Και ενώ όλα έδειχναν ότι η «παγωµένη» σύγκρουση Ουκρανίας - Ρωσίας όδευε στο τέλος της µετά και την εκλογή Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η ξαφνική απόφαση του απερχόµενου προέδρου, Τζο Μπάιντεν, να επιτρέψει στην Ουκρανία να χρησιµοποιήσει τους αµερικανικούς πυραύλους ATACMS µεγάλου βεληνεκούς για να πλήξει στόχους βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας ρίχνει νέο λάδι στη φωτιά, αναζωπυρώνοντας τη σύγκρουση.

Η αλλαγή πολιτικής Μπάιντεν στον πόλεμο Ουκρανίας - Ρωσίας

Εντύπωση προκαλεί ο χρόνος λήψης αυτής της απόφασης, µόλις δύο µήνες πριν από την ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραµπ, στις 20 Ιανουαρίου, σε συνδυασµό µε την αρχική άρνηση του Τζο Μπάιντεν στις επίµονες εκκλήσεις του προέδρου Ζελένσκι, σχεδόν από την αρχή του πολέµου, να επιτραπεί στον ουκρανικό στρατό να χρησιµοποιήσει τους συγκεκριµένους πυραύλους που προµηθεύεται από τις ΗΠΑ, για να πλήξει την πολεµική µηχανή της Ρωσίας.

Ο Μπάιντεν ήταν κάθετα αντίθετος σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο, καθώς φοβόταν, και όχι άδικα, κλιµάκωση του πολέµου, που θα µπορούσε να οδηγήσει ακόµα και σε µια σύγκρουση της Ρωσίας µε το ΝΑΤΟ.

Η αλλαγή πολιτικής, όπως όλα δείχνουν, έχει σκοπό να πλήξει προσωπικά τον Ντόναλντ Τραµπ, ο οποίος έχει δηλώσει επανειληµµένως ότι αµέσως µετά την ανάληψη των καθηκόντων του το πρώτο που θα κάνει θα είναι να τερµατίσει τον πόλεµο, φέρνοντας τις δύο πλευρές στο τραπέζι του διαλόγου, για τον καταµερισµό των εδαφών και την υπογραφή συνθήκης ειρήνης.


Τι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση άρσης των περιορισµών

Σύµφωνα µε όσα έχουν διαρρεύσει από τον Λευκό Οίκο, καθοριστικό ρόλο στην απόφαση άρσης των περιορισµών έπαιξε η ανάπτυξη 11.000 στρατιωτών από τη Βόρεια Κορέα στην Ανατολική Ρωσία και συγκεκριµένα στην περιοχή του Κουρσκ, µια εξέλιξη που, όπως λένε Αµερικανοί αξιωµατούχοι, έχει θορυβήσει την Ουάσινγκτον. Ενας δεύτερος λόγος που επικαλούνται είναι πως οι ∆ηµοκρατικοί θέλουν να χρησιµοποιήσουν τον χρόνο που τους αποµένει για να εξασφαλίσουν ότι η Ουκρανία θα µπορέσει να συνεχίσει µε αξιώσεις τον πόλεµο απέναντι στη Ρωσία, ή εάν επιλέξει να διαπραγµατευθεί ειρήνη να το κάνει από θέση ισχύος. Την ίδια στιγµή, στρατιωτικοί κύκλοι εκφράζουν επιφυλάξεις για το κατά πόσο η συγκεκριµένη απόφαση θα µπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις εις βάρος της Ρωσίας, επισηµαίνοντας πως έχει χαθεί το πλεονέκτηµα του αιφνιδιασµού, καθώς ο ρωσικός στρατιωτικός εξοπλισµός και τα αεροσκάφη έχουν µεταφερθεί σε περιοχές εκτός της εµβέλειας των συγκεκριµένων πυραύλων. Από την πλευρά των Ρεπουµπλικανών, ο Ντόναλντ Τραµπ τζούνιορ επέκρινε την απόφαση, λέγοντας: «Το στρατιωτικό βιοµηχανικό κατεστηµένο φαίνεται να θέλει να διασφαλίσει ότι θα ξεκινήσει ο Γ' Παγκόσµιος Πόλεµος, προτού ο πατέρας µου έχει την ευκαιρία να δηµιουργήσει ειρήνη και να σώσει ζωές». Η απόφαση του Λευκού Οίκου προκάλεσε, όπως ήταν αναµενόµενο, την αντίδραση της Μόσχας, η οποία έσπευσε να επικαιροποιήσει το πυρηνικό της δόγµα, προσαρµόζοντάς το στα νέα δεδοµένα. Σύµφωνα µε αυτό, κάθε συµβατική επίθεση σε βάρος της Ρωσίας από µια µη πυρηνική δύναµη, που υποστηρίζεται από µια πυρηνική δύναµη, θα εκλαµβάνεται ως κοινή επίθεση και θα µπορεί να δικαιολογήσει µια πυρηνική απάντηση. Ταυτόχρονα, η Μόσχα έκανε επίδειξη ισχύος µε πλήγµα πυραύλου νέας υψηλής τεχνολογίας, που µπορεί να πάρει και πυρηνική κεφαλή. Η καταστροφή ενός από τα πλέον σηµαντικά εργοστάσια της πολεµικής βιοµηχανίας της Ουκρανίας και το διάγγελµα Πούτιν, που ακολούθησε, έδειξαν τα όρια που θα γίνουν ανεκτά από την επιχείρηση κλιµάκωσης που δοκιµάζει το Κίεβο µε δυτικά όπλα µεγάλου βελινεκούς.

