Η επάνοδος Τραμπ στην θέση του πρόεδρου τον ΗΠΑ, μας αφήνει όλους με ένα περίεργο συναίσθημα.

Μια αίσθηση αγωνίας για τις μέρες που έρχονται, φόβου και αγανάκτησης. Προξενεί όμως και απορία για το κριτήριο επιλογής των αμερικανών, του εκλογικού σώματος της πιο ισχυρής χώρας στον κόσμο. Η επανεκλογή Τραμπ, χτυπά ένα δυνατό καμπανάκι, με έναν ήχο στυφό που δεν θέλουμε να ακούσουμε, όμως είναι ίσως η τελευταία μας ευκαιρία, ως προοδευτικοί, να δούμε τα λάθη μας και να αλλάξουμε, γιατί είναι ζήτημα χρόνου να βρεθεί ένας Τραμπ και στα δικά μας μέρη…

Πώς φτάσαμε όμως σε μια δεύτερη θητεία Τραμπ; Ως κύρια αιτία θα έβαζα την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το δημοκρατικό κόμμα και την ατζέντα που εκπροσωπεί. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Biden και τις διακυβέρνησης του, οι δημοκρατικοί δεν μπόρεσαν να ακουμπήσουν τα λαϊκά στρώματα, να ενστερνιστούν τα προβήλματά τους. Μπορεί η Αμερικάνικη οικονομία να τρέχει εδώ και σχεδόν 3 χρόνια με ρυθμούς ανάπτυξης που υπερβαίνουν το 2%, όμως ο μέσος Αμερικάνος νιώθει την τσέπη του να στενεύει. Τα χρήματα πολύ απλά ακολουθούν άλλη διαδρομή, και το κόστος ζωής απειλεί το αξιοβίωτο της καθημερινότητας του. Στα exit poll, ως βασικά κριτήρια ψήφου στον γενικό πληθυσμό, ήρθαν πρώτα η οικονομία και το μεταναστευτικό, αρκετά πιο μπροστά από το ζήτημα τον αμβλώσεων ή της οπλοκατοχής, που αποτελούσαν μεγάλο μέρος του κορμού της καμπάνιας Harris - Waltz. Ο Τράμπ -ως “σωστός” λαϊκιστής- υπόσχεται μαγικές λύσεις, ανεφάρμοστες, εξόφθαλμα ψέμματα. Όμως βλέπετε, ο απελπισμένος κόσμος, της βιοπάλης, θα πιαστεί από το κλαδί που έρχεται πιό κοντά του, ακόμα και αν αυτό σπάσει εύκολα. Πάνω στον Τράμπ δεν “πιάστηκαν” μόνο οι κατ΄ εξοχήν συντηρητικοί ρεπουμπλικάνοι. “Πιάστηκαν” οι λατίνοι των γκέτο, οι εργάτες στα μεγάλα εργοστάσια, εκπαιδευτικοί και νοσηλευτές, πληθυσμιακές ομάδες δηλαδή που ανέκαθεν στήριζαν τους δημοκρατικούς.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Οι προοδευτικοί κάνουμε επανειλημμένα ένα λάθος στη μετάφραση. Στην μάχη μας για το αυτονόητο: τα δικαιώματα των γυναικών, την ισότητα στον γάμο, την συμπερίληψη των διεμφυλικών ατόμων, την πάταξη του ρατσισμού, βάζουμε όποιον πολίτη εκφράζει την ανησυχία του στο τσουβάλι του “φασίστα”, του “ρατσιστή”. Μεταφράζουμε τον φόβο που πηγάζει από την άγνοια και το “διαφορετικό”, σε έκφραση μισαλλοδοξίας. Προσπαθούμε να επιβάλλουμε και όχι να πείσουμε, να στοχοποιήσουμε όσους -παράλογα- διαφωνούν και όχι να τους εξηγήσουμε. Ξεχνάμε όμως, ότι στο ρινγκ του διχασμού χάνουμε κατα κράτος, και στην προσπάθεια μας να “νικήσουμε”, γινόμαστε ότι μισούμε. Πόσοι κωμικοί φάγανε “cancel” για ένα κακό αστείο, πόσα αγαπημένα έργα λογοκρίθηκαν ως μισογυνιστικά η στερεοτυπικά; Η κατα κόσμον “κορεκτίλα” έσπρωξε τους πολίτες ακριβώς αντίθετα από εκεί που στόχευε, “έκαψε τα βιβλία” γιατί με κάθε λέξη κάποιος ενοχλούνταν. Όμως, όπως γράφει και στο διάσημο βιβλίο του ο Ray Bradbury, Φαρενάιτ 451: “Τα βιβλία είναι εκεί για να μας θυμίζουν τι γαϊδούρια και χαζοί είμαστε”.

“Σβήνοντας τα αστέρια και εξοντώνοντας τον ήλιο”, ο Ντόναλντ Τραμπ, απέσπασε -ξανά- την προσοχή των Αμερικανών απ΄τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων. Εκεί που θα έπρεπε να είναι ο Μασκ, ο Μπέζος και οι μεγάλες πετρελαϊκές, είναι σήμερα χαμηλόμισθοι και ανασφάλιστοι, στη θέση των καρτέλ και των φοροφυγάδων, είναι σήμερα μετανάστες και μειονότητες, και όλα αυτά διότι εμείς οι “προοδευτικοί” δεν στρέψαμε το φως πάνω τους, μονάχα γυαλίσαμε τον καθρέπτη! Η Κάμαλα Χάρις, απευθυνόμενη στους απογοητευμένους υποστηρικτές της, έκλεισε την ομιλία της στο πανεπιστήμιο Howard με μία δήλωση: “δεν χάσαμε, απλώς μερικές μάχες κρατούν καιρό”. Δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο! Χάσαμε φίλοι δημοκρατικοί, και πρέπει να το αποδεχθούμε, να αλλάξουμε επιτέλους τροπάριο. Μόνο έτσι έχουμε ελπίδα!