Η Γαλλία µοιάζει να έχει γυρίσει το ρολόι πίσω στην 4η ∆ηµοκρατία (1946-1958), την πολιτικά ασταθή µεταπολεµική περίοδο, όταν η Προεδρία ήταν πιο αδύναµη και το Κοινοβούλιο ανώτερο. Τις τελευταίες εβδοµάδες, η δύναµη έχει αποστραγγιστεί από το Μέγαρο Ελιζέ προς την Εθνοσυνέλευση». Το σχόλιο αυτό έκανε ο επικεφαλής ευρωπαϊκών θεµάτων των «Financial Times», Μπεν Χολ, προσθέτοντας µάλιστα πως το βράδυ της περασµένης Κυριακής ο Γάλλος πρόεδρος, Εµανουέλ Μακρόν, δεν έκανε δηµόσια εµφάνιση, παρά µόνο εξέδωσε ανακοίνωση πως θα περιµένει τη «διάρθρωση» των δυνάµεων στο γαλλικό Κοινοβούλιο, την Εθνοσυνέλευση, πριν πάρει τις «απαραίτητες αποφάσεις». Με την ανακοίνωση των αποτελεσµάτων, η Εθνοσυνέλευση αυτή εµφανίζεται πιο κατακερµατισµένη από ποτέ, µε το ενδεχόµενο της µη κυβερνησιµότητας να «ξεδιπλώνεται» για τη Γαλλία µέσα στο επόµενο διάστηµα.

Ενώ όµως ο πρόεδρος Μακρόν ποντάρει στη διάλυση του αριστερού µπλοκ του Νέου Λαϊκού Μετώπου, που ήρθε πρώτο µε 182 έδρες (µε τη συµµαχία Μακρόν να ακολουθεί µε 168 έδρες και τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερµό µε 143), προκειµένου να διαπραγµατευθεί µε την κεντρώα πτέρυγά του (δηλαδή τους Σοσιαλιστές, τους Πράσινους και άλλους µετριοπαθέστερους), δεν φαίνεται πιθανό οι αριστεροί να µη ζητήσουν υψηλά ανταλλάγµατα, όπως την ανάκληση της συνταξιοδοτικής µεταρρύθµισης (και µάλιστα σε µια εποχή που η Γαλλία εγκαλείται από τις Βρυξέλλες για τα δηµοσιονοµικά της ελλείµµατα). Και θα θελήσουν να διατηρήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Το πρώτο αίτηµα κατατέθηκε ήδη και αφορούσε τη διαφωνία µε τη διατήρηση του πρωθυπουργού Γκαµπριέλ Ατάλ στη θέση του. Ο Ατάλ υπέβαλε την παραίτησή του, δεν έγινε όµως δεκτή από τον Μακρόν, µε τον τελευταίο να επικαλείται την ανάγκη σταθερότητας µέχρι τουλάχιστον να ολοκληρωθούν οι Ολυµπιακοί Αγώνες του Παρισιού.

Είθισται, ωστόσο, να ορίζεται πρωθυπουργός προερχόµενος από τη µεγαλύτερη πολιτική δύναµη στο Κοινοβούλιο και αυτό ζήτησε από τον Μακρόν το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, προειδοποιώντας τον κατά «οποιασδήποτε προσπάθειας να καταλύσει τους θεσµούς» διατηρώντας ως πρωθυπουργό τον Ατάλ. Μέχρι τα µέσα της εβδοµάδας, όµως, και οι ίδιοι δεν είχαν συµφωνήσει ποιον προτείνουν για την πρωθυπουργία, µε άλλους να πιέζουν για κάποιον προερχόµενο από τη ριζοσπαστική «Ανυπότακτη Γαλλία» του Ζαν-Λικ Μελανσόν, ενώ άλλους να προτιµούν µια πιο κοινά αποδεκτή προσωπικότητα. Ηδη ο ηγέτης των Σοσιαλιστών, Ολιβιέ Φορ (το Νέο Λαϊκό Μέτωπο απαρτίζεται από την «Ανυπότακτη Γαλλία», τους Σοσιαλιστές, τους Πράσινους και το γαλλικό Κοµµουνιστικό Κόµµα), δήλωσε ότι είναι «έτοιµος» να τεθεί επικεφαλής της επόµενης γαλλικής κυβέρνησης. Εχοντας δηλώσει πως το βασικό µήνυµα της κάλπης ήταν το ότι είπε «όχι» στην ανάληψη της εξουσίας από την Ακροδεξιά, σχολίασε πως το Μέτωπο πρέπει να «βρει ένα µονοπάτι» για να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των Γάλλων και πως το πρόγραµµα του Νέου Λαϊκού Μετώπου θα πρέπει να είναι µόνο η «πυξίδα» της επόµενης κυβέρνησης (και όχι να εφαρµοστεί κατά γράµµα, όπως ζητά ο Μελανσόν). Στη διαπραγµάτευση ρόλο αναµένεται να παίξει και ο πρώην πρωθυπουργός Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος εξελέγη µε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (τους Σοσιαλιστές).