Οι διπλωµατικές κινήσεις από την πλευρά της Ευρώπης

Της απόφασης Μπάιντεν είχε προηγηθεί µια σειρά διπλωµατικών κινήσεων από την πλευρά της Ευρώπης, που θα µπορούσαν να οδηγήσουν εκ των υστέρων στο συµπέρασµα ότι πρόκειται για συντονισµένη ενέργεια. Η τηλεφωνική επικοινωνία του Γερµανού καγκελάριου, Ολαφ Σολτς, µε τον Βλαντίµιρ Πούτιν, λίγες ηµέρες πριν, στην οποία τον προέτρεψε να ξεκινήσει συνοµιλίες µε την Ουκρανία για την επίτευξη δίκαιης ειρήνης, δέχθηκε σφοδρές επικρίσεις, µε τον Ζελένσκι να δηλώνει ότι ο Γερµανός καγκελάριος «άνοιξε το κουτί της Πανδώρας», κατηγορώντας τον για προσπάθεια κατευνασµού της Ρωσίας.

Αποστάσεις από την κίνηση Σολτς κράτησαν και ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρµερ, καθώς και ο Γάλλος πρόεδρος, Μακρόν. Ο Στάρµερ δήλωσε χαρακτηριστικά πως «εναπόκειται στον καγκελάριο Σολτς να αποφασίσει µε ποιον θα συνοµιλεί», για να καταλήξει λέγοντας: «Εγώ δεν έχω καµία πρόθεση να συνοµιλήσω µε τον Πούτιν».

Ενώ και ο Μακρόν, αν και αρνήθηκε να σχολιάσει την κίνηση Σολτς, δήλωσε µε νόηµα: «Προτεραιότητα της Γαλλίας είναι να εξοπλίσει, να υποστηρίξει και να βοηθήσει την Ουκρανία να αντισταθεί». Αξίζει να αναφέρουµε ότι και κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, τον περασµένο Σεπτέµβριο, ο Κιρ Στάρµερ είχε θέσει στον Μπάιντεν το θέµα της χρήσης όπλων µεγάλου βεληνεκούς στο έδαφος της Ρωσίας.

Ο Γάλλος πρόεδρος, Μακρόν, που στο πρόσφατο παρελθόν είχε ταχθεί υπέρ της αποστολής ευρωπαϊκών χερσαίων δυνάµεων για να πολεµήσουν στο πλευρό της Ουκρανίας, χαρακτήρισε «απόλυτα σωστή» την απόφαση.

Η κίνηση Μπάιντεν, να επιτρέψει τη ρίψη πυραύλων Storm Shadow στο έδαφος της Ρωσίας, έχει ήδη βρει µιµητές µεταξύ των Ευρωπαίων συµµάχων, µε πρώτο το Ηνωµένο Βασίλειο. Αλλά και η Γαλλία έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόµενο «να ανάψει το πράσινο φως» για τη χρήση γαλλικών πυραύλων σε ρωσικό έδαφος. Στον αντίποδα, η Γερµανία επιµένει στην αρχική της θέση να µη στείλει στην Ουκρανία πυραύλους Taurus µεγάλου βεληνεκούς.

Οι εξελίξεις είναι ιδιαίτερα κρίσιµες για όλο τον κόσµο, αλλά κυρίως για την Ευρώπη, µε ανοιχτό το ενδεχόµενο να γίνουν κρισιµότερες, εάν τελικά ο Τραµπ αφήσει, όπως έχει δηλώσει επανειληµµένως, την Ευρώπη να τα βγάλει πέρα µόνη της µε τη Ρωσία στο ζήτηµα της Ουκρανίας.

Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή