Αμφίρροπη αναμέτρηση που επιφυλάσσει εκπλήξεις, άρθρο του Ιωάννου Σ. Παπαφλωράτου
Άρθρο γνώμης
Η πόλωση έχει εκτοξευτεί σε πρωτοφανή ύψη
Λίγες ηµέρες έµειναν µέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών στις Ηνωµένες Πολιτείες. Η προεκλογική περίοδος υπήρξε γεµάτη απρόοπτα και ανατροπές.
Ενδεικτικώς αναφέρονται:
α) Η τηλεµαχία (debate) µεταξύ του νυν και του πρώην προέδρου, Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραµπ, αντιστοίχως,
β) η απόσυρση από την κούρσα του Μπάιντεν και η παράδοση της σκυτάλης στην αντιπρόεδρο, Κάµαλα Χάρις,
γ) η απόπειρα δολοφονίας του Τραµπ στην Πενσιλβάνια
και δ) η τηλεµαχία (debate) µεταξύ Χάρις και Τραµπ.
Τα προαναφερθέντα γεγονότα έγερναν την πλάστιγγα άλλοτε υπέρ του ενός και άλλοτε υπέρ του άλλου στρατοπέδου. Η πόλωση έχει εκτοξευτεί σε πρωτοφανή ύψη, µε ευθύνη πρωτίστως του υποψηφίου των Ρεπουµπλικανών, ενώ η οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευµένη. Μάλιστα, ορισµένοι εκτιµούν ότι ίσως απαιτηθούν αρκετές ηµέρες µέχρι την ανάδειξη του νικητή, καθώς θα υποβληθούν πολλές ενστάσεις και από τις δύο πλευρές, αφού η διαφορά σε ψήφους στις κρίσιµες πολιτείες θα είναι µικρή.
Η τελευταία εκλογική αναµέτρηση που κρίθηκε στο νήµα από πλευράς ψήφων σε παναµερικανικό επίπεδο ήταν αυτή του 1960, στην οποία ο ∆ηµοκρατικός Τζον Κένεντι επεκράτησε του Ρεπουµπλικανού Ρίτσαρντ Νίξον µε µόλις 112.000 ψήφους. Μολαταύτα, η διαφορά σε ψήφους σε όλη την αµερικανική επικράτεια ουδένα ρόλο παίζει. Π.χ. στις εκλογές του 2016 η υποψήφια των ∆ηµοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, έλαβε 2.868.000 περισσότερες ψήφους από τον Τραµπ, ο οποίος όµως εξελέγη άνετα πρόεδρος. Αυτό συνέβη επειδή το αµερικανικό σύστηµα (Αρθρο 2) προβλέπει την ανάδειξη εκλεκτόρων σε κάθε πολιτεία αναλόγως του πληθυσµού της.
Στις περισσότερες πολιτείες (εκτός από τη Νεµπράσκα και το Μέιν), όποιος επικρατήσει σε τοπικό επίπεδο παίρνει όλους τους εκλέκτορες. Νικητής αναδεικνύεται αυτός που θα συγκεντρώσει 270 επί συνόλου 538 εκλεκτόρων. Κατά το παρελθόν, π.χ. το 2000, η διαφορά κρίθηκε στο νήµα, µε τη Φλόριντα να δίνει τη νίκη στον Ρεπουµπλικανό Τζορτζ Μπους Τζούνιορ µε 271 εκλέκτορες, έναντι 266 του ∆ηµοκρατικού Αλ Γκορ.