Ταυτόχρονα, και παρά το γεγονός πως το πιο πιεστικό ζήτηµα είναι ο σχηµατισµός κυβέρνησης, το βλέµµα όλων είναι στραµµένο στις επόµενες προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. «Πόσες φορές θα ανασχεθεί η ανέλιξη της Ακροδεξιάς στην εξουσία;», αναρωτιούνται διάφοροι αναλυτές. Το σενάριο η Αριστερά να «καεί» κι αυτή µέσα από την κυβέρνηση τα επόµενα χρόνια, µε αποτέλεσµα να παραδοθεί η προεδρία το 2027 στην Ακροδεξιά, δεν θεωρείται απίθανο, αν και µένει να φανεί πώς θα διαµορφωθεί έως τότε η ισορροπία των δυνάµεων. Από την Αριστερά, ο Ζαν-Λικ Μελανσόν έχει πολλές φορές διεκδικήσει την προεδρία και πιθανώς θα προσανατολιστεί σε αυτό το αξίωµα. Από την άλλη, και η Μαρίν Λεπέν τη διεκδικεί φανατικά. Οµως µήπως οι πολιτικές της µετοχές αρχίζουν να χάνουν την αξία τους; Ηδη η γαλλική ∆ικαιοσύνη ξανανοίγει την έρευνα για παράνοµη χρηµατοδότηση της προεδρικής της εκστρατείας του 2022. Η επίδοση του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερµού στον δεύτερο γύρο των εκλογών (όταν από την πρώτη θέση στον πρώτο γύρο προσγειώθηκε τελικά στην τρίτη) αποτελεί ήδη ένα ζήτηµα, για το οποίο προς το παρόν «τιµωρήθηκε» ο γενικός διευθυντής, Ζιλ Πενέλ, ο οποίος παραιτήθηκε την εποµένη των εκλογών. Θεωρήθηκαν δηλαδή ατυχείς οι επιλογές του σε υποψηφίους ανά την επικράτεια, πολλοί από τους οποίους µε ναζιστικό ή άλλο ακραίο παρελθόν.

Οι πιθανότητες

Ταυτόχρονα, ρωγµές µοιάζουν να εµφανίζονται και στο δίδυµο της Λεπέν µε τον 28χρονο προστατευόµενό της, Ζορντάν Μπαρντελά. Το δίδυµο εµφανίζεται ενωµένο δηµοσίως. Η Λεπέν έχει πει ότι «έδωσε µια ευκαιρία» στον Μπαρντελά, που έχει µεγάλη δηµοτικότητα στη βάση του κόµµατος και στη νεολαία. Ο Μπαρντελά έχει επαναλάβει ότι η Λεπέν είναι η «φυσική υποψήφια» για την προεδρία και πως δεν θα γίνει ο «Εµανουέλ Μακρόν της Μαρίν Λεπέν», µια αναφορά στην αποσκίρτηση του τότε προστατευοµένου του Φρανσουά Ολάντ προς την προεδρία το 2017. Ωστόσο, πολλοί εντός του κόµµατος επισηµαίνουν -όπως αναφέρει το Politico- ότι µε την αυξανόµενη δηµοτικότητά του ο Μπαρντελά µπορεί να έχει «καλύτερες πιθανότητες να κερδίσει (την προεδρία) από τη Μαρίν Λεπέν».

Τέλος, από την αποτίµηση του πολιτικού κάδρου δεν µπορεί να λείπει ο ίδιος ο Μακρόν, τον οποίο «στόχευσε» µε καυστικό δηµοσίευµα (πάλι) το Politico, χαρακτηρίζοντάς τον «µοναχικό», «παράξενο» και «βαθιά ανασφαλή», ο οποίος επανειληµµένα θεώρησε πως η χαρισµατική του προσωπικότητα θα «κατακτήσει» ξένους πολιτικούς ηγέτες, από τον Σι Τζινπίνγκ έως τον Βλαντίµιρ Πούτιν και τον Ντόναλντ Τραµπ, αλλά αποτυγχάνοντας, ενίοτε άκοµψα, να υψώσει µέσω αυτής της «προσωπικής» πολιτικής το ανάστηµα της Γαλλίας στη διεθνή σκηνή. Παρότι στις εκλογές οι «µακρονιστές» ήρθαν τελικά δεύτερη δύναµη (αποφεύγοντας έναν ταπεινωτικό τρίτο τερµατισµό), η «συγκατοίκηση» στην εξουσία είναι το επόµενο µεγάλο στοίχηµα του προέδρου.

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά