Ένα τραγικό παιχνίδι έπαιξε η μοίρα στον μεγιστάνα επιχειρηματία Μάικ Λιντς, ο οποίος έχασε τη ζωή του στο ναυάγιο της Σικελίας, καθώς είχε σκεφτεί να πουλήσει το superyacht "Bayesian" νωρίτερα φέτος, αλλά άλλαξε γνώμη όταν αθωώθηκε σε μια μεγάλη δίκη για απάτη στις ΗΠΑ, σύμφωνα με δημοσίευμα.

Ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας έθεσε το σκάφος προς πώληση τον Μάρτιο, αλλά το απέσυρε τον Ιούλιο, αφού αθωώθηκε τον Ιούνιο, αναφέρει η Telegraph. Πηγές φέρεται να είπαν στην εφημερίδα ότι σχεδίαζε να περάσει το καλοκαίρι στο γιοτ, πριν αξιολογήσει αν θα προσπαθήσει να το πουλήσει ξανά το φθινόπωρο.

Glomex Player(40599x1hkkig7d8l, v-d3m540gbbeex)

Οι δεσμοί του Μάικ Λιντς με τις μυστικές υπηρεσίες και η "τραγική σύμπτωση" δύο θανάτων

Τραγική μοίρα και τραγικές συμπτώσεις για δύο μεγιστάνες σύμφωνα με το Politico, το οποίο κάνει μεγάλο αφιέρωμα στο ναυάγιο του γιοτ στο Παλέρμο. «Ήταν ένα φρικτό ατύχημα με ιστιοπλοϊκό που συγκλόνισε τον κόσμο», γράφει το Politico, βάζοντας όμως στο ίδιο πλάνο και τον θανάσιμο τραυματισμό σε αυτοκινητικό δυστύχημα του εταίρου του Βρετανού μεγιστάνα Μάικ Λιντς δυο μέρες νωρίτερα από το ναυάγιο του Παλέρμο ανοιχτά της Σικελίας.

Ο Μάικ Λιντς και ο Στίβεν Τσάμπερλεν δικάστηκαν ως συγκατηγορούμενοι σε δίκη για απάτη σχετικά με την πώληση της εταιρείας λογισμικού Autonomy στη Hewlett-Packard έναντι 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Μετά την πώληση της Autonomy το 2011, ο Λιντς συνίδρυσε την εταιρεία κυβερνοασφάλειας Darktrace, διορίζοντας τον Στίβεν Τσάμπερλεν οικονομικό διευθυντή. Η εταιρεία με έδρα το Κέιμπριτζ καταπολεμά τις κυβερνοεπιθέσεις χρησιμοποιώντας λογισμικό που μαθαίνει τα μοτίβα συμπεριφοράς κάθε παράγοντα σε έναν οργανισμό, ανιχνεύοντας έτσι ασυνήθιστες δραστηριότητες.

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει εγκληματική ενέργεια στα αντίστοιχα ατυχήματα των δύο ανδρών, τα οποία αποδίδονται σε τραγική σύμπτωση, επισημαίνει το Politico.

Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να είναι μια απλή σύμπτωση, παίρνει άλλη διάσταση αν σκεφτεί κανείς τους δεσμούς των δύο επιχειρηματικών εταίρων με τις βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.

Κατασκοπευτικές διασυνδέσεις

Ο Μάικ Λιντς συνίδρυσε την Darktrace σε συνεργασία με έναν πρώην αξιωματούχο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών το 2013. Ένας από τους συνιδρυτές και διευθύνων σύμβουλος της Darktrace ήταν ο Στίβεν Χάξτερ, υψηλόβαθμο στέλεχος της MI5.

Το ταμείο των Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών του Λιντς, ύψους 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων που δημιουργήθηκε μετά την πώληση της Autonomy, υποστήριξε το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ με μια αρχική επένδυση ύψους 12 εκατομμυρίων λιρών.

Ο Χάξτερ προσέλαβε τον επί 30 χρόνια βετεράνο της GCHQ Άντριου Φρανς ως διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας στην αρχή, ο οποίος στη συνέχεια εντάχθηκε και στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Ο Λιντς ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου μέχρι το 2018, όταν παραιτήθηκε μετά την απαγγελία κατηγοριών για απάτη.

Ο πρώην επικεφαλής της MI5 Τζόναθαν Έβανς συμμετείχε επίσης για ένα διάστημα στο διοικητικό συμβούλιο της Darktrace, ενώ ο επί 17 χρόνια βετεράνος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζιμ Πένροουζ ήταν στο παρελθόν επικεφαλής των αμερικανικών δραστηριοτήτων της εταιρείας.

Άλλοι πρώην κατάσκοποι που διετέλεσαν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Darktrace ήταν ο διευθυντής τεχνολογίας Ντέιβ Πάλμερ που είχε εργαστεί για την MI5 και την GCHQ, καθώς και ο διευθυντής ασφαλείας Τζον Ρίτσαρντσον που εργάστηκε πάνω στην κυβερνοάμυνα για την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ωστόσο, φαίνεται ότι οι διασυνδέσεις του Λιντς με τις μυστικές υπηρεσίες προυπήρχαν της Darktrace. Η πρώτη του εταιρεία, η Cambridge Neurodynamics, η οποία ειδικευόταν στην αναγνώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων μέσω υπολογιστή, είχε συμβόλαια με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.

 «Έχουν τα πιο ενδιαφέροντα προβλήματα», είχε δηλώσει ο ίδιος το 2002 στο περιοδικό Wired.

 

Glomex Player(40599x1hkkig7d8l, v-d3mc88i1w6ip)

Θαυμαστής του Τζέιμς Μποντ

Ο Λιντς «απέσπασε» την Autonomy από τη Neurodynamics το 1996. Η εταιρεία, στην οποία ο Τσάμπερλεν εντάχθηκε το 2005, χρησιμοποιούσε τη μέθοδο του machine learning για την ανάλυση δεδομένων από πηγές όπως υποκλαπείσες τηλεφωνικές κλήσεις και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Ως θαυμαστής του φανταστικού κατασκόπου Τζέιμς Μποντ, ο Λιντς έδωσε στις αίθουσες συνεδριάσεων στα κεντρικά γραφεία της Autonomy ονόματα των κακών της σειράς ταινιών, όπως «Dr No» και «Χρυσοδάκτυλος (Goldfinger), ενώ λέγεται ότι στον χώρο υποδοχής της εταιρείας είχε ένα ενυδρείο γεμάτο πιράνχας, ως φόρο τιμής σε μια σκηνή της σειράς ταινιών «Ζεις μόνο δυο φορές».

Η Autonomy κέρδισε επίσης διαγωνισμούς υψηλού προφίλ από κυβερνητικές υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης μιας σύμβασης για την παροχή υποδομών στο Γραφείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ για την ανάλυση πληροφοριών στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Σε άρθρο του ο Guardian περιέγραφε την εταιρεία ως «ασχολούμενη με μυστικές πληροφορίες» και «μεταξύ των λίγων εμπορικών οργανισμών του Ηνωμένου Βασιλείου που μπορούν να επωφεληθούν από τον πόλεμο στο Ιράκ», ενώ περιέγραφε την τεχνολογία της εταιρείας ως «προηγμένα συστήματα υποκλοπής υπολογιστών».

Εκείνη την εποχή η εταιρεία κατείχε και άλλα συμβόλαια με κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, όπως ο στρατός, η NASA και οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Η GCHQ και η MI6 πιστεύεται επίσης ότι ήταν πελάτες της.

Ο Ρίτσαρντ Περλ, πρώην διορισμένος από το Πεντάγωνο, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν πρόεδρος του συμβουλευτικού συμβουλίου άμυνας του Πενταγώνου, λειτουργούσε ως ένας από τους διευθυντές της εταιρείας.

Υπόθεση απάτης

Έναν χρόνο μετά την πώληση της Autonomy, η Hewlett-Packard ισχυρίστηκε ότι η αξία της εταιρείας ήταν υπερβολική. Το 2018, οι εισαγγελείς των ΗΠΑ απήγγειλαν κατηγορίες εναντίον του Λιντς και ο ίδιος εκδόθηκε στις ΗΠΑ για να δικαστεί το 2022.

Ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας Σουσοβάν Χουσεΐν καταδικάστηκε για απάτη το 2018 και πέντε χρόνια φυλάκιση. Ο Λιντς από την άλλη διέφυγε την καταδίκη με το σκεπτικό ότι επικεντρώθηκε στην τεχνολογία της εταιρείας και είχε μικρή γνώση των οικονομικών της. Ο ίδιος απέδωσε τη διαφυγή του στο γεγονός ότι ήταν αρκετά πλούσιος ώστε να αντέξει τα νομικά έξοδα που απαιτούσε η καταπολέμηση της υπόθεσης στα αμερικανικά δικαστήρια. Είναι ενδεικτικό ότι είχε τον ίδιο συνήγορο υπεράσπισης με τον Τζέφρι Επστάιν.

Τον Απρίλιο του 2024 η Darktrace συμφώνησε σε εξαγορά ύψους 5,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την αμερικανική εταιρεία ιδιωτικών κεφαλαίων Thoma Bravo.