαμέρισμα όπου κρυβόταν. Κατάφερε να βρει καταφύγιο στο αστυνομικό τμήμα, με τους οργιασμένους συγγενείς να «στρατοπεδεύουν» απ’ έξω, καθώς εκείνη παρακαλούσε τους αστυνομικούς να την προστατεύσουν.
Τσετσενία: Η 19χρονη κατάλαβε ότι δεν είχε επιλογή
Η 19χρονη ανήκει στις γυναίκες που προσπάθησαν να ξεφύγουν από μια βαθιά σεξιστική και καταπιεστική ζωή και τον τρόπο ζωής που υποστηρίζει ο επί χρονιά ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, ο οποίος είναι γνωστός για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Κρεμλίνο έχει παραχωρήσει στον Καντίροφ το ελεύθερο δικαίωμα να κυβερνά την περιοχή ως προσωπικό του φέουδο, με αντάλλαγμα την ειρήνη στην άλλοτε επαναστατημένη δημοκρατία.
Με την πάροδο των ετών, οι υπηρεσίες ασφαλείας του Καντίροφ, με την έγκριση του Κρεμλίνου, έγιναν πιο θρασείς, απαγάγοντας γυναίκες και επικριτές του καθεστώτος, δημιουργόντας φόβους ότι μπορεί να δρα ελεύθερα πολύ πέρα από τα σύνορα της αυστηρά ελεγχόμενης δημοκρατίας του Καυκάσου.
Έτσι την ώρα που κοίταζε έξω από τον τρίτο όροφο του αστυνομικού τμήματος για να δει τον πατέρα της και άλλους να την καλούν να κατέβει κάτω, είπε ότι ήξερε ότι το διακύβευμα δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
«Κατάλαβα ότι αν με έπιαναν στα χέρια τους θα ήταν το τέλος. Αποφάσισα να αυτοκτονήσω. Δεν θα τους άφηνα να το κάνουν», είπε μιλώντας στον Guardian από άγνωστη τοποθεσία εκτός Ρωσίας.
Τσετσενία: Συχνό φαινόμενο οι "εξαφανίσεις" γυναικών
Εκείνες τις στιγμές, σκέφτηκε τις άλλες γυναίκες που προσπάθησαν να δραπετεύσουν πριν από εκείνη, αλλά αργότερα τις εντόπισαν και «εξαφανίστηκαν». Γυναίκες όπως η 26χρονη Σέντα Σουλαϊμάνοβα, η οποία το 2022 απήχθη από το διαμέρισμά της στην Αγία Πετρούπολη από μια ομάδα Ρώσων αστυνομικών και άγνωστων Τσετσένων ανδρών αφότου έφυγε από το σπίτι της.
Έκτοτε έχουν χαθεί τα ίχνη της με φίλους της και ακτιβιστές να φοβούνται ότι τη σκότωσαν τον περασμένο Νοέμβριο σε μια αποκαλούμενη ως «δολοφονία τιμής», μια πρακτική κατά την οποία μια νεαρή γυναίκα δολοφονείται από έναν άνδρα συγγενή της επειδή έφερε «ατίμωση ή ντροπή στην οικογένειά της».
Ένα χρόνο αργότερα, η 20χρονη Σελίμα Ισμαΐλοβα σταμάτησε στο αεροδρόμιο Βνούκοβο της Μόσχας καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από τη χώρα και έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη της.
Επιπρόσθετα υπάρχουν αναφορές για ομοφυλόφιλες γυναίκες από την Τσετσενία που απήχθησαν, ναρκώθηκαν και φυλακίστηκαν σε «κλινικές μετατροπής».
«Εκατοντάδες γυναίκες στην Τσετσενία προσπαθούν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από την ενδοοικογενειακή βία», δήλωσε ένας Ρώσος εθελοντής που βοηθάει τις γυναίκες της περιοχής να ξεφύγουν από την καταπίεση.
«Οι περισσότερες από αυτές αποφεύγουν να έρθουν σε επαφή με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οπότε συχνά δεν γνωρίζουμε καν πότε συλλαμβάνονται. Αν είχαν καταφέρει να απαγάγουν τη Λία Ζαουμπέρκοβα, θα μπορούσε εύκολα να είχε σκοτωθεί στην Τσετσενία. Αυτό δεν είναι υπερβολή», προσέθεσε.
«Το να θαφτούν ζωντανές δεν είναι επαρκής τιμωρία για τη ντροπή που έφεραν στις οικογένειές τους»
Η 19χρονη αφηγήθηκε ακόμα πως οι γονείς της, την είχαν προειδοποιήσει ότι η εγκατάλειψη της οικογένειας θα μπορούσε να την οδηγήσει στην ίδια μοίρα με εκείνες που είχαν προσπαθήσει ανεπιτυχώς να δραπετεύσουν στο παρελθόν.
«Όταν μιλούσαν για εκείνες τις γυναίκες, έλεγαν ευθέως ότι το να θαφτούν ζωντανές δεν είναι επαρκής τιμωρία για τη ντροπή που έφεραν αυτά τα κορίτσια στις οικογένειές τους», είπε χαρακτηριστικά.
Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν καταγράψει στο παρελθόν περιπτώσεις όπου οι ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας συνεργάστηκαν με συναδέλφους τους από την Τσετσενία και παρέδωσαν ανθρώπους, παρά τις σοβαρές κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή.
Καθώς δημοσίευσε τα βίντεο, η ιστορία της έγινε έντονο θέμα συζήτησης σε όλη τη Ρωσία, αφού οι εκκλήσεις της για βοήθεια μεταδόθηκαν τόσο σε κρατικά μέσα ενημέρωσης όσο και σε ισχυρά κανάλια στο Telegram.
Η κατάσταση τράβηξε επίσης τα βλέμματα του καθεστώτος της Τσετσενίας, με τον Αντάμ Ντελιμχάνοφ, στενό συνεργάτη του Καντίροφ, να δεσμεύεται να παρέμβει προσωπικά για να επανενώσει τη Ζαουμπέρκοβα με την οικογένειά της.
Πάντως, η ίδια πιστεύει ότι η δημόσια απήχηση της χάρισε χρόνο και άσκησε πίεση στους αστυνομικούς για να εμποδίσουν την ομάδα των Τσετσένων να την απαγάγει.
Το ίδιο βράδυ, στις 17 Μαΐου, ο δικηγόρος της Ζαουμπέρκοβα τη βοήθησε να βγει κρυφά από το αστυνομικό τμήμα και την οδήγησε στο αεροδρόμιο, όπου πήρε πτήση για μια τοποθεσία που, όπως είπε, δεν μπορούσε να μοιραστεί για λόγους ασφαλείας.
"Για χρόνια, μου συμπεριφέρονταν σαν αντικείμενο"
Η παιδική ηλικία της Ζαουμπέρκοβα στην Τσετσενία συνέπεσε με την άνοδο του Καντίροφ, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία το 2007 αφότου ο πατέρας του σκοτώθηκε σε βομβιστική επίθεση.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καντίροφ έχει κατηγορηθεί για παραβιάσεις δικαιωμάτων, βασανιστήρια, συλλήψεις ομοφυλόφιλων, δολοφονίες αντιπάλων και επικριτών και επιθέσεις εκδίκησης κατά μελών της οικογένειάς τους.
Ο Καντίροφ και οι στενοί του συνεργάτες έχουν υπερασπιστεί αυτό που αποκαλούν ανάγκη των γυναικών να τηρούν τους «νόμους περί σεμνότητας», φορώντας, μεταξύ άλλων, μαντίλα και ακολουθώντας τις εντολές των ανδρών, σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Τσετσένος πολέμαρχος έχει επίσης επιδοκιμάσει δημοσίως τις δολοφονίες τιμής.
Όταν ήταν 16 ετών, η Ζαουμπέρκοβα μετακόμισε με τη μητέρα της στη Μόσχα, όπου της απαγορεύτηκε να πηγαίνει στο σχολείο ή να βγαίνει από το σπίτι χωρίς την άδεια των γονέων της, τότε ήταν που άρχισε να κάνει σχέδια για να ξεφύγει.
«Μεγαλώνοντας στην Τσετσενία, ο κύκλος των φίλων μου ζούσε παρόμοια κλειστές ζωές, γεγονός που με έκανε να πιστέψω ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Όμως στη Μόσχα συνειδητοποίησα ότι η ζωή μου δεν ήταν φυσιολογική», είπε.
«Για χρόνια, μου συμπεριφέρονταν σαν αντικείμενο, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τι πραγματικά ήθελα», πρόσθεσε.
Αφού κατάφερε να ξεφύγει και να πάει στο εξωτερικό, η 19χρονη είναι αποφασισμένη να ζήσει τα χρόνια που έχασε όσο ήταν περιορισμένη στην πατρίδα της. «Πρέπει να ξαναβρώ τον εαυτό μου και να μάθω πώς να ζω ξανά», είπε. Ωστόσο, ο φόβος της σύλληψης και της επιστροφής στην Τσετσενία εξακολουθεί να τη στοιχειώνει.
Τσετσενία: Έχει ορκιστεί να τη βρει ο πατέρας της
Η διασπορά της Τσετσενίας στην Ευρώπη έχει εκφράσει εδώ και καιρό φόβους για την ασφάλειά της, όχι μόνο επειδή οι άνδρες του Καντίροφ έχουν εμπλακεί σε μια σειρά από βίαιες επιθέσεις και δολοφονίες εναντίον εξόριστων Τσετσένων που επικρίνουν το καθεστώς.
Μόλις πρόσφατα, η Αμινάτ Αλμπουκάεβα, μια εξέχουσα Τσετσενή πυγμάχος που ζει στην Ελβετία, ξυλοκοπήθηκε από πέντε άνδρες που αναγνώρισε ως Τσετσένους.
Ο πατέρας της Ζαουμπέρκοβα , Μπεσλάν, έχει ορκιστεί να συνεχίσει να την αναζητά, δηλώνοντας στα ρωσικά μέσα ενημέρωσης ότι η ενήλικη κόρη του δεν είχε «καμία άδεια» να φύγει από τη χώρα.
«Το να βγαίνω έξω εξακολουθεί να είναι τρομακτικό», δήλωσε η 19χρονη κάνοντας μια παύση για ένα δευτερόλεπτο, προτού απευθυνθεί στην οικογένειά της.
«Είμαι ασφαλής, απλώς σας παρακαλώ να μην με αναζητήσετε. Ξεχάστε την ύπαρξή μου», κατέληξε δείχνοντας πως πλέον θέλει να ζήσει ελεύθερη με τον τρόπο που θέλει.