Στις προηγούµενες εκλογές του 2020, οι δύο υποψήφιοι κέρδισαν ίσο αριθµό εκλογικών περιφερειών, αλλά ο Μπάιντεν συγκέντρωσε 7.000.000 περισσότερες ψήφους και εξέλεξε 306 εκλέκτορες. Ο Τραµπ, όµως, αµφισβήτησε επί µακρόν το αποτέλεσµα και δεν έχει αποδεχθεί την ήττα του έως και σήµερα. Επιθυµεί διακαώς να πάρει τη ρεβάνς, καταφεύγοντας σε ύβρεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισµούς κατά της αντιπάλου του και στοχοποιώντας συγκεκριµένες πληθυσµιακές οµάδες. Αρχικώς, η Χάρις επέλεξε να κρατήσει χαµηλούς τόνους, τονίζοντας το πρόγραµµά της. Η τακτική αυτή, όµως, επέφερε µείωση (αν όχι εξάλειψη) του δηµοσκοπικού προβαδίσµατός της.
Τις τελευταίες ηµέρες, η υποψήφια των ∆ηµοκρατικών ανέβασε τους τόνους, χαρακτηρίζοντας «φασίστα» και «κίνδυνο για τη δηµοκρατία» τον αντίπαλό της, εγκαταλείποντας τη θετική ατζέντα και σχεδόν κάθε αναφορά σε θέµατα όπως η ανεργία και η πράσινη µετάβαση. ∆ιετήρησε τη ρητορική µόνον για το θέµα των αµβλώσεων, το οποίο έχει απήχηση σε πολλές Αµερικανίδες ψηφοφόρους και (δηµοσκοπικά) ανεβάζει συνεχώς τα ποσοστά της. Είναι βέβαιον ότι πρόκειται για µια αµφίρροπη αναµέτρηση, η οποία ουδείς γνωρίζει πόσες εκπλήξεις µάς επιφυλάσσει ακόµη.
Σηµειωτέον ότι αντίπαλα της Αµερικής κράτη (όπως, π.χ., η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα) υποστηρίζουν διαφορετικά στρατόπεδα, καθώς είναι γνωστό ότι η Μόσχα θα ήθελε να δει την επιστροφή του Τραµπ στον Λευκό Οίκο, ενδεχόµενο που απεύχονται τόσο η Τεχεράνη όσο και το Πεκίνο. Την ερχόµενη Τρίτη (;) θα γνωρίζουµε ποιων οι επιθυµίες «εισακούστηκαν» από το αµερικανικό εκλογικό σώµα…
Ο Ιωάννης Παπαφλωράτος είναι νομικός - διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Ενδεικτικώς αναφέρονται:
α) Η τηλεµαχία (debate) µεταξύ του νυν και του πρώην προέδρου, Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραµπ, αντιστοίχως,
β) η απόσυρση από την κούρσα του Μπάιντεν και η παράδοση της σκυτάλης στην αντιπρόεδρο, Κάµαλα Χάρις,
γ) η απόπειρα δολοφονίας του Τραµπ στην Πενσιλβάνια
και δ) η τηλεµαχία (debate) µεταξύ Χάρις και Τραµπ.
Τα προαναφερθέντα γεγονότα έγερναν την πλάστιγγα άλλοτε υπέρ του ενός και άλλοτε υπέρ του άλλου στρατοπέδου. Η πόλωση έχει εκτοξευτεί σε πρωτοφανή ύψη, µε ευθύνη πρωτίστως του υποψηφίου των Ρεπουµπλικανών, ενώ η οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευµένη. Μάλιστα, ορισµένοι εκτιµούν ότι ίσως απαιτηθούν αρκετές ηµέρες µέχρι την ανάδειξη του νικητή, καθώς θα υποβληθούν πολλές ενστάσεις και από τις δύο πλευρές, αφού η διαφορά σε ψήφους στις κρίσιµες πολιτείες θα είναι µικρή.
