Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδηµα, άρθρο του Γιώργου Τασιόπουλου
Άρθρο γνώμης
Το πολιτικό φαινόµενο που περιγράφεται ως sinistrisme, δηλαδή η ιδεολογική µετακίνηση πολιτικών κοµµάτων από την Αριστερά προς τη ∆εξιά, έχει συµβεί και στο παρελθόν
Ο σχηµατισµός της νέας κυβέρνησης στη Γαλλία δεν αποτελεί έκπληξη. Συνάδει µε ένα παλιό πολιτικό φαινόµενο, το οποίο περιγράφεται ως sinistrisme. ∆ηλαδή την ιδεολογική µετακίνηση πολιτικών κοµµάτων από την Αριστερά προς τη ∆εξιά. Κάτι που έχει συµβεί ήδη στο παρελθόν.
Ο Εµανουέλ Μακρόν ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδροµία από το Σοσιαλιστικό Κόµµα και υπήρξε υπουργός του Φρανσουά Ολάντ. Οταν το 2016 ίδρυσε το κόµµα του, σε αυτό προσχώρησε όχι µόνο η µετριοπαθής πτέρυγα των Σοσιαλιστών, αλλά και προσωπικότητες της γαλλικής ∆εξιάς, οι οποίες συµµετείχαν σε διαφορετικές κυβερνήσεις. Το άνοιγµα προς τα δεξιά συνεχίστηκε και διευρύνθηκε σταδιακά, µε δύο πρωθυπουργούς όσο και µε υπουργούς Εσωτερικών, Οικονοµικών και Εθνικής Αµυνας. Σε συµβολικό επίπεδο, το άνοιγµα στη ∆εξιά ολοκληρώθηκε µε την ονοµασία της πρώην υπουργού ∆ικαιοσύνης και γνωστή για τις συντηρητικές τις θέσεις Ρασίντα Νταντί, στο υπουργείο Πολιτισµού.
Το επόµενο βήµα είναι η δηµιουργία της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ, η οποία συστηµατοποίησε την προσέγγιση του Κέντρου, των Φιλελευθέρων, µε τη λεγόµενη δηµοκρατική ∆εξιά. Κάτι το πολύ λογικό, δεδοµένης της σύγκλισης σχετικά µε την οικονοµία και εν µέρει µε τα θέµατα εσωτερικής τάξης και ασφάλειας, διατηρώντας, σε κάθε περίπτωση, ένα ξεκάθαρο πλαίσιο, µε απόλυτο σεβασµό των αρχών της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας. Η σύγκλιση αυτή έγινε αναπόφευκτη ύστερα από την άρνηση της Αριστεράς, µε µια εξαίρεση, να συµµετάσχει σε ένα διευρυµένο κυβερνητικό σχήµα, προτάσσοντας ένα πρακτικά ανεφάρµοστο οικονοµικό πρόγραµµα, όταν το χρέος της Γαλλίας είναι 110,60% του ΑΕΠ, µε πολλές κοινωνικές παροχές και βαριά φορολογία, η οποία για τα υψηλότερα εισοδήµατα θα έφτανε το συµβολικό ποσοστό του 90%.
∆εν χρειάζεται πολλή φαντασία για να γίνει αντιληπτή η µαζική φυγή κεφαλαίων και επενδύσεων σε µια τέτοια περίπτωση. Επίσης εκπλήσσει η επιµονή της Αριστεράς να επιβάλει τα νέα µαθηµατικά της, σύµφωνα µε τα οποία το 25,68% των ψήφων αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία. ∆ηλαδή βαφτίζοντας το κρέας ψάρι και το 1/4 των ψήφων σε 51%. Ενώ απογοήτευση προκάλεσε η χαµένη ευκαιρία σχηµατισµού κυβέρνησης από τον πρώην πρωθυπουργό Μπερνάρ Καζνέβ, ο οποίος έπαιξε έναν πολύ σηµαντικό ρόλο στην αποτελεσµατική αντιµετώπιση του κύµατος τροµοκρατικών επιθέσεων πριν από µερικά χρόνια.
Εν κατακλείδι, η Αριστερά θυµίζει το συνέδριο του Επινέ του 1971. Τότε ο Φρανσουά Μιτεράν χρειάστηκε µια δεκαετία να καταφέρει να µετασχηµατίσει µια ουτοπική Αριστερά σε µια κυβερνητική Αριστερά, το 1981. Αν και αντικειµενικά αυτός ο µετασχηµατισµός ολοκληρώθηκε έπειτα από τρία χρόνια παραµονής στην εξουσία, το 1983. Τελειώνοντας, θα µπορούσα να καταλήξω σε τρία συµπεράσµατα.
Πρώτον, παρά τη συστηµατική προπαγάνδα της Ακροδεξιάς, η Γαλλία δεν βρίσκεται σε παρακµή. ∆εν καταρρέει. Προβλήµατα υπάρχουν όπως σε όλες τις χώρες, αλλά δεν έχει εξελιχθεί ούτε σε Σοµαλία ούτε σε Κούβα, όπως ευαγγελίζονται συστηµατικά οι Γάλλοι επαγγελµατίες της απαισιοδοξίας και της καταστροφολογίας.
∆εύτερον, η κυβέρνηση Μπαρνιέ είναι µειοψηφική και η λειτουργία της βασίζεται σε λεπτές πολιτικές ισορροπίες.
Τρίτον, θα τολµήσει η Αριστερά να ψηφίσει µια ενδεχόµενη πρόταση µοµφής, µαζί µε την Ακροδεξιά, προκειµένου να την ανατρέψει; Μήπως η σύγκλιση των άκρων θα γίνει πραγµατικότητα στη γαλλική πολιτική σκηνή; Θα έχουµε την απάντηση σε µερικές ηµέρες ή εβδοµάδες. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδηµα.
*∆ρ Πολιτικών Επιστηµών, γεωστρατηγικός εµπειρογνώµων
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Ο Εµανουέλ Μακρόν ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδροµία από το Σοσιαλιστικό Κόµµα και υπήρξε υπουργός του Φρανσουά Ολάντ. Οταν το 2016 ίδρυσε το κόµµα του, σε αυτό προσχώρησε όχι µόνο η µετριοπαθής πτέρυγα των Σοσιαλιστών, αλλά και προσωπικότητες της γαλλικής ∆εξιάς, οι οποίες συµµετείχαν σε διαφορετικές κυβερνήσεις. Το άνοιγµα προς τα δεξιά συνεχίστηκε και διευρύνθηκε σταδιακά, µε δύο πρωθυπουργούς όσο και µε υπουργούς Εσωτερικών, Οικονοµικών και Εθνικής Αµυνας. Σε συµβολικό επίπεδο, το άνοιγµα στη ∆εξιά ολοκληρώθηκε µε την ονοµασία της πρώην υπουργού ∆ικαιοσύνης και γνωστή για τις συντηρητικές τις θέσεις Ρασίντα Νταντί, στο υπουργείο Πολιτισµού.
Το επόµενο βήµα είναι η δηµιουργία της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ, η οποία συστηµατοποίησε την προσέγγιση του Κέντρου, των Φιλελευθέρων, µε τη λεγόµενη δηµοκρατική ∆εξιά. Κάτι το πολύ λογικό, δεδοµένης της σύγκλισης σχετικά µε την οικονοµία και εν µέρει µε τα θέµατα εσωτερικής τάξης και ασφάλειας, διατηρώντας, σε κάθε περίπτωση, ένα ξεκάθαρο πλαίσιο, µε απόλυτο σεβασµό των αρχών της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας. Η σύγκλιση αυτή έγινε αναπόφευκτη ύστερα από την άρνηση της Αριστεράς, µε µια εξαίρεση, να συµµετάσχει σε ένα διευρυµένο κυβερνητικό σχήµα, προτάσσοντας ένα πρακτικά ανεφάρµοστο οικονοµικό πρόγραµµα, όταν το χρέος της Γαλλίας είναι 110,60% του ΑΕΠ, µε πολλές κοινωνικές παροχές και βαριά φορολογία, η οποία για τα υψηλότερα εισοδήµατα θα έφτανε το συµβολικό ποσοστό του 90%.
∆εν χρειάζεται πολλή φαντασία για να γίνει αντιληπτή η µαζική φυγή κεφαλαίων και επενδύσεων σε µια τέτοια περίπτωση. Επίσης εκπλήσσει η επιµονή της Αριστεράς να επιβάλει τα νέα µαθηµατικά της, σύµφωνα µε τα οποία το 25,68% των ψήφων αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία. ∆ηλαδή βαφτίζοντας το κρέας ψάρι και το 1/4 των ψήφων σε 51%. Ενώ απογοήτευση προκάλεσε η χαµένη ευκαιρία σχηµατισµού κυβέρνησης από τον πρώην πρωθυπουργό Μπερνάρ Καζνέβ, ο οποίος έπαιξε έναν πολύ σηµαντικό ρόλο στην αποτελεσµατική αντιµετώπιση του κύµατος τροµοκρατικών επιθέσεων πριν από µερικά χρόνια.
Εν κατακλείδι, η Αριστερά θυµίζει το συνέδριο του Επινέ του 1971. Τότε ο Φρανσουά Μιτεράν χρειάστηκε µια δεκαετία να καταφέρει να µετασχηµατίσει µια ουτοπική Αριστερά σε µια κυβερνητική Αριστερά, το 1981. Αν και αντικειµενικά αυτός ο µετασχηµατισµός ολοκληρώθηκε έπειτα από τρία χρόνια παραµονής στην εξουσία, το 1983. Τελειώνοντας, θα µπορούσα να καταλήξω σε τρία συµπεράσµατα.
Πρώτον, παρά τη συστηµατική προπαγάνδα της Ακροδεξιάς, η Γαλλία δεν βρίσκεται σε παρακµή. ∆εν καταρρέει. Προβλήµατα υπάρχουν όπως σε όλες τις χώρες, αλλά δεν έχει εξελιχθεί ούτε σε Σοµαλία ούτε σε Κούβα, όπως ευαγγελίζονται συστηµατικά οι Γάλλοι επαγγελµατίες της απαισιοδοξίας και της καταστροφολογίας.
∆εύτερον, η κυβέρνηση Μπαρνιέ είναι µειοψηφική και η λειτουργία της βασίζεται σε λεπτές πολιτικές ισορροπίες.
Τρίτον, θα τολµήσει η Αριστερά να ψηφίσει µια ενδεχόµενη πρόταση µοµφής, µαζί µε την Ακροδεξιά, προκειµένου να την ανατρέψει; Μήπως η σύγκλιση των άκρων θα γίνει πραγµατικότητα στη γαλλική πολιτική σκηνή; Θα έχουµε την απάντηση σε µερικές ηµέρες ή εβδοµάδες. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδηµα.
*∆ρ Πολιτικών Επιστηµών, γεωστρατηγικός εµπειρογνώµων
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής