Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο μεγάλος νικητής των αμερικανικών εκλογών, επιστρέφει στον Λευκό Οίκο και γίνεται ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, καθώς επικράτησε της Κάμαλα Χάρις σε μια ιστορική αναμέτρηση, στην οποία αναδείχθηκε απόλυτος νικητής, κερδίζοντας εκτός από τις επτά κρίσιμες swing states και τη Γερουσία.

Αμερικανικές εκλογές: Η αποτυχία των δημοσκοπήσεων

Όπως και στις προηγούμενες εκλογές, έτσι και σε αυτές οι δημοσκοπήσεις έπεσαν στο κενό, δείχνοντας μεγάλη μεροληψία υπέρ της Χάρις, όπως επίσης και σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες.

Οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν παταγωδώς ακόμα και στις κρίσιμες swing states, εγείροντας θέμα αξιοπιστίας της όλης διαδικασίας. Σύμφωνα με τους δημοσκόπους, το πρόβλημα εντοπίζεται στους λεγόμενους «κρυφούς ψηφοφόρους του Τραμπ», οι οποίοι σύμφωνα με τα λεγόμενά τους είναι δύσκολο να εντοπισθούν με τις παραδοσιακές μεθόδους μέτρησης, δημιουργώντας εσφαλμένες εκτιμήσεις για το αποτέλεσμα.

Οι διαφορετικές ατζέντες έκαναν τη διαφορά

Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δυο ξεκάθαρες και εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές προτάσεις έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξή του Τραμπ ως νικητή με σημαντική διαφορά ψήφων, διαψεύδοντας τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων που έδειχναν ντέρμπι ή ακόμα και ισοψηφία μεταξύ των δύο αντιπάλων.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο υποψηφίων σε επίπεδο πολιτικών θέσεων και προσωπικοτήτων ενίσχυσαν την πολιτική πόλωση, όξυναν την πολιτική αντιπαράθεση και δίχασαν την κοινωνία σε μεγάλο βαθμό, κάτι που ήταν εμφανές σε όλη την προεκλογική εκστρατεία, με αποκορύφωμα τις δύο απόπειρες δολοφονίας σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο Τραμπ είχε μια πολύ πιο συντηρητική και ταυτόχρονα ρεαλιστική ατζέντα που απευθυνόταν στον μέσο ψηφοφόρο.

Το γεγονός ότι επικεντρώθηκε σε μια σειρά καθημερινών ζητημάτων όπως η οικονομία, η μετανάστευση και η αντιwoke agenda λειτούργησε υπέρ του. Η αμεσότητα του χαρακτήρα του που συχνά τον οδήγησε σε φραστικά ατοπήματα, όχι μόνο δεν τον έκανε απωθητικό σε μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων, αντίθετα έκανε πολλούς να ταυτιστούν μαζί του, πιστεύοντας ότι εκφράζει τις ανησυχίες τους σε μια σειρά από καθημερινά προβλήματα όπως η οικονομία, η ανεργία, το μεταναστευτικό κ.ά.

Αντίθετα η Κάμαλα Χάρις απέφυγε να ασχοληθεί με θέματα της καθημερινότητας, θέλοντας να δείξει ότι ήταν λυμένα από την κυβέρνηση Μπάιντεν. Έτσι έδωσε βαρύτητα σε ζητήματα που είχαν να κάνουν με τις μειονότητες, μεταξύ των οποίων στις γυναίκες, τους Αφροαμερικανούς και τους ΛΟΑΤΚΙ. Η ταύτισή της σε μεγάλο βαθμό με τις πιο ακραίες εκφάνσεις της λεγόμενης woke agenda λειτούργησαν σε βάρος της και έγιναν παράγοντας αποσυσπείρωσης πολλών συντηρητικών και μετριοπαθών ψηφοφόρων.

Η Χάρης αν και επικέντρωσε την προεκλογική της εκστρατεία στις γυναίκες και στους νέους, προβάλλοντας ελκυστικά επιχειρήματα στις νέες και χειραφετημένες γυναίκες υπέρ των αμβλώσεων, δεν κατάφερε τελικά να αποσπάσει την ψήφο τους καθώς την ώρα της κάλπης αυτό που μέτρησαν περισσότερο ήταν οι θέσεις των υποψηφίων σε πρακτικά ζητήματα όπως η οικονομία, η ανεργία κ.ά.

Όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα των εκλογών η Χάρις ήταν μια πολύ αδύναμη υποψήφια για τους Δημοκρατικούς. Το γεγονός ότι δεν κέρδισε το χρίσμα με το σπαθί της, μέσα από εσωκομματικές εκλογές, αλλά δέχτηκε το δαχτυλίδι της διαδοχής από τον Τζο Μπάιντεν. Αυτό σε συνδυασμό με την αργοπορία του να αποσυρθεί από την ηγεσία των Δημοκρατικών, δεν άφησε στο κόμμα τον ζωτικό χώρο που χρειαζόταν για να αναδείξει έναν ισχυρό υποψήφιο και επιβεβαίωσε τους επικριτές της Χάρις.

Οι Δημοκρατικοί δεν έχασαν μόνο στις πολιτείες που αποτελούν παραδοσιακά το «γαλάζιο τείχος», δηλαδή την Πενσιλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, όπου ο κ. Μπάιντεν είχε καταφέρει να επικρατήσει το 2020, το βασικό πρόβλημα της Χάρις είναι ότι τα ποσοστά της ακόμα και σε αυτές τις «κλειδωμένες» πολιτείες πήγαν χειρότερα σε σχέση με τις εκλογές του 2020.