Ένα µεγάλο κεφάλαιο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Τουρκίας έκλεισε µε τον θάνατο του Φετχουλάχ Γκιουλέν την περασµένη Κυριακή, σε νοσοκοµείο της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, όπου ζούσε από το 1999 ως πολιτικός εξόριστος του καθεστώτος Ερντογάν. Το τουρκικό κράτος και ο Ερντογάν προσωπικά έχασαν έναν πρώην φίλο και µετέπειτα εχθρό, ενώ παύει να υφίσταται και ένα από τα µόνιµα αγκάθια στις τουρκοαµερικανικές σχέσεις, καθώς η Αγκυρα ζητούσε επίµονα εδώ και χρόνια την έκδοσή του.

H πορεία και τα έργα του Φετχουλάχ Γκιουλέν

Γεννηµένος στη συντηρητική επαρχία του Ερζερούµ το 1941, ο Γκιουλέν άρχισε να διαδραµατίζει πολιτικοϊδεολογικό ρόλο ήδη από τη δεκαετία του ’70, όταν, νέος ακόµα ιεροδιδάσκαλος, είχε αρχίσει να τραβά την προσοχή του τουρκικού κράτους χάρη στις οργανωτικές του ικανότητες. Στη δεκαετία του 1970 ξεκίνησε το κίνηµα Hizmet, το οποίο είχε στόχο την ενίσχυση της ισλαµικής πίστης µέσα από την εκπαίδευση και την κοινωνική δράση. Αρχικά ξεκίνησε ως ένα κίνηµα αφιερωµένο στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόοδο και τον διαθρησκευτικό διάλογο. Στόχος του ήταν η σύνδεση της θρησκείας µε τη σύγχρονη εκπαίδευση, ώστε να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή µέσα από την ηθική.

Ωστόσο, µε την πάροδο του χρόνου, το κίνηµα κατηγορήθηκε ότι ανέπτυσσε ένα µυστικό δίκτυο επιρροής, διεισδύοντας σε κρίσιµους τοµείς του τουρκικού κράτους. Παρά τις κατηγορίες αυτές, οι υποστηρικτές του Γκιουλέν αρνούνταν οποιαδήποτε εµπλοκή σε παράνοµες δραστηριότητες και υποστήριζαν ότι το Hizmet είναι αποκλειστικά αφοσιωµένο στην ειρήνη και την εκπαίδευση.

Κάτω από το άγρυπνο βλέµµα του τουρκικού στρατού, ο Γκιουλέν είχε στενές σχέσεις µε εξέχοντες πολιτικούς και επιχειρηµατίες. Είχε τον έλεγχο εταιρειών σε διάφορους τοµείς, των τροφίµων, της υγείας, της εκπαίδευσης και των µέσων ενηµέρωσης και όλα αυτά χάρη στις ετήσιες συνεισφορές των οπαδών του. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, ο Γκιουλέν διαδραµάτισε καταλυτικό ρόλο στην τουρκική διείσδυση στις τουρκογενείς πρώην Σοβιετικές ∆ηµοκρατίες της Κεντρικής Ασίας ανοίγοντας σχολεία του, ενώ αργότερα, κατά την περίοδο του Κόµµατος ∆ικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η διείσδυση αυτή έφτασε µέχρι και την Αφρική και φυσικά τα Βαλκάνια.

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, ωστόσο, οι τουρκικές αρχές ετοίµασαν µια έκθεση που αποκάλυπτε την επιρροή του κινήµατος στον κρατικό µηχανισµό. Ενας Τούρκος εισαγγελέας κατηγόρησε τον Γκιουλέν «ότι προσπαθούσε να δηµιουργήσει ένα θεοκρατικό κράτος», βάζοντας το κίνηµα σε δυσµένεια. Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία το 2003 έδωσε την ευκαιρία στο κίνηµα του Γκιουλέν να βγει από τη σκιά. Ο νέος πρωθυπουργός, ο οποίος δεν διέθετε ακόµη επιρροή στον κρατικό µηχανισµό, βρήκε στο πρόσωπο του Γκιουλέν ένα νέο σύµµαχο που τον βοήθησε να ελέγξει την κρατική µηχανή και τα σώµατα ασφαλείας, ώστε να εδραιωθεί στην εξουσία, αποφεύγοντας πραξικοπήµατα που θα µπορούσαν να τον ανατρέψουν. Το 2010 η οργάνωση κατηγορήθηκε για την αποκάλυψη της υπόθεσης «Βαριοπούλα», έναν υποτιθέµενο στρατιωτικό σχεδιασµό πραξικοπήµατος µε σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης Ερντογάν. Ο ρόλος της οργάνωσης του Γκιουλέν στην υπόθεση αυτή είναι αµφιλεγόµενος, καθώς έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν να εξαλείψει οριστικά το τουρκικό παρακράτος που απειλούσε να τον ανατρέψει.

Η ρήξη με τον Ερντογάν

Οταν ο Ερντογάν εδραιώθηκε στην εξουσία, ήθελε να τελειώνει µε τον εν δυνάµει αντίπαλό του, Γκιουλέν, το κίνηµα του οποίου χαρακτηρίστηκε τροµοκρατική οργάνωση. Στη λογική αυτή επινόησε µια σειρά σκανδάλων µε σκοπό να µειώσει την επιρροή των γκιουλενιστών στην κρατική µηχανή. Η ρήξη ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2012, όταν ο Χακάν Φιντάν, τότε επικεφαλής της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών, κατέθεσε στο δικαστήριο για τους δεσµούς της οργάνωσης µε το Εργατικό Κόµµα του Κουρδιστάν (PKK), που θεωρείται τροµοκρατική οργάνωση στην Τουρκία. Το 2013, όταν ο Ερντογάν έγινε πρόεδρος, κατηγόρησε τον Γκιουλέν για απόπειρα υπονόµευσης της κυβέρνησης µέσω της αποκάλυψης σκανδάλων διαφθοράς για ξέπλυµα χρηµάτων και µίζες από το Ιράν. Οι καταγγελίες πυροδότησαν έντονη πολιτική διαµάχη, µε τον Ερντογάν να αποµακρύνει βιαίως χιλιάδες υποστηρικτές του Γκιουλέν από τη δηµόσια διοίκηση. Το πραξικόπηµα του 2016 ήταν η κορύφωση αυτής της αντιπαράθεσης, καθώς ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν ότι ήταν ο εγκέφαλος πίσω από την απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης. Από τότε, ο Ερντογάν χαρακτήρισε τον Γκιουλέν εχθρό του κράτους και καταδιώκει όσους θεωρεί ότι συνδέονται µε το κίνηµά του. Η σχέση των ΗΠΑ µε τον Φετχουλάχ Γκιουλέν αποτέλεσε κατά καιρούς πηγή έντασης µεταξύ Ουάσινγκτον και Αγκυρας, ιδιαίτερα µετά τη σθεναρή άρνηση της Ουάσινγκτον να τον εκδώσει στην Τουρκία.

Συµπερασµατικά, η συµµαχία µεταξύ του Γκιουλέν και του Ερντογάν ήταν ένας γάµος συµφέροντος στη βάση του Ισλάµ, που µετατράπηκε σε σύγκρουση, µε τις µεταξύ τους διαµάχες να έχουν διαµορφώσει τη σηµερινή Τουρκία.

*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»