Στο ευρωπαϊκό προσκήνιο και πάλι ο Άξονας Ε3: Μ. Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία σχεδιάζουν μια κοινή αμυντική συνεργασία ως απάντηση στον Πούτιν
"Αγκάθια" η αύξηση των αμυντικών δαπανών και η εξάρτηση από τις ΗΠΑ
Ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, τίθεται το θέμα αν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι ικανές να απαντήσουν μόνες τους στη Ρωσία
Εκ νέου στο τραπέζι το θέμα της "αυτονόμησης της άμυνας της Ευρώπης"
Εν προκειμένω, λοιπόν, τίθεται εκ νέου στο τραπέζι το θέμα της «αυτονόμησης της άμυνας της Ευρώπης», είτε σε επίπεδο πολυμερές (στο πλαίσιο της Ε.Ε.) είτε σε επίπεδο ad hoc (επί τούτω) συνεννοήσεων μεταξύ συγκεκριμένων «μονάδων». Μια τέτοια επιλογή είναι ο άξονας Ε3, μια ανεπίσημη συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, που έχει τις ρίζες της στο 2003 και στον απόηχο του πολέμου των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράκ και τον Σαντάμ Χουσεΐν. Διαδραμάτισε, δε, σημαντικό ρόλο στις διεθνείς συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που –με την ανάμειξη της Ε.Ε., της Κίνας, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών– οδήγησε στη σύναψη διεθνούς συμφωνίας στη Βιέννη το 2015 για τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος, την οποία «τορπίλισε» ο Τραμπ τρία χρόνια μετά.Ο άξονας των "Τριών Μεγάλων"
Και αν η περίπτωση της Τεχεράνης μπορεί να θεωρηθεί ως –μερική έστω– επιτυχία, το ερώτημα είναι εάν ο άξονας των «Τριών Μεγάλων» μπορεί να δώσει απαντήσεις απέναντι πρωτίστως στη Ρωσία και στην προσπάθεια δημιουργίας ευνοϊκών για την ίδια γεωπολιτικών δεδομένων. Σε αυτό το σημείο, και ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, αυτόματα τίθεται επί τάπητος το θέμα αν οι ίδιες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι ικανές να απαντήσουν μόνες τους στην απειλή, ιδίως μετά τη νίκη του Τραμπ. Εδώ μπορεί να εξεταστεί ο ρόλος του κάθε δρώντος χωριστά: η Μεγάλη Βρετανία «βλέπει» στον Ε3 μια ευκαιρία εξόδου από ενδεχόμενη «διπλωματική απομόνωση», με τον πρωθυπουργό των Εργατικών, Κιρ Στάρμερ, να θέλει ενίσχυση της άμυνας, παράλληλα με σύσφιγξη των δεσμών με την Ε.Ε. Κάτι τέτοιο φιλοδοξεί να επιτύχει με τη συμφωνία-ορόσημο αμυντικής συνεργασίας με τη Γερμανία, που υπεγράφη από τους αρμόδιους υπουργούς Άμυνας, Τζον Χίλι και Μπόρις Πιστόριους, τον Οκτώβριο και προβλέπει μεταξύ άλλων: συνεργασία για την προστασία των κρίσιμων υποθαλάσσιων υποδομών της Βόρειας Θάλασσας, δημιουργία ενός νέου γερμανικού εργοστασίου επί βρετανικού εδάφους και από κοινού ανάπτυξη πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, που, σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Άμυνας, θα είναι πιο ακριβείς, ενώ θα μπορούν να εκτοξευθούν ακόμα πιο μακριά από τους υπάρχοντες Storm Shadow της Βρετανίας (που έχουν παρασχεθεί στην Ουκρανία) ή τους Taurus της Γερμανίας (τους οποίους ο Ολαφ Σολτς δεν προμηθεύει στο Κίεβο).
Για τη Γερμανία, η συνεργασία σε αμυντικό επίπεδο με μια χώρα όπως η Βρετανία (που αποτελούν τους δύο κυριότερους υποστηρικτές του Κιέβου, ξοδεύοντας παράλληλα τα μεγαλύτερα ποσά σε απόλυτους αριθμούς σε αμυντικές δαπάνες, 75 και 67 δισ. δολάρια το 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI) δίνει το στίγμα της Zeitenwende (σ.σ.: αλλαγή των καιρών), της ομιλίας που πραγματοποίησε ο Σολτς στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όταν ο Γερμανός καγκελάριος εξήγγειλε τη δημιουργία ενός ταμείου συνολικού ύψους 100 δισ. ευρώ, που θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις στον τομέα της άμυνας.
Ξανά στο προσκήνιο η ιδέα για αποστολή "στρατού" στην Ουκρανία από τη Γαλλία
Αντίστοιχα σθεναρή στην αντιρωσική στάση και η Γαλλία, με τον Εμανουέλ Μακρόν να το «πηγαίνει» ένα βήμα παρακάτω, καθώς η «Le Monde» επανέφερε αυτή την εβδομάδα την ιδέα αποστολής «στρατού» ή μισθοφορικών δυνάμεων στην Ουκρανία (ελέω και της εκλογής Τραμπ και του τι συνεπάγεται), με τον Γάλλο πρόεδρο να κάνει σχετική κουβέντα την 11η Νοεμβρίου με τον Κιρ Στάρμερ. Πρόκειται για μια ιδέα που είχε διατυπωθεί και τον Φεβρουάριο από τον Γάλλο πρόεδρο, έπειτα από μια διάσκεψη για την υποστήριξη της Ουκρανίας στο Παρίσι, με αρκετές χώρες (μεταξύ των οποίων και η Γερμανία) αρνητικές τότε.Άλλωστε, ο αντιστράτηγος Rob Magowan, αναπληρωτής αρχηγός του βρετανικού επιτελείου άμυνας, απηύθυνε άμεση προειδοποίηση προς τη Ρωσία την Πέμπτη (21/11), λέγοντας στην Επιτροπή Αμυνας της Βουλής των Κοινοτήτων: «Αν ο βρετανικός στρατός κληθεί να πολεμήσει απόψε, θα πολεμήσει απόψε», ενώ πρόσθεσε: «Νομίζω ότι κανείς σε αυτή την αίθουσα δεν πρέπει να έχει την ψευδαίσθηση ότι αν οι Ρώσοι εισέβαλλαν απόψε στην Ανατολική Ευρώπη, τότε θα τους απαντούσαμε». Κατά πόσον, όμως, υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες για την υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις; Η συζήτηση αυτή αφορά όλη την Ευρώπη. Ένα πρώτο μεγάλο θέμα είναι η μεγαλύτερη επένδυση στην άμυνα. Ο Μπάστιαν Γκίγκεριτς, γενικός διευθυντής του IISS, είπε στον «Economist» ότι το 3% είναι μάλλον εύκολο να το κατανοήσουν όλοι. Για να ανταποκριθεί σε αυτό η Ευρώπη, θα πρέπει να αυξήσει τις ετήσιες δαπάνες της κατά 280 δισεκατομμύρια δολάρια σε τρέχουσες τιμές, εξήγησε. Σε πρακτικούς όρους, η Γερμανία, για παράδειγμα, θα έπρεπε να βρίσκει επιπλέον 40 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως περίπου. Το άλλο είναι η χρόνια παραμέληση των ενόπλων δυνάμεων, με τον Γκίγκεριτς να εκτιμά ότι, ακόμα και με επαρκή χρηματοδότηση, θα χρειαστούν δέκα χρόνια για να μειώσει ουσιαστικά η Ευρώπη την εξάρτησή της από την Αμερική.
Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά