Μια ιδιαίτερη ευαισθησία για την τοπική κουζίνα και την ιδιοκτησία της παρουσιάζουν τα έθνη από τις αρχές του 21ου αιώνα.

Τελευταία περίπτωση τον Ιούλιο, όταν η Διεθνής Ομοσπονδία Ντόνερ με έδρα την Κωνσταντινούπολη ζήτησε από την ΕΕ να επιβάλει αυστηρές αναλογίες στα κάθετα ψημένα, οριζόντια κομμένα κοψίδια κρέατος – και αν τα εστιατόρια και τα καταστήματα δεν συμμορφωθούν, δεν μπορούν να ονομάζουν τα προϊόντα τους «ντόνερ» ή «ντόνερ κεμπάπ».

Η Γερμανία διαμαρτυρήθηκε έντονα, επειδή ο μεγάλος τουρκικός πληθυσμός της έχει μετατρέψει το ντόνερ σε βασικό στοιχείο της λαϊκής εστίασης, σερβίροντάς το σε διάφορα καινοτόμα στυλ (όπως κάνουν και οι Μεξικανοί και οι Έλληνες, αν και τα αποκαλούν al pastor και γύρο αντίστοιχα), παρατηρεί το Bloomberg.

Πράγματι, το ντονέρ κεμπάπ μπορεί να ισχυριστεί κανείς είναι de facto το εθνικό πιάτο της Τουρκίας. Αρκετοί Τούρκοι στη Γερμανία ισχυρίζονται ότι πρωτοστάτησαν στο doner im brot – το σάντουιτς κεμπάπ, το οποίο διαφέρει από τις παρασκευές (με πίτα ή τυλιγμένο σε πλατύ ψωμί) που είναι πιο οικείες στην Τουρκία.

Η επικράτηση του σάντουιτς στη Γερμανία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970 και υπάρχουν καταστήματα που δηλώνουν με υπερηφάνεια ότι πωλούν «γερμανικό ντονέρ» στην Κοπεγχάγη, το Λονδίνο και άλλες μη γερμανικές πόλεις. Είναι κάτι παραπάνω από πιθανό, ότι μια επιτυχημένη έκβαση στην καταγγελία για το ντονέρ, θα αφαιρέσει από χιλιάδες γερμανικά καταστήματα με κεμπάπ ντονέρ το όνομα και θα ανοίξει μια βαθιά τρύπα στις ετήσιες πωλήσεις του κλάδου ύψους 7 δισ. ευρώ. Aντίστοιχα, οι αυξημένες τιμές του κεμπάπ δεν θα ήταν ιδανικές για τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς σε μια εποχή που ο πληθωρισμός εξακολουθεί να αποτελεί ένα ευμετάβλητο πολιτικό ζήτημα.


Ο «πόλεμος του ντονέρ» ανοίγει το δρόμο και για άλλα πιάτα

Σε αντίστοιχη περίπτωση, οι Ιταλοί δυσαρεστήθηκαν έντονα όταν η Kraft Heinz κυκλοφόρησε καρμπονάρα σε κονσέρβα, μετά τις κονσέρβες σπαγγέτι μπολονέζ και ραβιόλια προ δεκαετίας. Ένας Ιταλός σεφ το αποκάλεσε «γατοτροφή»- ένας σχολιαστής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο οποίος αυτοπροσδιορίστηκε ως «Σικελός», δήλωσε ότι πρόκειται για υποκίνηση σε ανθρωποκτονία – άσχετα αν η καρμπονάρα δεν προέρχεται στην πραγματικότητα από το νησί αλλά από την περιοχή γύρω από τη Ρώμη και την περιφέρεια του Λάτσιο.

Μάλιστα, οι Βρετανοί λιανοπωλητές και οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν την ιταλική οργή και για άλλον ένα λόγο: Η καρμπονάρα της Heinz διατίθεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τιμή 2 λίρες το κουτί, κάτι που σίγουρα κρατάει μακριά τους καταναλωτές από μια πιο ακριβή, αυθεντική καρμπονάρα.

Σκηνικά σαν και αυτά, όπως αναδεικνύει το ρεπορτάζ του Bloomberg συμβαίνουν εδώ και αιώνες και τώρα η κατάσταση έχει γίνει χειρότερη από τους διαδικτυακούς X-perts που επιδεικνύουν «ασύστολα» τον πατριωτισμό τους.

Άλλο ένα παράδειγμα, ήταν η απόφαση της Unesco να δηλώσει ότι το μπορς είναι ουκρανικό και όχι ρωσικό. Στην Ασία, οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας είναι θυμωμένοι με τα βιβλία μαγειρικής της Ταϊβάν επειδή δεν αποδίδουν στην Κίνα αρκετά εύσημα για την κουζίνα του νησιού.

Αυτό που ξεχνούν οι περισσότεροι είναι ότι η έννοια του «εθνικού πιάτου» είναι ένα σχετικά πρόσφατο κατασκεύασμα, παρατηρεί το Bloomberg. Η Ιταλία δεν υπήρχε ως σύγχρονο κράτος μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αυτό που αναγνωρίζουμε σήμερα ως πίτσα και πλούσιο ιταλικό φαγητό μπορεί να πήρε την ώθηση από κοινότητες μεταναστών στην Αμερική, η ευημερία των οποίων ενέπνευσε τους συμπατριώτες τους στη γηραιά πατρίδα. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι ομιχλώδεις απαρχές της καρμπονάρας μπορεί να εντοπίζονται σε μια αμερικανική στρατιωτική κουζίνα ή σε προμήθειες (αυγά, μπέικον, ζυμαρικά) για τους Αμερικανούς στρατιώτες στη χερσόνησο κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εν τω μεταξύ, μια νίκη της Άγκυρας για το θέμα των ντονέρ θα πυροδοτήσει πιθανότατα εξεγέρσεις για τα εθνικά πιάτα σε όλα τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, λόγω του προηγούμενου που θα δημιουργήσει. Οι περισσότερες από τις κουζίνες της περιοχής έχουν προγονικούς δεσμούς με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία διαλύθηκε το 1922. Αλλά οι σουλτάνοι είχαν κυβερνήσει ένα τεράστιο βασίλειο, σπέρνοντας τη μαγειρική τους επιρροή σε όλη την Μεσόγειο.

Για παράδειγμα, ό,τι είναι μπορέκ στη χώρα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκει το συγγενικό του στο μπουρέκ της Σερβίας, της Κροατίας και της υπόλοιπης πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στην Ελλάδα λέγεται μπουρέκι, στην Αλγερία brick και στην Τυνησία brik. Οι Σεφαραδίτες Εβραίοι έχουν επίσης μια εκδοχή του. Οι παρασκευές έχουν εξελιχθεί διαφορετικά, αλλά διατηρούν το όνομα, το οποίο μαρτυρά την καταγωγή.

Ωστόσο, ο ταχύτερος δρόμος για την καρδιά ενός νέου έθνους περνάει από το στομάχι του. Για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία βρίσκεται στη μέση μιας γαστρονομικής έρευνας στο πλαίσιο της προσπάθειας του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν να οικοδομήσει μια πολιτιστική ταυτότητα πέρα από το πετρέλαιο και τη θρησκεία. Τι θα μπορούσε να επινοήσει ως εθνικό πιάτο; Θα μπορούσε να αφήσει τη λαϊκή επιλογή να είναι ο οδηγός της, όπως ανακάλυψε η Ταϊλάνδη με το pad Thai.

Όπως πάντως συνοψίζει το Bloomberg, το φαγητό υπάρχει για να ενώνει και όχι για να χωρίζει, παρά την καταγωγή του όποιου πιάτου.

Πηγή: powergame.gr