Η τελευταία εκλογική αναµέτρηση που κρίθηκε στο νήµα από πλευράς ψήφων σε παναµερικανικό επίπεδο ήταν αυτή του 1960, στην οποία ο ∆ηµοκρατικός Τζον Κένεντι επεκράτησε του Ρεπουµπλικανού Ρίτσαρντ Νίξον µε µόλις 112.000 ψήφους. Μολαταύτα, η διαφορά σε ψήφους σε όλη την αµερικανική επικράτεια ουδένα ρόλο παίζει. Π.χ. στις εκλογές του 2016 η υποψήφια των ∆ηµοκρατικών, Χίλαρι Κλίντον, έλαβε 2.868.000 περισσότερες ψήφους από τον Τραµπ, ο οποίος όµως εξελέγη άνετα πρόεδρος. Αυτό συνέβη επειδή το αµερικανικό σύστηµα (Αρθρο 2) προβλέπει την ανάδειξη εκλεκτόρων σε κάθε πολιτεία αναλόγως του πληθυσµού της.
Στις περισσότερες πολιτείες (εκτός από τη Νεµπράσκα και το Μέιν), όποιος επικρατήσει σε τοπικό επίπεδο παίρνει όλους τους εκλέκτορες. Νικητής αναδεικνύεται αυτός που θα συγκεντρώσει 270 επί συνόλου 538 εκλεκτόρων. Κατά το παρελθόν, π.χ. το 2000, η διαφορά κρίθηκε στο νήµα, µε τη Φλόριντα να δίνει τη νίκη στον Ρεπουµπλικανό Τζορτζ Μπους Τζούνιορ µε 271 εκλέκτορες, έναντι 266 του ∆ηµοκρατικού Αλ Γκορ.
Στις προηγούµενες εκλογές του 2020, οι δύο υποψήφιοι κέρδισαν ίσο αριθµό εκλογικών περιφερειών, αλλά ο Μπάιντεν συγκέντρωσε 7.000.000 περισσότερες ψήφους και εξέλεξε 306 εκλέκτορες. Ο Τραµπ, όµως, αµφισβήτησε επί µακρόν το αποτέλεσµα και δεν έχει αποδεχθεί την ήττα του έως και σήµερα. Επιθυµεί διακαώς να πάρει τη ρεβάνς, καταφεύγοντας σε ύβρεις και απαξιωτικούς χαρακτηρισµούς κατά της αντιπάλου του και στοχοποιώντας συγκεκριµένες πληθυσµιακές οµάδες. Αρχικώς, η Χάρις επέλεξε να κρατήσει χαµηλούς τόνους, τονίζοντας το πρόγραµµά της. Η τακτική αυτή, όµως, επέφερε µείωση (αν όχι εξάλειψη) του δηµοσκοπικού προβαδίσµατός της.
Τις τελευταίες ηµέρες, η υποψήφια των ∆ηµοκρατικών ανέβασε τους τόνους, χαρακτηρίζοντας «φασίστα» και «κίνδυνο για τη δηµοκρατία» τον αντίπαλό της, εγκαταλείποντας τη θετική ατζέντα και σχεδόν κάθε αναφορά σε θέµατα όπως η ανεργία και η πράσινη µετάβαση. ∆ιετήρησε τη ρητορική µόνον για το θέµα των αµβλώσεων, το οποίο έχει απήχηση σε πολλές Αµερικανίδες ψηφοφόρους και (δηµοσκοπικά) ανεβάζει συνεχώς τα ποσοστά της. Είναι βέβαιον ότι πρόκειται για µια αµφίρροπη αναµέτρηση, η οποία ουδείς γνωρίζει πόσες εκπλήξεις µάς επιφυλάσσει ακόµη.
Σηµειωτέον ότι αντίπαλα της Αµερικής κράτη (όπως, π.χ., η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα) υποστηρίζουν διαφορετικά στρατόπεδα, καθώς είναι γνωστό ότι η Μόσχα θα ήθελε να δει την επιστροφή του Τραµπ στον Λευκό Οίκο, ενδεχόµενο που απεύχονται τόσο η Τεχεράνη όσο και το Πεκίνο. Την ερχόµενη Τρίτη (;) θα γνωρίζουµε ποιων οι επιθυµίες «εισακούστηκαν» από το αµερικανικό εκλογικό σώµα…
Ο Ιωάννης Παπαφλωράτος είναι νομικός - διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά