Η αποκωδικοποίηση της συζήτησης για κοινή ημέρομηνία Πάσχα Ορθόδοξων και Καθολικών
Η διαφορά κοινής ημερομηνίας και συλλείτουργου
Τι αναφέρουν εκκλησιαστικοί κύκλοι µετά την αποστροφή του Οικουµενικού Πατριάρχη για κοινή ηµεροµηνία του Πάσχα
«Εν τω πνεύµατι τούτω, εκφράζεται οµοθυµαδόν η ευχή ο κοινός εορτασµός του Πάσχα, κατά το επόµενον έτος υπό της Ανατολικής και ∆υτικής Χριστιανοσύνης, να µη αποτελέση µίαν ευτυχή απλώς σύµπτωσιν, αλλά την απαρχήν της καθιερώσεως κοινής ηµεροµηνίας διά τον εορτασµόν του κατ’ έτος, συµφώνως προς το Πασχάλιον της καθ’ ηµάς Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Οι παραπάνω 52 λέξεις της καταληκτηρίου οµιλίας του Οικουµενικού Πατριάρχη Βαρθολοµαίου, κατά τις εργασίες της Σύναξης της Ιεραρχίας του Οικουµενικού Πατριαρχείου που πραγµατοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, προκαλεί τις τελευταίες ηµέρες εκτεταµένες συζητήσεις. Αφορµή στέκεται η αποστροφή του Οικουµενικού Πατριάρχη για «κοινό εορτασµό του Πάσχα» ανάµεσα σε Ορθόδοξους και Ρωµαιοκαθολικούς.
Εκκλησιαστικές πηγές, σχολιάζοντας το θέµα, επισηµαίνουν ότι πρόκειται για µία παρερµηνεία των λεγοµένων του Οικουµενικού Πατριάρχη. Ως υπεύθυνους της παρερµηνείας «φωτογραφίζουν» ακραίους κύκλους εντός της Εκκλησίας, οι οποίοι έσπευσαν να αποδώσουν στον Οικουµενικό Πατριάρχη τον χαρακτηρισµό του «οικουµενιστή», που επιδιώκει την άνευ όρων προσέγγιση µε τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, οπαδοί του οικουµενισµού, που κινούνται στο περιθώριο της Εκκλησίας, βρήκαν πάτηµα να υποστηρίξουν την ατζέντα της ένωσης των δύο ∆ογµάτων.
«Τα λόγια του Οικουµενικού Πατριάρχου είναι σαφή», υπογραµµίζουν εκκλησιαστικοί κύκλοι, παραπέµποντας στην ανακοίνωση που κάνει λόγο για καθιέρωση κοινής ηµεροµηνίας για τον κοινό εορτασµό, µε λίγα λόγια την καθιέρωση µιας κοινής ηµεροµηνίας κατά την οποία θα εορτάζεται το Πάσχα κατά τα πρότυπα του εορτασµού των Χριστουγέννων στις 25 ∆εκεµβρίου κάθε έτους. «Ο κοινός εορτασµός δεν συνεπάγεται συλλείτουργο», συµπληρώνουν οι ίδιοι εκκλησιαστικοί κύκλοι, αποσαφηνίζοντας το νόηµα όσων ανέφερε ο Οικουµενικός Πατριάρχης, εκφράζοντας µία ευχή που σκοπό είχε την απόδειξη ότι Ορθόδοξοι και Ρωµαιοκαθολικοί µπορούν να συζητούν και να οµονοούν σε βασικά ζητήµατα.
Εκκλησιαστικοί παρατηρητές σηµειώνουν δε ότι ο θόρυβος που προκλήθηκε είναι αναίτιος από τη στιγµή που ο Οικουµενικός Πατριάρχης Βαρθολοµαίος, µε αφορµή τις ευχές του για το Πάσχα των Καθολικών, στις 31 Μαρτίου του περασµένου έτους, είχε πει χαρακτηριστικά: «∆εόµεθα δε του Κυρίου της δόξης, να µας αξιώση, ο κοινός εορτασµός του Πάσχα, που θα έχουµε κατά την επόµενη χρονιά, να µη αποτελέση µίαν ευτυχή απλώς σύµπτωσιν, ένα τυχαίο συγκυριακό γεγονός, αλλά την απαρχή της καθιερώσεως κοινής ηµεροµηνίας για τον εορτασµό του κατ’ έτος υπό της Ανατολικής και ∆υτικής Χριστιανοσύνης, ενόψει και της επετείου συµπληρώσεως 1.700 χρόνων, το 2025, από της συγκλήσεως της εν Νικαία Α' Οικουµενικής Συνόδου, η οποία, µεταξύ άλλων, ασχολήθηκε και µε το ζήτηµα της ρυθµίσεως του χρόνου εορτασµού του Πάσχα». Χωρίς ενιαία στάση Κοινός τόπος όλων είναι ότι πρόκειται για ένα ζήτηµα το οποίο δεν είναι θεολογικό και παράλληλα αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο συζητήσεων ανάµεσα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Ρωµαιοκαθολική, µε τη µεν πρώτη να µην έχει προς το παρόν ενιαία στάση τόσο λόγω της στάσης του Πατριαρχείου Μόσχας και των δορυφόρων του, όπως το Πατριαρχείο Σερβίας, όσο και της διάστασης που έχει διατυπωθεί κατά το παρελθόν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύµων.
Η συζήτηση πάντως για τον εορτασµό του Πάσχα είναι ένα ζήτηµα το οποίο θα απασχολήσει τη Συντονιστική Επιτροπή της Μικτής ∆ιεθνούς Επιτροπής Θεολογικού ∆ιαλόγου µεταξύ της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τη συµπροεδρία εκπροσώπων Φαναρίου και Βατικανού. Πρόκειται ωστόσο για µία συζήτηση που δεν προβλέπεται να γίνει άµεσα, καθώς οι διαδικασίες στην παραπάνω επιτροπή εξελίσσονται µε βραδείς ρυθµούς.
Σηµείο αναφοράς είναι η Α' Οικουµενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου αποφασίστηκε το Πάσχα να γιορτάζεται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή µετά την πανσέληνο που γίνεται µετά την εαρινή ισηµερία, δηλαδή µετά την 21η Μαρτίου (µε το παλαιό ηµερολόγιο), εκτός αν η πανσέληνος τυγχάνει να γίνει Κυριακή, οπότε µεταφέρεται την επόµενη Κυριακή. Η Α' Οικουµενική Σύνοδος είχε µάλιστα αναθέσει στον εκάστοτε Πατριάρχη Αλεξανδρείας να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες Εκκλησίες την ηµέρα του Πάσχα, αφού προηγουµένως είχε υπολογιστεί -µε τη βοήθεια των έγκριτων αστρονόµων της Αλεξάνδρειας- η ηµεροµηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Επισηµαίνεται ότι η Ελλάδα δεν επηρεάζεται από τη διαφορετική ηµέρα εορτασµού του Πάσχα για τους Καθολικούς. Και αυτό διότι από τον Ιανουάριο του 1967 και το τηλεγράφηµα του τότε προέδρου της ρωµαϊκής Συνόδου για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες, είχε χορηγηθεί η άδεια από τον πάπα Παύλο Στ' για κοινό εορτασµό του Πάσχα για τους Ελληνες Καθολικούς στην ηµεροµηνία των Ορθοδόξων για λόγους καλλιέργειας σχέσεων καλής συνύπαρξης, κάτι που εφαρµοζόταν ήδη κατά τόπους έως το 1926. Το 1967 ξεκίνησε να ισχύει τυπικά στην Κέρκυρα και ένα χρόνο αργότερα ίσχυσε για τους Καθολικούς σε όλη τη χώρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στη Σύρο διεξήχθη τότε µιας µορφής δηµοψήφισµα µεταξύ των Καθολικών, µε το 90% να τάσσονται υπέρ του κοινού εορτασµού.
Οι παραπάνω 52 λέξεις της καταληκτηρίου οµιλίας του Οικουµενικού Πατριάρχη Βαρθολοµαίου, κατά τις εργασίες της Σύναξης της Ιεραρχίας του Οικουµενικού Πατριαρχείου που πραγµατοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, προκαλεί τις τελευταίες ηµέρες εκτεταµένες συζητήσεις. Αφορµή στέκεται η αποστροφή του Οικουµενικού Πατριάρχη για «κοινό εορτασµό του Πάσχα» ανάµεσα σε Ορθόδοξους και Ρωµαιοκαθολικούς.
Εκκλησιαστικές πηγές, σχολιάζοντας το θέµα, επισηµαίνουν ότι πρόκειται για µία παρερµηνεία των λεγοµένων του Οικουµενικού Πατριάρχη. Ως υπεύθυνους της παρερµηνείας «φωτογραφίζουν» ακραίους κύκλους εντός της Εκκλησίας, οι οποίοι έσπευσαν να αποδώσουν στον Οικουµενικό Πατριάρχη τον χαρακτηρισµό του «οικουµενιστή», που επιδιώκει την άνευ όρων προσέγγιση µε τη Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, οπαδοί του οικουµενισµού, που κινούνται στο περιθώριο της Εκκλησίας, βρήκαν πάτηµα να υποστηρίξουν την ατζέντα της ένωσης των δύο ∆ογµάτων.
«Τα λόγια του Οικουµενικού Πατριάρχου είναι σαφή», υπογραµµίζουν εκκλησιαστικοί κύκλοι, παραπέµποντας στην ανακοίνωση που κάνει λόγο για καθιέρωση κοινής ηµεροµηνίας για τον κοινό εορτασµό, µε λίγα λόγια την καθιέρωση µιας κοινής ηµεροµηνίας κατά την οποία θα εορτάζεται το Πάσχα κατά τα πρότυπα του εορτασµού των Χριστουγέννων στις 25 ∆εκεµβρίου κάθε έτους. «Ο κοινός εορτασµός δεν συνεπάγεται συλλείτουργο», συµπληρώνουν οι ίδιοι εκκλησιαστικοί κύκλοι, αποσαφηνίζοντας το νόηµα όσων ανέφερε ο Οικουµενικός Πατριάρχης, εκφράζοντας µία ευχή που σκοπό είχε την απόδειξη ότι Ορθόδοξοι και Ρωµαιοκαθολικοί µπορούν να συζητούν και να οµονοούν σε βασικά ζητήµατα.
Εκκλησιαστικοί παρατηρητές σηµειώνουν δε ότι ο θόρυβος που προκλήθηκε είναι αναίτιος από τη στιγµή που ο Οικουµενικός Πατριάρχης Βαρθολοµαίος, µε αφορµή τις ευχές του για το Πάσχα των Καθολικών, στις 31 Μαρτίου του περασµένου έτους, είχε πει χαρακτηριστικά: «∆εόµεθα δε του Κυρίου της δόξης, να µας αξιώση, ο κοινός εορτασµός του Πάσχα, που θα έχουµε κατά την επόµενη χρονιά, να µη αποτελέση µίαν ευτυχή απλώς σύµπτωσιν, ένα τυχαίο συγκυριακό γεγονός, αλλά την απαρχή της καθιερώσεως κοινής ηµεροµηνίας για τον εορτασµό του κατ’ έτος υπό της Ανατολικής και ∆υτικής Χριστιανοσύνης, ενόψει και της επετείου συµπληρώσεως 1.700 χρόνων, το 2025, από της συγκλήσεως της εν Νικαία Α' Οικουµενικής Συνόδου, η οποία, µεταξύ άλλων, ασχολήθηκε και µε το ζήτηµα της ρυθµίσεως του χρόνου εορτασµού του Πάσχα». Χωρίς ενιαία στάση Κοινός τόπος όλων είναι ότι πρόκειται για ένα ζήτηµα το οποίο δεν είναι θεολογικό και παράλληλα αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο συζητήσεων ανάµεσα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Ρωµαιοκαθολική, µε τη µεν πρώτη να µην έχει προς το παρόν ενιαία στάση τόσο λόγω της στάσης του Πατριαρχείου Μόσχας και των δορυφόρων του, όπως το Πατριαρχείο Σερβίας, όσο και της διάστασης που έχει διατυπωθεί κατά το παρελθόν από το Πατριαρχείο Ιεροσολύµων.
Η συζήτηση πάντως για τον εορτασµό του Πάσχα είναι ένα ζήτηµα το οποίο θα απασχολήσει τη Συντονιστική Επιτροπή της Μικτής ∆ιεθνούς Επιτροπής Θεολογικού ∆ιαλόγου µεταξύ της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό τη συµπροεδρία εκπροσώπων Φαναρίου και Βατικανού. Πρόκειται ωστόσο για µία συζήτηση που δεν προβλέπεται να γίνει άµεσα, καθώς οι διαδικασίες στην παραπάνω επιτροπή εξελίσσονται µε βραδείς ρυθµούς.
Σηµείο αναφοράς είναι η Α' Οικουµενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου αποφασίστηκε το Πάσχα να γιορτάζεται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή µετά την πανσέληνο που γίνεται µετά την εαρινή ισηµερία, δηλαδή µετά την 21η Μαρτίου (µε το παλαιό ηµερολόγιο), εκτός αν η πανσέληνος τυγχάνει να γίνει Κυριακή, οπότε µεταφέρεται την επόµενη Κυριακή. Η Α' Οικουµενική Σύνοδος είχε µάλιστα αναθέσει στον εκάστοτε Πατριάρχη Αλεξανδρείας να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες Εκκλησίες την ηµέρα του Πάσχα, αφού προηγουµένως είχε υπολογιστεί -µε τη βοήθεια των έγκριτων αστρονόµων της Αλεξάνδρειας- η ηµεροµηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Επισηµαίνεται ότι η Ελλάδα δεν επηρεάζεται από τη διαφορετική ηµέρα εορτασµού του Πάσχα για τους Καθολικούς. Και αυτό διότι από τον Ιανουάριο του 1967 και το τηλεγράφηµα του τότε προέδρου της ρωµαϊκής Συνόδου για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες, είχε χορηγηθεί η άδεια από τον πάπα Παύλο Στ' για κοινό εορτασµό του Πάσχα για τους Ελληνες Καθολικούς στην ηµεροµηνία των Ορθοδόξων για λόγους καλλιέργειας σχέσεων καλής συνύπαρξης, κάτι που εφαρµοζόταν ήδη κατά τόπους έως το 1926. Το 1967 ξεκίνησε να ισχύει τυπικά στην Κέρκυρα και ένα χρόνο αργότερα ίσχυσε για τους Καθολικούς σε όλη τη χώρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στη Σύρο διεξήχθη τότε µιας µορφής δηµοψήφισµα µεταξύ των Καθολικών, µε το 90% να τάσσονται υπέρ του κοινού εορτασµού.